Το Sound of Metal ξεκίνησε ως φιλόδοξο πρότζεκτ υβριδικού ύφους, ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ Loot και τη μυθοπλασία, που έγραψε το 2007 ο Ντέρεκ Σιανφράνς του Blue Valentine. Επί 13 χρόνια, ο σκηνοθέτης Ντάριους Μάρντερ μόχθησε να βρει τους πόρους για να το γυρίσει σε ταινία, οι θεματικοί άξονες της οποίας ποσώς ενδιέφεραν το Χόλιγουντ. Η πανκ μέταλ και οι κωφοί δεν θεωρήθηκαν εμπορική προτεραιότητα, ειδικά ο συνδυασμός των δυο, αλλά φέτος το δραματικό οδοιπορικό ενός ντράμερ που χάνει την ακοή του διεκδικεί 6 Όσκαρ, ανάμεσα στα οποία της καλύτερης ταινίας, πρώτου ανδρικού ρόλου για τον Ριζ Αχμέντ και πρωτότυπου σεναρίου.
Ο Μάρντερ, του οποίου η γιαγιά ήταν κωφή και ο αδελφός πιανίστας και συνθέτης (ο Έιμπρααμ Μάρντερ υπέγραψε το σκορ και το εξαιρετικό τραγούδι Green που ακούγεται στο φινάλε, βοηθώντας και στο σενάριο), παρέλαβε τον σκελετό του ημιτελούς σεναρίου που ο Σιανφράνς είχε ονομάσει Metalhead και το εξέλιξε σε δυναμικό πορτρέτο με εσωτερική ανησυχία και αξιομνημόνευτες εκρήξεις στο κυνήγι του πρωταγωνιστή για την ανεύρεση της ταυτότητάς του.
Ο Ρούμπεν Στόουν ζει με τη Λου, κιθαρίστρια και τραγουδίστρια της μπάντας τους, Blackgammon, σε ένα βανάκι, περιοδεύοντας και παίζοντας τη μουσική τους σε μια σειρά από live εμφανίσεις. Διατηρούν μια παραδοσιακά νομαδική, ροκ σχέση, εκεί όπου τα όρια του επαγγελματικού δεσμού δεν έχουν δοκιμάσει πραγματικά τις αντοχές του προσωπικού.
Ο κραδασμός έρχεται απότομα, όταν ο Ρούμπεν αντιλαμβάνεται πως η ακοή του επιδεινώνεται ραγδαία. Για έναν μουσικό κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με ολική καταστροφή και η όποια ψυχραιμία υποχωρεί εξίσου γοργά στον πανικό, με δεδομένο πως ο Ρούμπεν είναι πρώην χρήστης, ένας άνθρωπος που ανέκαθεν αναζητούσε το high της δουλειάς αλλά και την ισορροπία του σε ουσίες.
Από τον κρουστό ρυθμό στα κόκκινα (την «κανονικότητα» του μουσικού θορύβου που συνιστά την καθημερινή του τέχνη), ο Ρούμπεν ξαφνικά βυθίζεται σε μια φούσκα, ένα απόκοσμο πέπλο που ρουφά τους περιστασιακούς ήχους και στοχευμένους διαλόγους και τους ξαναφέρνει παραμορφωμένους στ’ αυτιά του, με ένα μιξάζ που δίνει νέο νόημα στην ηχητική υποκειμενική σκοπιά της αφήγησης μιας ταινίας – σχεδόν σίγουρο το βραβείο στην κατηγορία του.
Η ιατρική διάγνωση δείχνει πως μόνο ένα μικρό ποσοστό της ακοής του έχει παραμείνει ανέπαφο και η αποκατάσταση, χωρίς απόλυτα εγγυημένα αποτελέσματα, θα είναι πολύ δαπανηρή. Η Λου του προτείνει να σταματήσει τα live, για να μη ρισκάρει, κυρίως επειδή ανησυχεί για τη νηφαλιότητά του, και ο μάνατζέρ του, η πατρική φιγούρα που σέβεται και συνήθως υπακούει, τον συμβουλεύει να αποτανθεί σε μια κοινότητα κωφών σε διαδικασία αποτοξίνωσης. Εκεί συναντά τον Τζο, έναν πρώην αλκοολικό που έχασε την ακοή του στον πόλεμο του Βιετνάμ, ο οποίος τον δέχεται στον σιωπηλό κύκλο που έχει δημιουργήσει με μεράκι και πρόγραμμα, συνιστώντας του να μην καταφύγει στη συχνή λύση των κοχλιακών εμφυτευμάτων.
