Το γνωρίζαμε ότι εδώ και καιρό δεν μπορεί να περπατήσει. Είχε θεαθεί άλλωστε αρκετές φορές σε αναπηρικό αμαξίδιο κατά τις σπάνιες εσχάτως δημόσιες εμφανίσεις του. Και πριν από έναν χρόνο είχε επισημοποιηθεί αυτή του η κατάσταση μετά από δήλωση του γιου του, Εντίνιο, στη βραζιλιάνικη τηλεόραση, όπου έλεγε ότι ο πατέρας του δεν θέλει πλέον να βγαίνει από το σπίτι, ψέγοντάς τον μάλιστα ότι ευθύνεται ο ίδιος για τα κινητικά προβλήματα, αφού δεν ακολούθησε την απαιτούμενη φυσιοθεραπευτική αγωγή μετά την επέμβαση αντικατάστασης ισχίου στην οποία είχε υποβληθεί προ ετών.
Δεν παύει, παρ’ όλα αυτά, να αποτελεί ένα σοκ το να βλέπεις τον «Βασιλιά» Πελέ με περιπατητήρα (Πι) να βαδίζει αργά μέχρι να πάρει τη θέση του στην καρέκλα μπροστά από την κάμερα, για τις ανάγκες της ταινίας που φέρει το όνομά του μόνο στον τίτλο και έκανε ντεμπούτο στο Nerflix πριν από δύο μέρες. Ευτυχώς, η εντύπωση περνά γρήγορα καθώς κατά τ’ άλλα φαίνεται εντάξει (ειδικά για κάποιον που έκλεισε τα ογδόντα τον περασμένο Οκτώβριο), εκδηλώνοντας πού και πού και το χαρακτηριστικό, καθησυχαστικό, επικοινωνιακό («εμπορικό» κατ’ άλλους) χαμόγελο, που τόσο οικείο ήταν κάποτε, ακόμα και στον τελευταίο άνθρωπο στον πλανήτη.
Στο ντοκιμαντέρ δεν αναφέρονται διάφορα χαριτωμένα στοιχεία, όπως εκείνες οι διαφημίσεις για το Viagra που έκανε στις αρχές τούτου του αιώνα, ούτε και ο ρόλος του (εκείνο το αεροπλανικό ανάποδο ψαλίδι) στην ταινία του Τζον Χιούστον, «Η απόδραση των έντεκα» (Escape from Victory), που τρέχαμε πιτσιρίκια να δούμε ξανά και ξανά στα θερινά.
Στις συνεντεύξεις που δίνει (συχνά υπό τις σκιάσεις δραματικού φωτισμού) σ' αυτή την ταινία, που προσπαθεί –και τα καταφέρνει– να μη γίνει εντελώς αγιογραφία, ο «βασιλιάς» μοιάζει πεσμένος, αλλά όχι καταβεβλημένος. Μόνο σε μια στιγμή, προς το τέλος του ντοκιμαντέρ, ξεσπά κάποια στιγμή σε δάκρυα συγκίνησης και η κάμερα μένει πάνω του μέχρι να τα σκουπίσει.
Δύσκολο να χωρέσουν στα 108 λεπτά που διαρκεί η ταινία των Ben Nicholas και David Tryhorn όλες οι στάσεις της ζωής και της μεγαλειώδους ποδοσφαιρικής καριέρας του κορυφαίου ίσως όλων των εποχών (η συζήτηση δεν θα λήξει ποτέ). Και επίσης του πρώτου μαύρου παγκόσμιου σούπερ σταρ από τον χώρο των σπορ.
Θα ακολουθούσε βεβαίως λίγο αργότερα ο Μοχάμεντ Άλι, καταλήγοντας να εκπροσωπεί το ριζοσπαστικό αντίθετο του απολιτικού κομφορμισμού που φορτώθηκε ο Πελέ (μέχρι και «μπάρμπα Θωμά» τον λέγανε τόσα χρόνια) αδίκως, αλλά και δικαίως. Αυτό το ακανθώδες για τη φήμη του Πελέ ζήτημα δεν το αφήνει εκτός της ατζέντας η ταινία, ούτε και την αντιπαράθεσή του στο συμβολικό πεδίο με τον Άλι, ο οποίος πάντως βρισκόταν ανάμεσα στους θεατές του τελευταίου επίσημου αγώνα που έδωσε ποτέ ο Πελέ, τον Οκτώβριο στο 1977 στη Νέα Υόρκη, παίζοντας στο πρώτο ημίχρονο με τη φανέλα της αμερικανικής ομάδας Cosmos και στο δεύτερο με τα λευκά της αγαπημένης του Σάντος.
