Όπως έγραφε συχνά ο συγχωρεμένος ο Ρότζερ Έμπερτ, σημασία δεν έχει τόσο για τι πράγμα μιλά μια ταινία, αλλά ο τρόπος που μιλά γι' αυτό. Διαχώριζε, δηλαδή, το θέμα από την κινηματογραφική διαχείριση του.
Με την εξαίρεση ίσως του πρώτου επεισοδίου –θα επανέλθουμε σε αυτό– δεν υπάρχει τίποτα μεμπτό στη θεματολογία του Roar, της σειράς αυτοτελών επεισοδίων του Apple ΤV+ που επιχειρεί να αναδείξει τη σημερινή γυναικεία εμπειρία μέσα από διαφορετικές πτυχές της. Ο τρόπος είναι το πρόβλημα.
Ok, από μια σειρά που λέγεται Roar και ξεκινά με έναν tribal βρυχηθμό, σίγουρα δεν περιμένεις λεπτότητα ή να σε ανακουφίσει. Όπως έλεγε και η Ανιές Βαρντά, άλλωστε, «ήθελα να είμαι μια ευχάριστη φεμινίστρια, αλλά ήμουν πολύ θυμωμένη». Δεν είναι η χοντροκοπιά της σειράς το κύριο πρόβλημά της, αλλά η κενότητα.
Αν πρέπει σώνει και καλά να δείτε κάποιο επεισόδιο της σειράς, πλην εκείνου με την Κίντμαν, προτιμήστε αυτό όπου μια γυναίκα κάνει σχέση με μια πάπια.
Ανθολογία αυτοτελών επεισοδίων που να είναι όλα τα κεφάλαια στο ίδιο επίπεδο δεν υπάρχει, ωστόσο τα επεισόδια του Roar διαχωρίζονται στα επιεικώς ανεκτά και στα εντελώς ανυπόφορα. Σχεδόν όλα τους στηρίζονται σε μια απλή, συμβολική ιδέα, ίσως, όμως, τέτοιας ευθύτητας στις σημάνσεις της, που καταλήγει να αναιρείται και η ίδια η έννοια του συμβολισμού.
Το πρώτο επεισόδιο θέλει μια συγγραφέα, που επισκέπτεται το Χόλιγουντ για να συζητήσει τη διασκευή του βιβλίου της στο σινεμά, να γίνεται αόρατη «κυριολεκτικά», όπως αναγράφει και η επίσημη σύνοψη. Ομολογουμένως, σου τραβά το ενδιαφέρον, έτσι όπως παραπέμπει σε επεισόδιο της Ζώνης του Λυκόφωτος, μα όσο περνά η ώρα διαπιστώνεις ότι δεν πηγαίνει πουθενά και κάποια στιγμή το επεισόδιο απλά τελειώνει, χωρίς punchline. Ο τρόπος που κλείνει, δε, είναι ένα εξοργιστικό δείγμα του λεγόμενου girl boss feminism, με τους δημιουργούς να διατείνονται ότι το πρόβλημα που η ηρωίδα δεν φαίνεται και δεν ακούγεται είναι επειδή εκείνη δεν πιστεύει στον εαυτό της.
Το δεύτερο επεισόδιο με τη Νικόλ Κίντμαν και την Τζούντι Ντέιβις ίσως να είναι και το καλύτερο. Οι δυο ηθοποιοί αναβαθμίζουν το υλικό, χαρίζοντάς μας μερικές ανθρώπινες στιγμές, ο λυρικός τόνος συνάδει με την κεντρική θεματική, τη μνήμη και την απώλειά της, όμως το εύρημα με την ηρωίδα να τρώει φωτογραφίες και να ξαναζεί τη στιγμή είναι απλό gimmick, θα μπορούσε να λείπει και δεν θα άλλαζε απολύτως τίποτα.
Επίσης, και αυτό το επεισόδιο κάποια στιγμή... απλά τελειώνει. Από την άλλη, αν το punchline είναι σαν το επεισόδιο όπου η Σίνθια Ερίβο εμφανίζει ανεξήγητες δαγκωματιές στο σώμα της, τότε, ειλικρινά, είναι προτιμότερο το μη φινάλε. Το συγκεκριμένο επεισόδιο έχει μερικές ελκυστικά αποκρουστικές εικόνες body horror, μα όταν έρχεται η εξήγηση, θες να αρχίσεις να δαγκώνεσαι.
Τίποτα δεν ξεπερνά, βέβαια, τον απόλυτο πάτο εκείνου με τίτλο The Woman who was Kept on a Shelf. Πλούσιος επιχειρηματίας παντρεύεται γυναίκα και την τοποθετεί σε ράφι για να τη βλέπει – είναι trophy wife, το πιάσατε το (όχι και τόσο) υπονοούμενο; Θα μπορούσε να έχει πλάκα, μα σενάριο δεν υπάρχει.
Κάποια στιγμή η ηρωίδα κατεβαίνει από το ράφι, βγαίνει στον έξω κόσμο και ακολουθεί, χωρίς ίχνος υπερβολής, ένα από τα χειρότερα μουσικοχορευτικά νούμερα που έχουμε δει ποτέ, με τη χορογραφία σχεδόν απούσα και τις κινήσεις του μπαλέτου στο φινάλε του οφθαλμοφανώς ασυγχρόνιστες. Μεγαλειώδης προχειρότητα.
Αν πρέπει σώνει και καλά να δείτε κάποιο επεισόδιο της σειράς, πλην εκείνου με την Κίντμαν, προτιμήστε αυτό όπου μια γυναίκα κάνει σχέση με μια πάπια. Σκεφτείτε μια πιο hip και λιγότερο αστεία εκδοχή του κλασικού σκετς με τον Τζιν Γουάιλντερ από το Everything you always wanted to know about sex του Γούντι Άλεν, η οποία περιγράφει αποτελεσματικά μια τοξική σχέση.
Έστω κι αν τελειώνει επεξηγηματικά και με την ηρωίδα να γίνεται ως και αγενής, προκειμένου να δηλώσει την χειραφέτησή της, το The Woman who was Fed by a Duck κάπως ξεχωρίζει ανάμεσα στα αυτοτελή κεφάλαια μιας σειράς που, όταν δεν σε κάνει να βρυχάσαι από το cringiness, σε κάνει να χασμουριέσαι από ανία.
Κρίμα, γιατί το Apple TV+ μας έχει συνηθίσει σε πιο προσεγμένες δουλειές τελευταία.