Από Μπέργκμαν να διαλέξω το «Smiles of a summer night» (1955) ή το «Summer with Monica» (1953); Θα έπρεπε, άραγε, να χωρέσω το «Summer of 42» (1971) του Μάλιγκαν και μόνο για εκείνο το φανταστικό score του Λεγκράν; Λογίζεται ως cheat το «500 days of Summer» (2009); Λες να βάλω και το «How I ended this summer» (2010) που έχει κι αρκούδα μέσα, για να καλοπιάσω τους απανταχού αρκουδόφιλους; Και το «Summer of Sam» (1999) του Σπάικ Λι; Μπα, του είμαι ακόμα θυμωμένος που κατέστρεψε το «BlacKkKlansman» με εκείνο το ανεκδιήγητο τελευταίο πεντάλεπτο. Μήπως να πρόσθετα και το «My summer of love» (2004) του Παβλικόφσκι, που πρέπει να το μάθει περισσότερος κόσμος;
Ερωτήματα σαν τα παραπάνω μπορεί να ακούγονται (και ενδεχομένως να είναι) επουσιώδη, είναι όμως ικανά να προκαλέσουν συμπτώματα που κυμαίνονται από αϋπνία έως πρόσκαιρη πάρεση σε έναν εμμονικό κινηματογραφόφιλο. Αν προσθέσεις σ' αυτά την ευθύνη της κριτικής αποτίμησης και της υπογραφής –στον βαθμό και με τη σοβαρότητα που την υπολογίζει ο καθένας‒, αντιλαμβάνεσαι πως η κατάρτιση οποιασδήποτε κινηματογραφικής λίστας δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Λίστες σαν την παρούσα δεν είναι τίποτε άλλο από ένα παιχνίδι, αφορμή να γράψεις δυο αράδες για ταινίες, να συστήσεις κάποιες εξ αυτών σε όποιον ενδιαφέρεται και να στήσεις έναν ωραιότατο οικιακό σινεμαραθώνιο.
Σε μια δεύτερη σκέψη, όμως, κακώς. Γιατί λίστες σαν την παρούσα δεν είναι τίποτε άλλο από ένα παιχνίδι, αφορμή να γράψεις δυο αράδες για ταινίες, να συστήσεις κάποιες εξ αυτών σε όποιον ενδιαφέρεται και να στήσεις έναν ωραιότατο οικιακό σινεμαραθώνιο.
Ταινίες με καλοκαίρι στον τίτλο, λοιπόν, το θέμα της λίστας. Ως όρο έβαλα να υπάρχει η λέξη καλοκαίρι στον ξένο τίτλο και, κατόπιν μιας επιμελούς και επιμελώς αγχώδους διαδικασίας διαλογής, κατέληξα στις ακόλουθες πέντε.
Summer with Monica
(Καλοκαίρι με τη Μόνικα, 1953)
του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Στην πρώτη φάση της καριέρας του ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, προτού ξεκινήσει μια κατανυκτική κινηματογραφική αναζήτηση του Θεού για να καταλήξει στην απουσία του, ασχολήθηκε με τις ανθρώπινες επιθυμίες, τις ανάγκες του σώματος και της καρδιάς, τα πάθη, αλλά και τα παθήματα που αυτές συνεπάγονται. Κορωνίδα αυτής της περιόδου το σκανδαλιστικό για την εποχή του «Καλοκαίρι με τη Μόνικα».
Πρόκειται για υπόδειγμα πρώιμου, γλαφυρού σινεματικού ερωτισμού, αποδραστικού και δομικά αντισυμβατικού, όπως πρέπει (και είναι ωραίο) να είναι ένα καλοκαίρι, μια κορυφαία μετάφραση της σύμφυτης με τη νεότητα ανεμελιάς με κινηματογραφικούς όρους, η οποία έχει μια πικρή, αλλά στενόχωρα οικεία κατακλείδα: το κακό με τα καλοκαίρια με τη Μόνικα είναι ότι κάποτε τα βρίσκει το φθινόπωρο.
