Ήταν η τρίτη, και φαρμακερή, φορά που συναντούσα τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις. Η λύπη που δήλωσε πως τον κατέλαβε στη διάρκεια των γυρισμάτων της «Αόρατης Κλωστής» και τον οδήγησε στην οριστική απόφαση να εγκαταλείψει το σινεμά είχε πλέον μεταδοθεί σε μένα, αλλά με την ευγένεια και τη γενναιοδωρία του απέκρουσε κάθε απόπειρα μιας άστοχης, μελό γκρίνιας.
Θυμάμαι πολύ καλά την αντίδρασή μου, με τους τίτλους τέλους του «Θα χυθεί αίμα». Αν και δεν ανήκα στον κύκλο των ορκισμένων φαν του Πολ Τόμας Άντερσον, είχα μείνει εκστατικός μετά το παραληρηματικό φινάλε στο παρκέ του μπόουλινγκ. «I' m finished» αναφώνησε ο Ντάνιελ Πλέινβιου και δεν θα μπορούσα να φανταστώ πως, μερικά χρόνια μετά, ο πραγματικός Ντάνιελ θα το εννοούσε.
Την ταινία είδαμε μαζί με έναν συνάδελφο πολύ αντερσονικό, που διαφώνησε, ειδικά με το φινάλε, και ξίνισε. Μου φάνηκε αδιανόητο κάποιος να μην μπορεί να δει πως, από το συγκεκριμένο σημείο, ο Αμερικανός σκηνοθέτης πέταξε σε νέα τοπία και κυρίως στην εξερεύνηση της ανδρικής εξουσίας και ο Βρετανός ηθοποιός ολοκληρώθηκε, βρίσκοντας τον Κιούμπρικ του. Νομίζω πως κάπου εκεί «έσπασε».
Ποτέ δεν θα μάθουμε, ούτε και ο ίδιος γνωρίζει. Τον συνάντησα έναν μήνα αργότερα στο ξενοδοχείο Soho του Λονδίνου. Ήταν ευδιάθετος, έλαμπε όποτε μιλούσε για τον PTA και παραξενεύτηκε όταν του είπα πως δεν πίστεψα ποτέ στ' αλήθεια τον Άνταμ Σάντλερ στο «Punch-Drunk Love». «Ήταν θαυμάσιος ο Άνταμ, μία από τις καλύτερες ερμηνείες που έχω δει ποτέ μου» σχεδόν με μάλωσε, απαντώντας.
«Αν και τεμπέλης για μεγάλα διαστήματα της ζωής μου, η δουλειά με τρέφει ως άνθρωπο και φαντάζομαι πως πρέπει να αποφασίσω προσεκτικά τι πρέπει να κάνω, γιατί ο χρόνος που απομένει δεν είναι πολύς».
Η επόμενη συνέντευξη έγινε στο Βερολίνο, για το «Ballad of Jack and Rose». Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει ‒ σαν αιώνιος αγγλο-χίπης που μετοίκησε στις ΗΠΑ και απέκτησε έναν κάντρι αέρα. Μιλούσε ήρεμα, αποτραβηγμένα. Η ταινία είχε σκηνοθετηθεί από τη γυναίκα του, τη Ρεμπέκα Μίλερ, και την εξυμνούσε. Αλλά ήταν αλλού, mellow. Αργότερα έμαθα πως κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων είχε απομονωθεί από το υπόλοιπο καστ απλώς γιατί το απαιτούσε ο ρόλος. Τυπικός Ντάνιελ.
Για την πρεμιέρα του «Λίνκολν» είχε έλθει και πάλι στην Αθήνα, όπως έκανε κάθε φορά, ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση της μητέρας του καλού του φίλου και παλιού συμμαθητή του από το Bristol Old Vic, Γιώργου Οικονόμου, την κυρία Δάφνη Οικονόμου, για να στηρίξει τα σπαστικά παιδιά, τηρώντας απαρέγκλιτα την υπόσχεση που είχε δώσει από το «Αριστερό μου πόδι» ‒ τη βραδιά των Όσκαρ είχε στην τσέπη του το γούρι που του είχαν δώσει και, μόλις κέρδισε, τηλεφώνησε στην Ελλάδα και είπε «πείτε στα παιδιά πως κέρδισα και θα έρθω να τους ευχαριστήσω σύντομα».
