Από το θέατρο Νo στο j-horror και από τις τραγουδιστές διηγήσεις ηγεμόνων που έχασαν τη λογική τους από τη μέθη της εξουσίας μέχρι τα σχιζοφρενικά japanoise τερτίπια, η Ιαπωνία ανέκαθεν έδειχνε μια αδυναμία στη στιγμή εκείνη που η λογική εγκαταλείπει τον άνθρωπο, όσον αφορά την τέχνη που πρόσφερε. Οι ταινίες τρόμου που προέρχονται από αυτήν έχουν χαρακτηριστικό ύφος, το οποίο συναντά οπαδούς σε ολόκληρο τον κόσμο – όλοι μας ξέρουμε ταινίες, όπως το «Ring» και το «Ju-on», οι οποίες μας προκάλεσαν υποσυνείδητο φόβο με την ατμόσφαιρά τους και την καταστροφή μέχρι και του τελευταίου σημείου ασφάλειας που θα μπορούσαμε να έχουμε για να καλυφθούμε από τον φόβο του μεταφυσικού. Όταν υπεισέρχεται η παράνοια στην εξίσωση, τότε είναι που μιλάμε για πραγματικά σοκαριστικά αποτελέσματα, αφενός διότι ο δυτικός πολιτισμός δεν μπορεί να κατανοήσει με ευκολία τις εικόνες της Ανατολής (οδηγούμενος έτσι σε υψηλότερα επίπεδα αλλόκοτης σημειολογίας) και αφετέρου διότι, όπως και να το κάνουμε, οι Ιάπωνες έχουν μεράκι στην απόδοση της τρέλας. Με αφορμή τον συγκεκριμένο ειρμό, σας παρουσιάζουμε δέκα ιαπωνικές ταινίες οι οποίες συνδυάζουν το στοιχείο του τρόμου με αυτό της λογικής που αρχίζει να σβήνει από τον ανθρώπινο νου, είτε αισθητικά είτε νοηματικά. Θα δούμε δηλαδή σεκάνς, οι οποίες άλλοτε διακρίνονται από παράλογη εικονοπλασία και άλλοτε εξερευνούν τα άδυτα της διαστροφής, τόσο του ανθρώπου ως μονάδας όσο και της κοινωνίας εν γένει. Ikou ze.
10 σεκάνς, οι οποίες άλλοτε διακρίνονται από παράλογη εικονοπλασία και άλλοτε εξερευνούν τα άδυτα της διαστροφής, τόσο του ανθρώπου ως μονάδας όσο και της κοινωνίας εν γένει. Ikou ze.
Infection του Masayuki Ochiai (2004)
Όχι απαραίτητη, αλλά αρκούντως παρανοϊκή ταινία για να κατακτήσει μία από τις δέκα θέσεις του παρόντος αφιερώματος. Η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί μια σχεδόν συμβατική προσθήκη στον μακρύ κατάλογο του ιαπωνικού τρόμου, προσφέροντας, όμως, στιγμές ατμόσφαιρας ικανές να κάνουν και τους πλέον υποψιασμένους να ριγήσουν στη θέα τους. Η πραγματικότητα ενός νοσοκομείου, το οποίο οδηγείται σταδιακά στη χρεοκοπία παίρνει μια μακάβρια τροπή, όταν ένα ιατρικό λάθος καταλήγει στη μόλυνση του προσωπικού από έναν απειλητικό και θανάσιμο ιό. Αν και ξεκινάει ως μια ταινία αξιώσεων, στην πορεία της παίρνει μια ποιοτική κατιούσα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν δίνει αυτή την αίσθηση απειλής που μπορεί να ωθήσει σε πανικό και στην απώλεια λογικής την οποία υπόσχεται. Η ανατροπή του τέλους είναι εν μέρει αδύναμη, αλλά αυτό δεν αναιρεί πως έχει προηγηθεί ένα φεστιβάλ κλειστοφοβικών εικόνων, από τις οποίες με κόπο οι ήρωες προσπαθούν να αποδράσουν πριν μολυνθούν. Υπάρχει κι ένας ακόμα λόγος που μιλάμε για παράνοια, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να τον αποκαλύψω, για να μην προδώσω την πλοκή.