Προβάλλεται ξανά αυτή την περίοδο στις αίθουσες, αν τυχόν το πετύχετε στο θερινό της γειτονιάς, κοπιάστε άφοβα.
Summertime
(Διακοπές στη Βενετία, 1955)
του Ντέιβιντ Λιν
Μία από τις βασικές κατηγορίες της κριτικής απέναντι σε ένα αναμφίβολα έλασσον έργο στη φιλμογραφία του Ντέιβιντ Λιν –αν σκεφτείς, βέβαια, πώς είναι τα μείζονα, μπορείς να πεις χωρίς υπερβολή ότι το 99,9% της συνολικής κινηματογραφικής παραγωγής φαντάζει έλασσον μπροστά τους‒ είναι πως συχνά φέρνει σε τουριστικό οδηγό της Βενετίας. Kαι λοιπόν;
Μια Αμερικανίδα τουρίστρια στην Ιταλία, αλλά και στη ζωή, ακολουθούμε, εύλογα το ρεπεράζ, η επιλογή των τοποθεσιών όπου θα γυριστεί η ταινία δηλαδή, εστίασε στα βασικά αξιοθέατα της Βενετίας. Εκεί, η στριφνή, δηκτική τουρίστρια της (παντού και πάντα) εξαιρετικής Κάθριν Χέπμπορν θα αφεθεί στη σαγήνη ενός καλοκαιρινού έρωτα, πιθανότατα του πρώτου της, με έναν παντρεμένο ντόπιο παλαιοπώλη.
Κατά βάση ευφορικό, με τις σωστές δόσεις μελαγχολίας και ευρισκόμενο σε διάλογο με το «Brief Encounter» του ίδιου σκηνοθέτη. Εδώ, αντί για πόνο και συντριβή, η ηρωίδα αισθάνεται ευγνωμοσύνη γι' αυτήν τη σύντομη συνάντηση. Κι εμείς μαζί της.
Suddenly last summer
(Ξαφνικά, πέρσι το καλοκαίρι, 1958)
του Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς
Σήμερα το βαρύ πυροβολικό των στούντιο είναι δευτεροκλασάτοι υπερήρωες από την πινακοθήκη χαρακτήρων της Marvel και της DC, στα '50s ήταν θεατρικά του Τένεσι Ουίλιαμς. Πώς αλλάζουν οι καιροί, πραγματικά! Στο «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι», southern gothic έντονου ψυχολογισμού και camp απολήξεων, η πάντοτε απούσα πατρική φιγούρα στο έργο του Γουίλιαμς ανάγεται στην κορυφή της ιεραρχίας, στον ίδιο τον Θεό, ο κόσμος είναι μια ζούγκλα στην αυλή μιας ευνουχιστικής εκατομμυριούχου και η ερωτική επιθυμία αντιμετωπίζεται ως δαίμονας που πρέπει να παταχθεί.
Ταλιμπάν της πολιτικής ορθότητας βρήκαν εσχάτως ομοφοβία στο έργο, μάλλον παίρνουν κυριολεκτικά τη μακάβρια εξομολόγηση της Λιζ Τέιλορ στο φινάλε και τη διαβάζουν ως τιμωρία, ενώ οι Μάνκιεβιτς και Γκορ Βιντάλ έχουν καταστήσει όσο πιο σαφές γίνεται εντός των στενών πλαισίων του Κώδικα Χέιζ ότι ο (επί τούτου απρόσωπος) Σεμπάστιαν «κατασπαράζεται» από τις ενοχές για τη σεξουαλικότητά του, τις οποίες σε έναν καλύτερο κόσμο δεν θα είχε ποτέ.
Χαλαρά στο top-5 θεατρικών μεταφορών στο πανί.