Το πρώτο δίλημμα της ταινίας εμφανίζεται στη φυσική του μορφή: ο Ρούμπεν βρίσκεται ακόμη σε σύγχυση, εύλογα αδημονεί να αναστρέψει μια βαριά ασθένεια που δεν απειλεί τη ζωή του, αλλά υπονομεύει την ύπαρξή του, και είναι φαβορί για μια ακόμη κακή επιλογή ζωής.
Άνθρωπος με αντίληψη, καταλαβαίνει πως η κοινότητα του Τζο προσεγγίζει με συμπόνοια και μεθοδικότητα τα τραυματισμένα μέλη της, αλλά βιάζεται να επιστρέψει στον δικό του κόσμο. Προβλέπει πως το να γράφει τις σκέψεις του σε ένα τετράδιο και να επικοινωνεί με τους όψιμους συναδέλφούς του στην αμερικανική νοηματική μπορεί να είναι μεγαλύτερο πλήγμα για την ψυχική του υγεία ακόμη κι από μια μεσοβέζικη θεραπεία. Η αδρεναλίνη που τόσα χρόνια τον έτρεφε πλέον κινδυνεύει να παρκάρει μια για πάντα σε ένα αποτραβηγμένο από τα εγκόσμια ησυχαστήριο, έναν τόπο που μεγιστοποιεί την απρόσκλητη σιωπή που τον περιβάλλει.
Το επιπρόσθετο πρόβλημα είναι η απατηλή ελπίδα, αυτό το 20% των εισερχόμενων ήχων που ακόμη διαθέτει ως ενοχλητικά αχνή υπενθύμιση της κινητήριας αίσθησης την οποία κάποτε εκμεταλλευόταν (και ταλαιπωρούσε) στο μάξιμουμ. Αν του είχε συμβεί ένα ακαριαίο ατύχημα, ίσως να το είχε πάρει απόφαση. Έτσι όπως είναι διστάζει, και ρέπει προς την παρακινδυνευμένη, αμφίβολη αποκατάσταση, παρά το πολλαπλό κόστος.
Το δεύτερο δίλημμα, το κρυφό και πιο σημαντικό, είναι η σκληρή αναζήτηση της ταυτότητάς του, πέρα από το στιγμιαία συναρπαστικό ραντεβού ενός μουσικού με τα όριά του. Ο Ρούμπεν δεν έμαθε ποτέ ποιος είναι και τώρα καλείται να συναντηθεί με τον πραγματικό εαυτό του. Άλλοι χάνουν έναν συγγενή, το σπίτι τους ή τη δουλειά τους. Εκείνος πενθεί τον ζωτικό του χτύπο.
Ως ντράμερ, έχει μια σωματική επαφή με τη μουσική που παράγει, τη σύνδεση με τον πυρήνα μιας ακολουθίας που δεν ερμηνεύει ή ακομπανιάρει, όπως η Λου, αλλά δομεί και στηρίζει. Έχει ενδεχομένως την ευκαιρία να συναισθανθεί το beat που εξαπέλυε χωρίς να σκέφτεται, αλλά ακόμη δεν γνωρίζει ή δεν φαντάζεται τον τρόπο. Οφείλει πρώτα να διαχειριστεί την απώλεια, και ο Ριζ Αχμέντ πετυχαίνει αξέχαστα το deal με τους δαίμονες που κουβαλά από το παρελθόν και αυτούς που εμφανίζονται μπροστά του τόσο καταιγιστικά.
Η πορεία του ξεχύνεται με τέτοια ένταση που είναι αδύνατο να μην προκαλέσει ταραχή στον θεατή – η αντάρα συγκεντρώνεται στο βλέμμα του και ο Βρετανός ηθοποιός ελέγχει τις κινήσεις του για να μη διαλυθεί, όταν αντιλαμβάνεται πως κάτι δεν πάει καθόλου καλά με την επικοινωνία του. Πείθει απόλυτα πως έχει περάσει από πολλά μελανά στάδια, και αυτό είναι ένα μοιραίο πλήγμα στον εύθραυστο κόσμο που έχει χτίσει, σαν μικρή περιπλανώμενη μονάδα. Οι σταθμοί του μέχρι τη συνειδητοποίηση γίνονται κτήμα του, με κλιμάκωση δεξιοτεχνική μέσα στην απλότητα των μέσων που επιστρατεύει.
