Θαυμάζω πολύ την Ελληνίδα σκηνοθέτιδα Ευαγγελία Κρανιώτη. Πιστεύω ότι είναι μια αληθινή καλλιτέχνις. Οι ταινίες της αλλά και οι φωτογραφίες της- αφού είναι ταυτόχρονα και μια αναγνωρισμένη φωτογράφος- είναι εξαιρετικής αισθητικής, έχουν μια απαράμιλλη συναισθηματική γοητεία και υποδηλώνουν τρομερή αφοσίωση.
Πριν από τρία περίπου χρόνια είχε τραβήξει την προσοχή μας με την ταινία της «Exotica, Erotica, Etc.», μια ταινία που πήρε εννιά χρόνια για να ολοκληρωθεί και πολλά ταξίδια της ίδιας σε τάνκερ και φορτηγά πλοία διασχίζοντας την Μεσόγειο, τον Ατλαντικό, τα Στενά του Μαγγελάνου, τον Ειρηνικό, τον Παναμά, τη Βαλτική, μέχρι και τον Βόρειο Πόλο και την Ασία, καταγράφοντας τις ζωές των ναυτικών αλλά και των γυναικών που τους περιμένουν στα λιμάνια.
Το «Obscuro Barroco» ξεκίνησε διότι ένιωθα την ανάγκη, ήδη από την πρώτη μου ταινία, να κλείσω έναν προσωπικό λογαριασμό με τη Βραζιλία. Έζησα εκεί περίπου δυο χρόνια και κάθε τόσο επιστρέφω γιατί στον τόπο αυτό επανεφευρίσκω την έννοια της μητρικής γης, προσεγγίζω διαφορετικά τη νοσταλγία.
Φέτος, η νέα της ταινία «Obscuro Barocco» έκανε πρεμιέρα στην Berlinale 2018 και βραβεύτηκε με το ειδικό βραβείο «Teddy» - για όσους δεν γνωρίζουν πρόκειται για έναν θεσμό που βραβεύει ταινίες που προωθούν μια queer αισθητική και κουλτούρα.
Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ με μυθοπλαστικά χαρακτηριστικά και πρωταγωνίστρια τη Λουάνα Μουνίζ, την εμβληματική τρανς Βραζιλιάνα, μια από τις μεγαλύτερες ακτιβίστριες για τα δικαιώματα των τρανς ατόμων παγκοσμίως, η οποία πέθανε αιφνιδίως λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων και δεν πρόλαβε ποτέ να δει ολοκληρωμένη την ταινία.
Λίγες μέρες μετά την απονομή του βραβείου και κάποιες πριν από την προβολή της ταινίας της στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης, μίλησα μαζί της στο τηλέφωνο καθώς βρισκόταν στη βάση της, το Παρίσι.
— Πώς γεννήθηκε η ιδέα για το «Obscuro Barroco» και πώς προέκυψε ο συγκεκριμένος τίτλος; Και αλήθεια πώς και βρέθηκες στη Βραζιλία, είχες ξαναπάει εκεί;
Ο τίτλος είναι για μένα σχεδόν τόσο σημαντικός όσο και το περιεχόμενο ενός έργου. Συχνά αναδύεται σαν την κορυφή του παγόβουνου, πολύ νωρίτερα από το έργο το ίδιο. Κι ενώ φαντάζει σχεδόν αφηρημένος, ταυτόχρονα δίνει ένα στίγμα πολύ συγκεκριμένο και μακρινό. Είναι σαν φάρος σε κάποια στεριά που πρέπει να φθάσω, και η απόσταση που διανύω μέχρι εκεί είναι το ίδιο το έργο.
Το Obscuro Barroco ξεκίνησε διότι ένιωθα την ανάγκη, ήδη από την πρώτη μου ταινία, να κλείσω έναν προσωπικό λογαριασμό με τη Βραζιλία. Έζησα εκεί περίπου δυο χρόνια και κάθε τόσο επιστρέφω γιατί στον τόπο αυτό επανεφευρίσκω την έννοια της μητρικής γης, προσεγγίζω διαφορετικά τη νοσταλγία.
Όμως πάνω απ' όλα, στο Ρίο ντε Τζανέιρο ανακάλυψα τον κινηματογράφο ωσάν άγνωστη τροπική ασθένεια, ένα είδος πυρετού στις εξάρσεις του οποίου κινηματογραφούσα ανελλιπώς, τα πάντα.