Uzumaki του Akihiro Higuchi (2000)
Ο Junji Ito είναι αναμφίβολα ένας από τους δημιουργούς manga που μπόρεσαν να αποτυπώσουν με πολλή πειθώ τις εφιαλτικές τους εικόνες στο χαρτί. Όποιος έχει διαβάσει το «Kyo», το «Tomie», τις αυτοτελείς ιστορίες του ή, βασικότερο όλων, το «Uzumaki», μπορεί να συνηγορήσει σε αυτό. Η μεταφορά της μαζικής, μυστηριώδους ψύχωσης μιας πόλης με σπειροειδές σχήμα (εξού και ο τίτλος) στη μεγάλη οθόνη από πραγματικούς ανθρώπους θα φάνταζε ακατόρθωτη, δεδομένης της πηγής της, αν ο Akihiro Higuchi δεν προσάρμοζε την ιστορία στα μέτρα του και σκηνοθετούσε μια καταπράσινη φρικωδία, εμπλουτισμένη με σκοτεινό χιούμορ, βασισμένη εν μέρει στην πλοκή του manga. Τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα των χαρακτήρων του Ito ενσαρκώνονται από ένα μάλλον ταιριαστό καστ και η αλλοφροσύνη τους εγκαθίσταται με έναν επιδέξιο στροβιλισμό, ο οποίος μας οδηγεί στο μάτι ενός κυκλώνα, από τον οποίο η διαφυγή φαντάζει ακατόρθωτη. Βρίσκεται, ωστόσο, χαμηλά στη λίστα, γιατί γνωρίζοντας το πρωτότυπο υλικό, αν και το πήγε αλλού, θα θέλαμε να δούμε περισσότερες από τις εικόνες του μεγάλου mangaka να αναπαρίστανται σε μια κατά πολύ μεγαλύτερη ταινία. Έστω κι έτσι, όμως, θα νιώσετε τη ζάλη της περιδίνησης.
Marebito του Takashi Shimizu (2004)
Τον Takashi Shimizu, όσο και να προσπαθήσουμε, δεν θα μπορέσουμε να τον αγνοήσουμε ως δημιουργό και ένα από τα μεγάλα κεφάλια του ιαπωνικού τρόμου. Και αυτό διότι, όσο και να έφθιναν ανά τα χρόνια οι συνέχειες του «Ju-On», κανείς δεν θα ξεχάσει τον εφιάλτη που οι πρώτες ταινίες προκάλεσαν, ορίζοντας, μαζί με το «Ring», τα δύο πιο επιτυχημένα franchise στο ιδίωμα που εκπροσωπούν. Ο Shimizu, ωστόσο, σκηνοθέτησε κι άλλο ένα, αρκούντως ατμοσφαιρικό διαμαντάκι που αρκετοί αγνοούν, έχοντας για πρωταγωνιστή τον πολύ Shinya Tsukamoto (σκηνοθέτης των «Tetsuo», «Tokyo Fist», «A snake in June» μεταξύ άλλων), το οποίο ακούει στο όνομα Marebito. Ένας άντρας που έχει εμμονή με το συναίσθημα του τρόμου προσπαθεί να διαλευκάνει έναν αστικό μύθο, σύμφωνα με τον οποίο περίεργα πλάσματα κατοικούν στα έγκατα του σιδηροδρόμου του Τόκιο. Σε αυτή την ταινία, ο σκηνοθέτης κάνει ένα εύστοχο σχόλιο σχετικό με την κοινωνία του υπερπραγματικού και την προσκόλληση της ανθρωπότητας στα ακραία συναισθήματα διαμέσου της τρομοκρατίας των ΜΜΕ και, μάλλον χωρίς να το γνωρίζει, προφητεύοντας μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι θα κοιτούν τις εκφάνσεις του θανάτου μέσα από κάμερες κινητών. Αν και κατακεραυνώθηκε από κριτικούς, αποτελεί μια αρκετά διαφορετική πρόταση στον τομέα του j-horror.