Όπως θα θυμούνται οι παλιότεροι, ο Cosmos, με αιχμή τον Βραζιλιάνο σούπερ σταρ (θα ακολουθούσαν κι άλλοι μέγιστοι στα τελειώματά τους, όπως ο Μπεκενμπάουερ και ο Κρόιφ) είχε επιχειρήσει στα ‘70s μια τρελή μπίζνα μεταφοράς του ποδοσφαιρικού θεάματος στα αμερικάνικα ήθη. Για κάποια χρόνια η «μόδα» είχε λειτουργήσει, στη Νέα Υόρκη τουλάχιστον (επί του θέματος αξίζει να αναζητήσει κανείς το ντοκιμαντέρ του 2006, “Once in a Lifetime: The Extraordinary Story of the New York Cosmos”).
Αυτή η περίοδος όμως του Πελέ, όπως και οι επόμενες, δεν εξετάζεται καθόλου στην ταινία. Όπως δεν εξετάζονται και κάποιες αμφιλεγόμενες πτυχές της προσωπικής του ζωής (εντάξει, δεν είχε τον επεισοδιακό χαρακτήρα του Μαραντόνα, είχε κι αυτός όμως τις σκιές του), με εξαίρεση μια αναφορά μόνο που γίνεται στην έντονη –και καρπερή– εξωσυζυγική του δραστηριότητα (ο ίδιος δικαιολογείται λέγοντας ότι ταξίδευε διαρκώς, αναγνωρίζει πάντως με συγκατάβαση ότι θα μπορούσε ίσως κάποιος να ισχυριστεί ότι μπορεί και να μην υπήρξε ιδανικός σύζυγος). Δεν αναφέρονται επίσης διάφορα χαριτωμένα στοιχεία, όπως εκείνες οι διαφημίσεις για το Viagra που έκανε στις αρχές τούτου του αιώνα, ούτε και ο ρόλος του (εκείνο το αεροπλανικό ανάποδο ψαλίδι) στην ταινία του Τζον Χιούστον, «Η απόδραση των έντεκα» (Escape from Victory), που τρέχαμε πιτσιρίκια να δούμε ξανά και ξανά στα θερινά.
Mέσω ενός πλούσιου υλικού και μιας σειράς πρόσφατων συνεντεύξεων με τον ίδιο και με έναν εκλεκτό θίασο πρώην συμπαικτών του στη Σάντος και στη «Σελεσάο(υ)», πρώην και νυν πολιτικών ηγετών της Βραζιλίας, δημοσιογράφων, καθώς και επιφανών καλλιτεχνών όπως ο Ζιλμπέρτο Ζιλ, η ταινία κινείται ουσιαστικά σε δύο άξονες. Ο πρώτος έχει να κάνει με τα τέσσερα παγκόσμια κύπελλα όπου συμμετείχε ο Πελέ, κατακτώντας τα τρία (ο μοναδικός που έχει καταφέρει κάτι τέτοιο): Σουηδία 1958 (17χρονος μόλις τότε, παραμένει ο νεότερος παίκτης που σκόραρε σε τελικό Μουντιάλ), Χιλή 1962, Μεξικό 1970.
Η αποτυχία της Βραζιλίας στο Παγκόσμιο του 1966 στην Αγγλία είχε έρθει λίγο μετά την εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας, η οποία θα έθετε ως πρωταρχικό επικοινωνιακό της στόχο την εκμετάλλευση της ποδοσφαιρικής ελίτ της χώρας γενικά και του Πελέ ειδικότερα.
Αυτό είναι ο δεύτερος άξονας της ταινίας, ο ρόλος δηλαδή του Πελέ στο αφήγημα του «βραζιλιάνικου θαύματος» που κατάφερε να περάσει η χούντα (η όποια άντεξε για μια εικοσαετία), την ώρα που το καθεστώς έπνιγε τους αντιφρονούντες στο αίμα. Κάποιοι πρώην συμπαίκτες του, μιλώντας στην ταινία, δεν του συγχωρούν την ουδέτερη στάση του, σημειώνοντας ότι με μια κουβέντα του και μόνο θα μπορούσε να είχε αλλάξει την ιστορία ή τουλάχιστον να έχει υπαινιχθεί κάτι σχετικό με τη στυγνή φυσιογνωμία της βραζιλιάνικης χούντας.
Οι περισσότεροι όμως από όσους μιλάνε στην ταινία, τον δικαιολογούν (ακόμα και κάποιοι που είχαν βασανιστεί ή εκδιωχθεί από το καθεστώς, όπως ο Ζιλμπέρτο Ζιλ), θεωρώντας ότι δεν είχε πολλές επιλογές στην πραγματικότητα. Όπως λέει κι ένας δημοσιογράφος, «ο Μοχάμεντ Άλι στην Αμερική το πολύ να πήγαινε φυλακή, στη Βραζιλία όμως τότε, αυτός ήταν ο μικρότερος κίνδυνος».