Σ' αυτό τον πυρετό χρωστάω και την πρώτη μου ταινία, Exotica, Erotica, Etc. Έκτοτε, η Μεσόγειος και οι Τροπικοί, ο Παλιός και ο Νέος κόσμος, η τραγωδία και ο μαγικός ρεαλισμός αλληλοσυμπληρώνονται μέσα από τη δουλειά μου και με θρέφουν.
Το Obscuro Barroco είναι ταυτόχρονα φόρος τιμής σε μια μαγική πόλη και σπονδή στην ηδονή της κινηματογράφησης. Το πρότζεκτ ξεκίνησε το 2016, χρονιά κατά την οποία το Ρίο φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Την ίδια περίοδο, το Centre d'art contemporain de Genève με προσκάλεσε στην Biennale of Moving Images, όπου σκόπευα να παρουσιάσω μια φιλόδοξη οπτικοακουστική εγκατάσταση γύρω από το Ριο ντε Τζανειρο. Όμως ξεκινώντας την κινηματογράφηση, η ίδια η πόλη με οδήγησε σε άλλα μονοπάτια. Έτσι προέκυψε η ταινία.
— Πώς ήρθες σε επαφή με την Λουάνα Μουνίζ, την πρωταγωνίστρια της ταινίας σου; Πες μου κάποια πράγματα για εκείνη.
Η Λουάνα ήταν ήδη μια εικονική μορφή όταν τη γνώρισα, έχοντας συμμετάσχει σε ντοκιμαντέρ, ταινίες μυθοπλασίας, εκθέσεις και βιβλία στη Βραζιλία, άλλα και στην Ευρώπη όπου έζησε για χρόνια.
Αγέρωχη ακτιβίστρια και εκπρόσωπος πολλών σωματείων της LGBTQ κοινότητας του Ρίο ντε Τζανέιρο, άρθρωνε λόγο με ειδικό βάρος ενώ η κοινωνική της δράση ήταν αξιόλογη.
Στην έδρα του σωματείου διεμφυλικών του Ρίο στο οποίο προέδρευε, διατηρούσε ξενώνα όπου προσέφερε βοήθεια σε όποιον είχε ανάγκη.
Χάρη δε στις επαφές της με διάσημες προσωπικότητες στη Βραζιλία, κατάφερνε κάθε βδομάδα να συγκεντρώνει πακέτα επιβίωσης με τα βασικά είδη διατροφής (καφέ, ζάχαρη, γάλα, ρύζι, φασόλια, είδη υγιεινής κ.λπ.) που η ομάδα της μοίραζε στους άστεγους. Πολλοί ως ένδειξη σεβασμού την αποκαλούσαν «Μητέρα Λουάνα».
Ενδεικτικά αναφέρω πως ήταν δύσκολο να την κινηματογραφήσω στο δρόμο γιατί σχεδόν όλοι οι περαστικοί την αναγνώριζαν και την αγκάλιαζαν για να τη συγχαρούν ή για να φωτογραφηθούν μαζί της. Ήταν γνωστή ως Βασίλισσα της Lapa, της πιο μποέμ περιοχής του Ρίο, όπου και διατηρούσε ορισμένα από τα διαμερίσματά της.
Μετά τον αναπάντεχο θάνατό της στο τέλος των γυρισμάτων, κάτι που μου στοίχισε πολύ, η πλατεία κάτω από το σπίτι της καταχωρήθηκε στο Google maps ως Praça Luana Muniz προς τιμήν της.
Η Λουάνα ήταν ο ήχος των δεκάδων κλειδιών που πάντα είχε μαζί της, κι εκείνη η μπάσα φωνή, αναγνωρίσιμη ανάμεσα σε τόσες, που ξαπόστελνε τους ανίδεους. Ήταν ένα ισχυρό, μαζικό στη μεταλλαγμένη θηλυκότητά του σώμα, που μπορούσε να ξεγυμνωθεί ανά πάσα στιγμή, στο πάλκο ή στη μέση του δρόμου. Ένας ιδανικός μονόλιθος, τοίχος και πρόσοψη στα μάτια των άλλων και ταυτόχρονα ευαίσθητος παλμογράφος που στην παραμικρή λάθος κίνηση έβαζε τους πάντες ακαριαία στη θέση τους.
Ήταν σπαρταριστό να τη βλέπει κανείς σε δράση, γιατί είχε λέγειν, χιούμορ, τακτ και αγριάδα ταυτόχρονα. Ορίζοντας η ίδια το φύλο της, με όλη τη δυσκολία που αυτό συνεπάγεται κοινωνικά, είχε ουσιαστικά χτίσει ένα μνημείο, ένα μανιφέστο.