Προσπάθησα να πάρω συνέντευξη ‒μου άρεσε πάρα πολύ το μελαγχολικό, σκεπτόμενο, βαθιά πολιτικό πορτρέτο του σπουδαιότερου Αμερικανού Προέδρου‒, αλλά δεν μου την παραχώρησαν.
Τον είχα συναντήσει ακόμα μία φορά στην Αθήνα, σε μια βραδιά προς τιμήν του στην Αμερικανική Πρεσβεία. «Λέγε με Νταν, παρακαλώ» με έκοψε για να μην αρχίσω τους πληθυντικούς, πριν πλακώσουν τα knighthoods και τα σερ, που δεν νομίζω να έχει επιτρέψει ποτέ. Μου θύμισε ακριβώς τι είχε πει στον πρώτο του λόγο στα Όσκαρ για το μεθυσμένο Σαββατοκύριακο με φίλους στο Δουβλίνο που θα ακολουθούσε και με διαβεβαίωσε πως το πραγματοποίησε ακριβώς όπως το ανήγγειλε.
Είχα και πάλι μπροστά μου έναν σκλαβωτικά καταδεχτικό άνθρωπο σε τροχιά σφοδρής αντιδιαστολής με τους ρόλους του, τα τέρατα και τους πονεμένους, τους καθωσπρέπει και τους περπατημένους που υποδυόταν. Μου έδωσε την εντύπωση πως όποτε ερχόταν στην Ελλάδα ένιωθε σαν στο σπίτι του, άνετα κι ωραία ανάμεσα στους φίλους του και τον καλό σκοπό που γνώριζε πως υπηρετούσε, με ταπεινότητα.
Αυτό έγινε τώρα, και μάλιστα πανηγυρικά, στη συνέντευξη Τύπου της Αθήνας. Μπαίνοντας για λίγο στο Διαδίκτυο, παρακολούθησα κάποια πλάνα από συνεντεύξεις του, λίγες εβδομάδες πριν. Φαινόταν κουρασμένος και ήταν σίγουρα λακωνικός, προσπαθώντας να βρει το λεπτό, εξαιρετικά καλλιεργημένης έκφρασης χιούμορ του.
Βέβαια, στη μεγάλη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο περιοδικό «W» ήταν εξομολογητικός, συγκινητικός και έβγαζε πολύ τον εαυτό του. Στον ημιώροφο του King George εμφανίστηκε πολύ ευδιάθετος, σχεδόν ζωηρός, πάντα στο πλευρό της Δάφνης Οικονόμου, την οποία αγκάλιαζε στοργικά. Περίμενε τους φωτογράφους μέχρι να πιάσουν την τέλεια καθιστή πόζα και τους σφύριξε κλέφτικα, για πλάκα, όταν δεν έφευγαν, λέγοντας «ça suffit, alors!».
Είχα την τιμή και την τύχη να συντονίσω την press conference και όταν τον παρακάλεσα να μας μιλήσει λίγο για τη σχέση του με την Εταιρεία Προστασίας Σπαστικών και την Ελλάδα άφησε τα ακουστικά, γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε με ένα από εκείνα τα χαμόγελά του που προμηνύουν μεγάλο γέλιο.
Δεν κατάλαβα γιατί, αλλά ίσως εννοούσε πως η απάντησή του δεν θα ήταν μικρή. Και δεν ήταν. Έπιασε το νήμα απ' την αρχή και τίμησε την εκτεταμένη οικογένειά του. Απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις των συναδέλφων και έδειξε πως του άρεσαν, ειδικά όταν ο Καπράνος τον ρώτησε πού πηγαίνουν οι χαρακτήρες που υποδύεται όταν τελειώσουν τα γυρίσματα και ο Ζουμπουλάκης αναρωτήθηκε αν τους ονειρεύεται. «Έλα ντε, μάλλον εντός μου κατοικούν» απάντησε στον πρώτο και ομολόγησε πως ονειρεύεται συχνά τους ρόλους του, ειδικά στην περίπτωση του Λίνκολν, που είχε προβλέψει ανατριχιαστικά τη δολοφονία του.
Ακόμη ένα μεγάλο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του όταν ο Πρωιμάκης τον ρώτησε αν και κατά πόσο τον απασχολεί η φετινή, έκτη υποψηφιότητά του για Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου. «Για μάντεψε» του απάντησε, προκαλώντας ηχηρό γέλιο στην αίθουσα, και συνέχισε λέγοντας πως θα κάτσει πιο αναπαυτικά στη θέση του στο Kodak Theater, περιμένοντας τον άξιο Γκάρι Όλντμαν να κερδίσει αυτό που του αξίζει για την «Πιο σκοτεινή ώρα».