A page of madness του Teinosuke Kinugasa (1926)
Ο γερμανικός εξπρεσιονισμός υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα επαναστατικά κινήματα Τέχνης του 20ού αιώνα, καταφέρνοντας να βγάλει τη διαστρεβλωμένη πραγματικότητα του ανθρώπινου ψυχισμού στον φυσικό χώρο, διαστρεβλώνοντας κατά βούληση την εξωτερική, αντικειμενική πραγματικότητα. Ο Teinosuke Kinugasa πρέπει να λάτρεψε το «Εργαστήρι του δόκτορος Καλιγκάρι» του Robert Wiene, σε βαθμό που προσπάθησε να χτίσει τις δικές του παρόμοιες εικόνες παραφροσύνης σε ένα γκραν γκινιόλ θέατρο του παραλόγου. Η πλοκή της ταινίας καθίσταται δυσνόητη και ανοιχτή σε ερμηνείες, με τη βασικότερη όλων να συμφωνεί πως πρόκειται για την ιστορία ενός συζύγου, ο οποίος πιάνει δουλειά σε ένα άσυλο παραφρόνων, προκειμένου να απελευθερώσει τη γυναίκα του. Φλερτάροντας με τον ψυχισμό τροφίμου ψυχιατρείου, ο σκηνοθέτης μάς προσφέρει μια σειρά από συνειρμικές εικόνες που βυθίζουν το κοινό στην τρέλα, με το γκροτέσκο στοιχείο να μην εγκαταλείπει ποτέ τη mise en scène του. Εικόνες ενός λοβοτομημένου νου, τοποθετημένες με όσο το δυνατόν πιο συνειρμική δομή, κατακλύζουν το οπτικό νεύρο του θεατή, ο οποίος μπορεί να ορκιστεί, μετά το πέρας της προβολής, πως αυτό που είδε, αν και ασπρόμαυρο, είχε χρώμα και μολονότι βουβό, έβριθε από ήχους. Όσοι επιχειρήσετε να βουτήξετε στα βάθη της, βεβαιωθείτε πως έχετε πάρει γενναία ανάσα, καθώς η ανάδυση θα είναι πιο δύσκολη απ' ό,τι νομίζετε.
Battle Royale του Kinji Fukasaku (2000)
Σε οποιαδήποτε άλλη λίστα με ιαπωνικές ταινίες, η συγκεκριμένη θα βρισκόταν στην κορυφή, για τέτοια προσωπική αδυναμία μιλάμε. Αλλά όταν πρόκειται για ταινίες που προσεγγίζουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο την παράνοια, είτε νοηματικά είτε αισθητικά, έχουν κυκλοφορήσει άλλες πολύ πιο χαρακτηριστικές ως προς το συγκεκριμένο θέμα. Αυτό, από την άλλη, δεν σημαίνει πως το κύκνειο άσμα του Kinji Fukasaku δεν αποτελεί μια ακολουθία εύστοχα παρανοϊκών εικόνων. Και δεν αναφέρομαι στο σενάριο σύμφωνα με το οποίο γυμνασιόπαιδα στέλνονται σε ένα νησί, όπου θα αλληλοσκοτωθούν μέχρι να μείνει μόνο ένα, αλλά στην κρίση της εμπιστοσύνης μεταξύ τους που συχνά οδηγεί σε θανάσιμες παρανοήσεις και αιματοβαμμένα σκηνικά. Όσο κι αν προσπαθεί ο ιδεαλιστής Shuuya να παλέψει για το καλό όλων, η παράνοια έχει εγκαθιδρυθεί για τα καλά σε μερικούς από τους συμμαθητές του, οι οποίοι αρχίζουν να εγκαταλείπουν τα εγκόσμια. Επίσης, η κοινωνία παρουσιάζεται ως υστερική, με την οικονομική κρίση να έχει άμεσα αποτελέσματα τόσο στους ανυπάκουους νεαρούς, όσο και στους ενήλικες, οι οποίοι, όταν δεν αυτοκτονούν, καταλήγουν να συμπεριφέρονται σχεδόν σαδιστικά στους απογόνους τους. Και για κάθε ανεκπλήρωτο όνειρο των παιδιών, ο «Αέρας» του Bach θα ηχεί γλυκόπικρα, σε έναν κόσμο που κλάταρε νοητικά.