Κι ενώ η παρουσία και η σκέψη της ήταν βαθιά πολιτικές, εκείνη το μόνο που ήθελε στα αλήθεια ήταν να βρίσκεται μπροστά στην κάμερα, πάνω στη σκηνή. Λαχταρούσε τα φώτα της ράμπας. Εκεί ήταν σαν το ψάρι μέσα στο νερό, σκηνοθέτις και δημιουργός του εαυτού της.
Τη συνάντησα όταν πήγα να ζητήσω την άδειά της για να κινηματογραφήσω στην περιοχή της. Είχα διαβάσει για εκείνη μα δεν φαντάστηκα πως θα δεχόταν η ίδια να αφιερώσει χρόνο σ' ένα καλλιτεχνικό έργο.
Τελικά η αμοιβαία σύνδεση και η περιέργεια που νιώσαμε η μια για την άλλη μας συνεπήρε και αποφασίσαμε να δουλέψουμε μαζί. Έφερα σε πέρας τα γυρίσματα κατά τη διάρκεια τεσσάρων απαιτητικών ταξιδιών, μπαίνοντας σταδιακά στα νερά μιας ιδιόρρυθμης fiction documentaire όπου το στόμα της Λουάνα ήταν η πυρακτωμένη πόρτα εισόδου προς την πόλη του Ρίο και η έξοδος κινδύνου ταυτόχρονα.
— Πως ήταν ως εμπειρία η επαφή με τον κόσμο των transgender του Ρίο;
Βαθιά ανθρώπινη. Η Βραζιλία είναι ένα κράτος σχετικά νέο όπου η συζήτηση γύρω από την εθνική ταυτότητα (καταρχήν σε σχέση με το βαρύ παρελθόν της δουλείας και την κληρονομιά των Ινδιάνων) είναι μείζον θέμα.
Βλέποντας τόσους πυρήνες συσπείρωσης στην transgender κοινότητα φαντάστηκα πως αυτή ήταν άλλη μια ένδειξη της προσπάθειας προσδιορισμού της ταυτότητας σε κοινωνικό επίπεδο, ταυτόχρονα όμως αυτό μου γέννησε πολλά ερωτήματα.
Η Βραζιλία, και δη το Ρίο, είναι το κατεξοχήν μέρος στον κόσμο όπου η εξοικείωση με τη μεταμφίεση και τη μεταμόρφωση θα έπρεπε να είναι δεδομένη λόγω του καρναβαλιού, αλλά και λόγω της φύσης που υπάρχει και του τοπίου.
Γρήγορα αντιλήφθηκα πως η εκεί LGBTQ κοινότητα πασχίζει για τα αυτονόητα, και ίσως περισσότερο από αλλού, καθώς η Βραζιλία έχει τα πρωτεία στους φόνους διεμφυλικών ατόμων παγκοσμίως, ενώ ταυτόχρονα στην ίδια χώρα καταγράφεται η μεγαλύτερη κατανάλωση πορνογραφικού τρανσέξουαλ υλικού από οπουδήποτε αλλού.
Αυτός ο συσχετισμός δεδομένων που συχνά επικαλείται η LGBTQ κοινότητα για ευαισθητοποίηση μαρτυρά πως η αντίδραση που προκαλεί η διαφορετικότητα είναι συχνά πιο έντονη όταν υπάρχουν απωθημένα η ακόμα και ανομολόγητη έλξη προς το αντικείμενο μίσους.
Σε μια κουλτούρα στην οποία θρησκεία και machismo καθορίζουν κοινωνικούς ρόλους, μήπως τελικά η υποτιθέμενη ελευθερία του καρναβαλιού είναι χρυσόσκονη στα μάτια για να ξεχνιούνται οι μάζες;
Σε κάθε περίπτωση οι πολιτικές αλλαγές που συνέβησαν στη χώρα το 2016 ήταν ολέθριες για τα κεκτημένα πολλών κοινωνικών τάξεων. Τα περισσότερα μέλη της transgender κοινότητας που γνώρισα ανέκαθεν είχαν ως μοναδική διέξοδο επιβίωσης την πορνεία και την παρανομία.
Υπάρχουν σαφώς ουσιαστικές προσπάθειες που γίνονται από προσωπικότητες όπως η Luana, η Indianara Siqueira, ιδρύτρια του Preparanem, ενός σωματείου που βοηθάει τις τρανς να δώσουν εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, η Linn da Quebrada στο Σάο Πάουλο και άλλες.
Αργά αλλά σταθερά οι φωνές υψώνονται και οι συνειδήσεις αλλάζουν, όμως όλα αυτά τα βασικά κατακτώνται με θυσίες — εν προκειμένω ανθρωποθυσίες. Αυτό είναι τραγικό.