Λίγο πριν, και γνωρίζοντας πως δεν θα ήθελε να τριγυρίσει για πολύ το ακανθώδες θέμα της αποχώρησής του από τα πλατό, τον ρώτησα για τον ελέφαντα στο δωμάτιο, με ένα «γιατί». Χαμήλωσε τα μάτια, έδωσε μια παραλλαγή της αρχικής του δήλωσης, τονίζοντας πως δεν γνωρίζει τον λόγο και δεν θα ήθελε να επεκταθεί ή να δεχτεί άλλες ερωτήσεις επί του θέματος. «Είμαι σίγουρος πως θα είναι δύσκολα στο μέλλον». Η υποκριτική τον είχε σώσει όταν ήταν παιδί, ένα αγρίμι, όπως περιγράφει τον εαυτό του.
Αυτό που πραγματικά ήθελε να μας εξηγήσει ήταν πόσο πολύ εκτιμά τον καλλιτεχνικό διάλογο που είχε με τον Πολ Τόμας Άντερσον, τη διαδρομή του σεναρίου από έναν αόριστο χαρακτήρα στην κοπιαστική διαμόρφωση του ράφτη Ρέινολντς Γούντκοκ, το πόσο σπάνιο είναι για έναν ηθοποιό να πάρει στα χέρια του ένα κείμενο πραγματικά καλό στον ωκεανό των κακών σεναρίων που κυκλοφορούν και πώς, από την αρχική έμπνευση που ήταν ο Τσαρλς Τζέιμς, ανάμεσα από άλλους Βρετανούς σχεδιαστές μόδας τον κέρδισε το ασκητικό πάθος για τη λεπτομέρεια του Κριστομπάλ Μπαλενσιάγκα.
Στην ερώτηση για την τοποθέτησή του απέναντι στην υποκριτική (ένας θεατρικός Βρετανός, αλλά με τόσο αμερικανικές method συνήθειες) αποκάλυψε πως η πρώτη του μαθητεία στη σχολή υποκριτικής έγινε με το σύστημα του Στανισλάφσκι και πως ποτέ δεν κατάλαβε τι σημαίνει η κλασική αγγλική μέθοδος του να συλλαμβάνεις έναν ρόλο από έξω προς τα μέσα. Θιασώτης των Μπράντο και Κλιφτ και οπαδός του Ντε Νίρο, βρήκε την υγειά του νωρίς με το αντίθετο πλησίασμα, το σώψυχο που εκδηλώνεται με πολλή δουλειά, τριβή, συγκατοίκηση με τον Άλλον, διχοτόμηση και επανένωση. «Physicality». Η σωματικότητά τους τον ενέπνευσε.
Μετά από 40 λεπτά, που αντικειμενικά θεωρείται μεγάλη διάρκεια για συνέντευξη Τύπου, κατά την οποία έδωσε μακροσκελείς και πλήρεις απαντήσεις, ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις ευχαρίστησε και συνέχισε με ένα τετ α τετ μαζί μου. Του θύμισα πως ακριβώς δίπλα, στον λόφο του Αρδηττού, έτρεχε για να προπονηθεί για τον «Τελευταίο των Μοϊκανών» και τον «Πυγμάχο» και με διόρθωσε λέγοντας πως έτρεχε στο Καλλιμάρμαρο, ντάλα καλοκαίρι, «με τη ζέστη του Αυγούστου να τα λιώνει όλα. Πρέπει να ήμουν τρελός».
Πηγαίνοντας πίσω στον χρόνο, ακριβώς στο ίδιο γεωγραφικό σημείο, στο Σύνταγμα, το 1971, όταν σε ηλικία 14 ετών είχε πρωτοέλθει στην Ελλάδα με συμμαθητές του, αγρίμια κι εκείνα, όλοι σε νοικιασμένο διαμέρισμα με sleeping bag στρωματσάδα, για σχολική εκδρομή, και ξεπέρασαν μια τροφική δηλητηρίαση από φτηνό σουβλάκι, ένιωθε τη γη και τα αντικείμενα να τρέμουν από μια άγνωστη εισβολή, όπως νόμιζαν, ενώ στην πραγματικότητα τους έτυχε στρατιωτική παρέλαση της χούντας, με άρματα μάχης που έσειαν τη γη σαν γερμανικά πάντσερ, και τα αγγλάκια τοποθετήθηκαν από τη μεριά των τουριστών για να καμαρώσουν το μεγαλείο των συνταγματαρχών, ενώ δεν ήταν σίγουροι πως θα τη βγάλουν καθαρή, με τους μπάτσους να τους στραβοκοιτάζουν, λόγω χίπικης εμφάνισης (η συνέχεια ήταν ομαλότερη, με επίσκεψη τους Δελφούς και την Επίδαυρο).