Τhe end of summer
(To τέλος του καλοκαιριού, 1961)
του Γιασουχίρο Όζου
Θέλεις η γλώσσα και η χώρα παραγωγής, θέλεις ο εξεζητημένος τρόπος που γράφει η θεωρία γι' αυτό, θέλεις η γενικότερη αδιαφορία του κοινού σήμερα για οτιδήποτε γυρίστηκε πριν από το 2000, το σινεμά του Γιασουχίρο Όζου παραμένει άγνωστο σε ένα ευρύτερο κοινό. Κι όμως, τα θέματά του, τουλάχιστον σε ένα πρώτο επίπεδο, μπορούν να κεντρίσουν το λαϊκό ενδιαφέρον και είναι πάντα δοσμένα με απλό και εύληπτο τρόπο. Στο προτελευταίο του φιλμ, για παράδειγμα, παρακολουθούμε έναν πατέρα, που συνήθιζε να κάνει αυτό που θέλει σε πείσμα των γύρω του, να συναντά εκ νέου παλιό του ειδύλλιο, επηρεάζοντας, τελικά, τον τρόπο που τα παιδιά του προσεγγίζουν τη ζωή τους.
Ο Όζου παρακολουθεί με ταπεινοφροσύνη τους ανθρώπους, δεν τους κρίνει, ο φακός του τους παρατηρεί πάντα από χαμηλά, λες και ντρέπεται να τους κοιτάξει από το ύψος του βλέμματος. Η ακινησία και η αυστηρή διάταξη των αντικειμένων και όσων συνθέτουν τον περιβάλλοντα χώρο μέσα στο κάδρο δίνουν την αίσθηση ενός κόσμου ανεπηρέαστου, θαρρείς, από τα πεπραγμένα των ανθρώπων, που υπήρχε πριν από αυτούς και θα συνεχίσει να υπάρχει μετά από αυτούς, συνδράμοντας νοηματικά στο γλυκόπικρο, πλην αισιόδοξο επιμύθιο της ταινίας. Το τέλος δεν αντιμετωπίζεται ως τέτοιο, ως οριστικό δηλαδή, αλλά ως μια μεταβατική περίοδος. Φεύγει μια ζωή, αλλά την αντικαθιστά μια άλλη, όπως συμβαίνει και με τις εποχές.
A midsummer night's sex comedy
(Σεξοκωμωδία Θερινής Νύχτας, 1982)
του Γούντι Άλεν
Καθώς περίμενε να ολοκληρωθούν τα πρωτοποριακά για την εποχή τους εφέ του «Zelig», ο Γούντι Άλεν σκάρωσε αυτήν εδώ την ελαφριά κωμωδία τρόπων που πατά στο «Smiles of a summer night» του Μπέργκμαν. Τρία ζευγάρια περνούν ένα θερινό Σαββατοκύριακο στην εξοχή, σχηματίζοντας ένα τσεχοφικό ερωτικό γαϊτανάκι, το οποίο ο διοπτροφόρος δημιουργός θα τελειοποιήσει λίγα χρόνια μετά στη «Χάνα και τις αδερφές της».
Θα βρεις γνώριμα γουντιαλενικά ευφυολογήματα –«είμαστε σαν φλαμανδικός πίνακας», λέει ο Γούντι στη Μαίρη Στινμπέργκεν όταν εκείνη τού χυμά ερωτικά στον πάγκο της κουζίνας‒, θα βρεις εύστοχα αποφθέγματα ‒«το σεξ καταπραΰνει την ένταση και ο έρωτας την προκαλεί»‒, θα βρεις συνάντηση φιλοσοφίας και επιστήμης και διακωμώδηση της σοβαροφάνειας και της αυθεντίας τους, με τους εκπροσώπους τους να λυγίζουν και να γελοιοποιούνται όταν τους καταλαμβάνει ο πόθος. Όλα αυτά, δοσμένα σε απόλυτα χαλαρό κλίμα, συνθέτουν ένα ευχάριστο διάλειμμα ανάμεσα σε αριστουργήματα που ο Άλεν παρέδωσε στη δημιουργικά πιο γόνιμη περίοδό του.
Ιδανικό για θερινό σινεμά, αν διαβάζει κάποιος εκπρόσωπος της διανομής.