Strange Circus του Sion Sono (2005)
Ο Sion Sono είναι ένας από τους πλέον χαρακτηριστικούς κινηματογραφικούς auteurs, όχι μόνο της χώρας του αλλά και της γενιάς μας, κι αυτό γιατί η (κρατημένη σε υψηλά, πλην ελαχίστων περιπτώσεων, επίπεδα) παραγωγικότητά του συνοδεύεται πάντα από το προσωπικό του ύφος, το οποίο άλλοτε με σκωπτική και άλλοτε με απόλυτα σοβαρή διάθεση περνάει από γενεές εκατό την κοινωνία και τις διαφόρων μορφών διαστροφές της. Από τα ανεξήγητα trends της ποπ κουλτούρας του «Suicide Circle» στην αντίληψη της θρησκείας μέχρι το magnum opus και αριστούργημά του «Love Exposure», ως θεματική δεν τον εγκαταλείπει ποτέ. Αν θέλει, όμως, κανείς να δει την πιο εφιαλτική πτυχή της δημιουργίας του, δεν χρειάζεται να ψάξει πιο μακριά από το «Strange Circus», μια ταινία φτιαγμένη για να καταστρέψει συνειδήσεις με τα απροκάλυπτα ακραία γεγονότα της και την αίσθηση διαστροφής που τη διακατέχει. Μπορεί κανείς να ανέφερε το «Cold Fish» ως καλύτερο παράδειγμα, αλλά το Strange Circus αποτελεί μια πιο ξεκάθαρη, πιο άμεση βουτιά στον στρόβιλο της φρικωδίας και των τραυματισμένων συνειδήσεων, παρασέρνοντας τον θεατή σε έναν άνευ προηγουμένου εφιάλτη. Το κυρίαρχο κόκκινο χρώμα δεν υποδηλώνει απλώς τον κίνδυνο της πλοκής αλλά και αυτόν της λογικής εκείνου που θα επιχειρήσει να τη δει για πρώτη φορά. Abandon Hope All Ye Who Enter.
Perfect Blue του Satoshi Kon (1997)
Ο μακαρίτης άρχων της παράνοιας Satoshi Kon ευθύνεται για ορισμένα από τα πιο ψυχεδελικά αριστουργήματα που γνώρισε ποτέ η σφαίρα των anime. Από το θρίλερ που τα ξεκίνησε όλα, το «Perfect Blue», μέχρι το κύκνειο άσμα του, το «Paprika», και διαμέσου της ωδής στην τρέλα που ακούει στο όνομα «Paranoia Agent», κανένας άλλος δεν κατάφερε να αποτυπώσει τη συγκεκριμένη θεματική με τόση ακρίβεια. Σε αυτή την ταινία, που αποτέλεσε το πρώτο του μεγάλο βήμα προς το πάνθεον των δημιουργών, ο Kon αφηγείται την ιστορία μιας ποπ τραγουδίστριας που αποφάσισε να αποσυρθεί, προκειμένου να ακολουθήσει την καριέρα της ηθοποιού. Η παρουσία, όμως, ενός άντρα που δεν λέει να την αφήσει ήσυχη, σε συνδυασμό με την καταβύθισή της στον ρόλο που υποδύεται, έχει ως αποτέλεσμα τη σταδιακή απώλεια της λογικής. Με μια κατά μέτωπον επίθεση στη λογική, δημιουργεί ένα θεμελιώδες ψυχολογικό θρίλερ κι έναν κόσμο ο οποίος στερείται σταθερού πατήματος, όπου τα πάντα είναι ένα διαρκές αποκύημα μιας φαντασίας σε κρίση, σε τέτοιο βαθμό, ώστε τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και αποκυημάτων του νου να είναι πιο θολά από ποτέ. Αριστούργημα!
Audition του Takashi Miike (1999)
Το να επιλέξεις μια ταινία από τη φιλμογραφία του Takashi Miike όταν αυτός παράγει κατά μέσο όρο 3-4 ανά έτος είναι ένα εγχείρημα δύσκολο. Ωστόσο, οι γνώμες συγκλίνουν όταν μιλάμε για το ποια ταινία αναγνωρίζεται ως η κορυφαία του και αυτή δεν είναι άλλη από το βραδυφλεγές «Audition». Βασισμένη στο μυθιστόρημα του Ryu Murakami, ακολουθεί έναν μεσήλικα χήρο, ο οποίος, προκειμένου να βρει μια νέα σύντροφο, στήνει μια οντισιόν. Την προσοχή του θα κεντρίσει μια νέα και αρκετά συνεσταλμένη γυναίκα, την οποία, όμως, καλύπτει μια παράξενη αύρα. Μια ταινία με θέμα την ψυχοπάθεια που δύσκολα μπορεί να απουσιάσει από την οποιαδήποτε λίστα με τα καλύτερα θρίλερ όλων των εποχών προκαλεί τον τρόμο με την αποδόμηση του τι σημαίνει αγάπη, σχεδόν πατώντας πάνω στις λειτουργίες του ανθρώπινου εγκεφάλου, που μπορούν κάλλιστα να μετατρέψουν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα μια καυτή ονείρωξη σε έναν εφιάλτη. Δεν ξεχνάμε, παρ' όλα αυτά, πως πρόκειται για μια ταινία του Miike, οπότε η ακρότητα δεν θα αργήσει να έρθει στην επιφάνεια και η ανατροπή θα έχει ένα κενό, γυάλινο βλέμμα, τρομακτικό όσο το ίδιο το σκοτάδι της ανθρώπινης φύσης.