Με δεδομένο πως μετά από κάθε ταινία μάθαινε και μια τέχνη, από μποξ μέχρι ρίψη μαχαιριών που λέει ο λόγος, τον ρώτησα αν θα κρατήσει κάτι από τις υπέροχες εμμονές του ως προίκα, τώρα που εγκαταλείπει το κύριο επάγγελμά του. «Αν και τεμπέλης για μεγάλα διαστήματα της ζωής μου, η δουλειά με τρέφει ως άνθρωπο και φαντάζομαι πως πρέπει να αποφασίσω προσεκτικά τι πρέπει να κάνω, γιατί ο χρόνος που απομένει δεν είναι πολύς» απάντησε χαμηλόφωνα ο Ντέι Λιούις.
Χωρίς να δεσμευτεί ‒προφανώς γιατί δεν το γνωρίζει ο άνθρωπος‒, είπε πως αυτό που τόσα χρόνια ήταν το σημαντικότερο που αποκόμισε από το σινεμά ήταν η διαδικασία της γνώσης και η απόκτησή της.
«Εσύ δεν κάνεις για επιπλοποιός» τον είχαν γειώσει σοφά, όταν χτυπούσε κόκκινο στα ασυμμάζευτα νιάτα του και μετά κατάλαβε γιατί χρειάζεται η πειθαρχία. Το απωθημένο του τεχνίτη τον στοίχειωνε πάντα και ίσως αυτό το χαρακτηριστικό τον βοήθησε να ξεπεράσει τα διλήμματα και τον υποκειμενισμό, ίσως αυτό τον κούρασε τόσο πολύ στην πορεία και στην επανάληψη.
Ήθελα να κλείσω με κάτι προσωπικό ή, τουλάχιστον, να προσπαθήσω να του αποσπάσω κάτι πιο μύχιο, χωρίς να χρειαστεί να μιλήσει για τους γιους ή τους γονείς ή τη γυναίκα του. «Γιατί, μετά από τόσες αμερικανικές ιστορίες που αφηγηθήκατε, επιστρέψατε στην πατρίδα σας;».
Αν και δεν ήταν η πρώτη φορά που κάποιος του απηύθυνε τη συγκεκριμένη παρατήρηση, ανακάθισε και μου απάντησε «You hit a nail in my head there». Η ευαίσθητη χορδή ήταν η Αγγλία μετά τον πόλεμο, οι ζωντανές ιστορίες μετά το Blitz που του μετέδωσαν οι δικοί του, οι γονείς του που το έζησαν με ανέχεια και ζόρι, τα βομβαρδισμένα χώματα που ξαναπάτησε για τα γυρίσματα, εκεί όπου αλήτευε μικρός, στο East End, κοντά στο γήπεδο της ομάδας του, της Millwall.
Με τον Πολ Τόμας Άντερσον να τον έχει ανάγκη για το φινίρισμα μιας ταινίας που εκτυλίσσεται πολύ μακριά από το «γήπεδό» του, ο Ντέι Λιούις το έφερε στα μέτρα της νοσταλγικής του ανάγκης να αποχαιρετήσει τον κόσμο που με τόσο κόπο δημιούργησε, από τα πάτρια εδάφη στην κρυφή διάλεκτο της παιδικής του ηλικίας. «Με τσάκωσες» έκλεισε την κουβέντα.
Τον ευχαρίστησα θερμά. Δεν του είπα πως, αν και δεν έχω ήρωες, αυτός παραμένει ό,τι κοντινότερο σε πρότυπο, ο καταδικός μου Steely Dan ενός κινηματογραφικού είδους που υπέγραψε την περιπέτεια της ψυχής. Είμαι βέβαιος πως με τσάκωσε κι εκείνος. «Θα τα πούμε ξανά, σε άλλη περίσταση, σίγουρα».
Στο επανιδείν, λοιπόν!