— Σημαντικό μέρος στην ταινία, παράλληλα με την αφήγηση της Μουνίζ, παίζει το καρναβάλι του Ρίο και οι άνθρωποί του αλλά και οι πολιτικές διαδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα στην πόλη. Εξήγησέ μου τη σύνδεση.
Το Obscuro Barroco είναι μια ταινία επάνω στην ετερότητα, τη διπλή υπόσταση, την έννοια του άλλου. Όλα ξεκίνησαν από τα θραύσματα του απολλώνιου και του διονυσιακού στοιχείου που διέκρινα ως εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Βραζιλία, όταν άρχισα να κινηματογραφώ το σώμα ως ιδιωτικό και κοινωνικό μανιφέστο.
Γιατί ουσιαστικά αυτό που διακυβεύεται στην ταινία είναι η ικανότητά μας για μετεμψύχωση, εκείνο το παράξενο χάρισμα που μας επιτρέπει να μεταναστεύουμε την ψυχή μας, πάνω, και μέσα σε άλλα σώματα. Κι αυτό στα δικά μου μάτια ήταν μια αυθεντικά κινηματογραφική υπόθεση.
Το καρναβάλι είναι ένας ανεστραμμένος κόσμος, που διέσχισε τον πλανήτη για να ευδοκιμήσει στην υψηλότερη του μορφή στη Βραζιλία. Αν ζούσε σήμερα ο Διόνυσος, ο διπλός θεός της ζωής και του θανάτου, του φωτός και του σκότους, θα κατοικούσε εκεί.
Το καρναβάλι ως μια από τις εκφάνσεις του υβριδικού Βραζιλιάνικου Μπαρόκ είναι δημιούργημα των πολιτισμικών συνονθυλευμάτων και των φυλετικών προσμείξεων της αποικιοκρατίας. Ο homem barroco, ο άνθρωπος της εποχής εκείνης (άρρηκτα συνδεδεμένης με τον προσδιορισμό της εθνικής ταυτότητας στη Βραζιλία), είναι ένας καθ' όλα τραγικός ήρωας σε μόνιμη σύγκρουση ανάμεσα στο πνεύμα και στο σώμα.
Αυτός ο πρωταρχικός διχασμός της ανθρώπινης ψυχής που αντιπαραθέτει τη λογική στο ένστικτο βιώνεται απόλυτα και εξορκίζεται μέσα από τη συγκλονιστική διονυσιακή τελετή του καρναβαλιού.
Αν αναλογιστεί κανείς τη συμβολή του Χορού στη γέννηση της τραγωδίας αλλά και την προφανή σημασία του στο καρναβάλι, θα μπορέσει εύκολα να κατανοήσει και τη θέση των πολιτικών διαδηλώσεων στην ταινία.
Συγκεκριμένα κινηματογραφώντας τα πολλαπλά σώματα του Ρίο και τα αιτήματα της κοινότητας LGBTQ, δεν γινόταν να αγνοήσω αυτό που έγινε αντιληπτό από πολλούς αναλυτές εκείνη την περίοδο ως «βιασμός» του πολιτικού σώματος, με την βίαιη απομάκρυνση της πρώην Προέδρου Ντίλμα από την κυβέρνηση.
Το λεγόμενο impeachment της Ντίλμα και η συντηρητική κυβέρνηση που τη διαδέχθηκε πυροδότησαν ένα κύμα διαδηλώσεων σε όλη τη χώρα, ενόσω ακόμα τα σώματα ήταν ιδρωμένα από το γλέντι του καρναβαλιού.
Τις ίδιες εβδομάδες, ο πραγματικός βιασμός μιας έφηβης από τριάντα άνδρες σε μια από τις φαβέλες του Ρίο κατέβασε ολόκληρο το γυναικείο πληθυσμό της Βραζιλίας στους δρόμους, σε μαζικές πορείες με αίτημα «το τέλος της κουλτούρας του βιασμού».
Βλέποντας τους κατοίκους μιας πόλης που συνεχώς μεταμορφώνεται να ζητούν κοινωνική και πολιτική αλλαγή μ' έκανε να σκεφθώ πως η απελευθέρωση των μορφών και των ταυτοτήτων, η ευτυχία της μόνιμης μεταμόρφωσης ή της εορταστικής μεταμφίεσης, τείνουν και αυτές προς τον ίδιο ορίζοντα με το πλέον βασικό δημοκρατικό αίτημα: την άρνηση ενός ανθρωπολογικού πεπρωμένου.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αποφασίσαμε με τον μοντέρ της ταινίας Γιώργο Λαμπρινό να συνδέσουμε το καρναβάλι με τις διαδηλώσεις και μάλιστα να τις κλείσουμε με έναν χορό γυναικών που τραγουδά το τραγούδι του Chico Buarque Apesar de você, το οποίο γράφτηκε κατά τη Δικτατορία.