Ως Τζο, ο Πολ Ρέισι, βετεράνος όχι του Βιετνάμ, αλλά της υποκριτικής, με γονείς κωφούς και μια αυτοπεποίθηση που συναγωνίζεται την αξιοπρέπεια που επιδεικνύει, στέκει δίπλα στον Ρούμπεν/Αχμέντ ενήλικα και απροσποίητα, και αντί να τον γειώσει ή να τον κανακέψει, του διδάσκει τρόπους: όχι το savoir vivre του κέντρου θεραπείας, αλλά την ουσία της αλληλεγγύης ως μέσου αρωγής και αυτογνωσίας.
Ο Αχμέντ και ο Ρέισι είναι υποψήφιοι για Όσκαρ πρώτου και δεύτερου ρόλου αντίστοιχα και πρωταγωνιστούν μαζί με την απαράμιλλη ηχητική διάσταση που παρέχει σε αυξομειούμενες ταχύτητες ο συνθέτης και sound designer Νίκολας Μπέκερ. Από τον κρουστό ρυθμό στα κόκκινα (την «κανονικότητα» του μουσικού θορύβου που συνιστά την καθημερινή του τέχνη), ο Ρούμπεν ξαφνικά βυθίζεται σε μια φούσκα, ένα απόκοσμο πέπλο που ρουφά τους περιστασιακούς ήχους και στοχευμένους διαλόγους και τους ξαναφέρνει παραμορφωμένους στ’ αυτιά του, με ένα μιξάζ που δίνει νέο νόημα στην ηχητική υποκειμενική σκοπιά της αφήγησης μιας ταινίας – σχεδόν σίγουρο το βραβείο στην κατηγορία του.
Πριν φτάσει στα στάδια της αποτύπωσης, χρησιμοποιώντας υδρόφωνα και αυτοσχέδια στηθοσκόπια για να εγγράψει οτιδήποτε προσεγγίζει την έννοια του σωματικού ψιθύρου, ο Μπέκερ συζήτησε επί μια εβδομάδα με τον Μάρντερ, μαθαίνοντας καλά τις προθέσεις του. Ήταν γι’ αυτόν μοναδική ευκαιρία να εργαστεί σε ένα έργο όπου το ηχοσύστημα και η καινοτομία αποτελούσαν οργανική προτεραιότητα. Αμέσως τον πήγε στους παλιούς του συνεργάτες, στο Ινστιτούτο Έρευνας και Συντονισμού και Μουσικής που ίδρυσε στο Παρίσι ο περίφημος Πιέρ Μπουλέ και μοιράστηκε μαζί του την εμπειρία ενός σκοτεινού, αεροσταγούς θαλάμου, πώς είναι να κόβεις τις γέφυρες των δυο πιο βασικών αισθήσεων.
Δεν περιορίστηκε όμως εκεί: συμβουλευόμενος μουσικούς και κωφούς, δημιούργησε την νατουραλιστική απόδοση της δόνησης του σώματος από τη μελωδία και τον ρυθμό, έτσι ώστε ο χαρακτήρας του Ρούμπεν να βρίσκεται συνεχώς μαζί μας, πιάνει και χάνει τους τόνους και το volume. Είναι πραγματικό επίτευγμα, που μεγιστοποιείται, αν λάβουμε υπόψιν μας πως δεν ξοδεύτηκε μια περιουσία για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση, όπως γίνεται συνήθως σε blockbuster επιστημονικής φαντασίας όπως το Gravity ή, φευ, σε ηχοκεντρικές, φασαριόζικες περιπέτειες δράσης σε παραγωγή Τζέρι Μπρουκχάιμερ, που παραδοσιακά απασχολούν τους καλύτερους ηχολήπτες της βιομηχανίας και καπαρώνουν πάντα μια θέση στα σχετικά βραβεία.
Όταν το Sound οf Metal ταξιδεύει στο Παρίσι, για τη συνάντηση του πρωταγωνιστή με τη σύντροφό του και τον πατέρα της (Ματιέ Αμαλρίκ), γίνεται μια αναγκαστική στάση (και μικρή παύση στο τέμπο) για τη συνειδητοποίηση της προοπτικής στη σχέση τους, και κυρίως ο τελευταίος σταθμός πριν από την πιο σωστή απόφαση, Μοιάζει με λοξοδρόμηση, αλλά αποδεικνύεται συγκινητικά απαραίτητη για την τελική σκηνή, μια από τις ωραιότερες της χρονιάς, την επιβεβαίωση πως το επίφοβο σενάριο της μοναξιάς κρύβει πολύτιμη αισιοδοξία, όταν κατακτιέται βήμα-βήμα.
Το «Sound of Metal» προβάλλεται στην πλατφόρμα Amazon Prime