Cure του Kiyoshi Kurosawa (1997)
Αν και μία από τις πιο φιλοσοφικές ταινίες της συγκεκριμένης λίστας, η ταινία του Kiyoshi Kurosawa (γνωστού για το τεράστιο «Pulse») δεν στερείται παραφροσύνης. Μια μελέτη τού πώς επιδρά το υποσυνείδητο στον άνθρωπο, με κεντρικό χαρακτήρα έναν ασταθή νοητικά δολοφόνο, ο οποίος αφήνει τα θύματά του με ένα Χ χαραγμένο στον λαιμό τους, είναι η αρχή μιας ταινίας που συνάντησε θετικότατη αποδοχή ανά την υφήλιο. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, καθώς τόσο σκηνοθετικά όσο και σεναριακά κρύβει αρκετές εκπλήξεις και βαθύτατους στοχασμούς, οι οποίοι αμφισβητούν όρους όπως η «ελεύθερη βούληση» και η «υποκειμενική πραγματικότητα» για να ασπαστούν τα βίαια συναισθήματα που προέρχονται από τα άδυτα του νου. Τελικά, η απορία δεν έγκειται στο αν ο δολοφόνος είναι ο πραγματικός ανισόρροπος αλλά αν αυτό που αντιλαμβανόμαστε μέσω των αισθητηριακών μας κριτηρίων ως φυσιολογικό δεν αποτελεί αποτέλεσμα άλλων, ακούσιων εγκεφαλικών διεργασιών. Και όλα αυτά δοσμένα με μια ατμόσφαιρα που όμοιά της δύσκολα θα ξαναδούμε, ακόμα, ίσως, και από τον ίδιο το δημιουργό της. Γιατί, όσο και να δυσκολευτήκαμε να την αποκρυπτογραφήσουμε ως προς τα μηνύματά της, κανείς δεν μπόρεσε να πει πως δεν τον στοιχείωσε και δεν τον προβλημάτισε.
House του Nobuhiko Omayashi (1977)
Στην κορυφή της λίστας, διόλου τυχαία, βρίσκεται το «House», καθώς η εμπειρία που προσφέρει ως ταινία δύσκολα μπορεί να αναζητηθεί αλλού. Και αυτό επειδή η παράνοιά της καθιστά δύσκολο τον προσδιορισμό της. Πρόκειται για ταινία τρόμου; Για μαύρη κωμωδία; Για παρωδία; Το στοιχείο του τρόμου είναι μεν έκδηλο, αλλά στο σουρεαλιστικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται είναι δύσκολο να τρομάξεις, αλλά είναι σίγουρο ότι ο θεατής θα νιώσει μια φρίκη. Αν λάβουμε υπόψη και το πλαίσιο της εποχής στην οποία γυρίστηκε (το 1977), η αλλοπρόσαλλη δημιουργία του Nobuhiko Omayashi μπορεί να χαρακτηριστεί τόσο ελευθεριακά γκροτέσκα, όσο μόνο ένας δημιουργός από τη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου θα μπορούσε να γυρίσει. Οι επτά νεαρές πρωταγωνίστριες θα ζήσουν μια εφιαλτική νύχτα το πρώτο βράδυ των διακοπών τους σε ένα στοιχειωμένο σπίτι όπου τα στρώματα και το πιάνο τρώνε ανθρώπους, τα παράθυρα και οι πόρτες κλείνουν από μόνα τους και η κάμερα που τις ακολουθεί αλλάζει διαρκώς φόρμα. Το κυρίως μουσικό θέμα της ταινίας που επαναλαμβάνεται διαρκώς μόνο στην ατμόσφαιρα τρέλας μπορεί να συμβάλει, κάνοντας τον οποιονδήποτε να νιώσει τη λογική του σταδιακά να εκπνέει. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που το συγκεκριμένο φρικαλέο καλειδοσκόπιο το επανακυκλοφόρησε η Criterion, καθώς είναι ένα sui generis σημείο-σταθμός στην ιστορία του ιαπωνικού τρόμου.