Οι στίχοι του λένε μεταξύ άλλων: Όταν έρθει εκείνη η ώρα / όλα όσα έχω υποφέρει / θα τα χρεώσω με τόκους / Όλη αυτή την καταπιεσμένη αγάπη / την πνιγμένη κραυγή / αυτή την σάμπα στο σκοτάδι (...).
Εμπειρίες που με άλλες λέξεις μου μετέφερε και η ίδια η Λουάνα, τις τραγουδούν απλοί πολίτες στους δρόμους ζητώντας δικαιοσύνη και δημοκρατία, τότε και τώρα. Αυτή η σύνδεση πιστεύω πως γίνεται αντιληπτή μέσα από το μοντάζ αλλά και τον ήχο της ταινίας, για τον οποίο τα εύσημα ανήκουν στον Jérôme Gonthier.
— Στο «Obscuro Barroco» αλλά και στην προηγούμενή σου ταινία «Exotica, Erotica, Etc.» φαίνεται ότι αγαπάς πολύ τη λεπτομέρεια και το συμβολισμό στην εικόνα. Ισχύει;
Εκείνο που ισχύει είναι ότι στον Νέο Κόσμο (Mundo Novo) ο κόσμος μεθά με το κρασί των Βακχιδών και τα τελετουργικά δεν είναι αρχαία, αλλά έχουν την ηλικία της Γης. Σε αυτή την πλούσια και πανσεξουαλική φύση, το αρσενικό είναι και θηλυκό.
Ο Διόνυσος είναι ο Preto Velho, ενσαρκωμένος στην υπηρέτρια ενός αποικιακού σπιτιού στη Lapa. Η Αφροδίτη είναι μια τρανσέξουαλ κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους της ζωής της. Ο Έκπτωτος Άγγελος στα λευκά είναι ένας sambista της Mangueira που έχασε τα φτερά του παρελαύνοντας στo Sambodromo.
Όπως λέει και η μεγάλη Βραζιλιάνα συγγραφέας Clarice Lispector δια στόματος Λουάνα, «κάθε ένας από μας είναι ένα σύμβολο, που μεταχειρίζεται σύμβολα». Ή ακόμα, όπως έγραφε ο Claude Levi-Strauss πριν από εικοσιπέντε χρόνια: «Είμαστε όλοι ανθρωποφάγοι. Ο πιο απλός τρόπος για να ταυτιστούμε με τον άλλον ακόμη παραμένει το να τον καταβροχθίσουμε».
Το Obscuro Barroco είναι ένα παιχνίδι αντικατοπτρισμών ανάμεσα σε ιερούς και παγανιστικούς κόσμους, τραγικούς και μπαρόκ. Είναι ένα φιλμικό αντικείμενο που τρώει τις σάρκες του. Εφόσον ήθελα να εξερευνήσω τα αρχέτυπα της έκστασης, της μεταμόρφωσης και της σεξουαλικότητας, είχα ανάγκη από μια εικόνα που θα μετείχε οργανικά στη μέθεξη, ούσα σύμβολο η ίδια.
Το στοίχημα άλλωστε ήταν να κινηματογραφήσω την πραγματικότητα μετουσιώνοντάς την. Με τον ίδιο τρόπο που στην πρώτη μου ταινία με ενδιέφερε πώς θα την αποδώσω ως μνήμη.
— Και οι δυο σου ταινίες δυσκολεύουν όποιον προσπαθήσει να τις εντάξει σε κάποια κατηγορία καθότι έχουν ένα πολύ έντονο εικαστικό στοιχείο και κανείς μπορεί να τις παρακολουθήσει περισσότερο ως μια εμπειρία. Αυτό είναι κάτι που επιδιώκεις; Αισθάνεσαι ότι ρισκάρεις χρησιμοποιώντας μη συμβατικούς τρόπους αφήγησης;
Με κάθε καινούρια ταινία ανακαλύπτω δικούς μου τρόπους να κάνω σινεμά, με τους δικούς μου όρους. Λίγο με απασχολεί αν αυτές οι ταινίες μπορούν να καταταχθούν σε κάποια από τα γνωστά είδη, τα οποία άλλωστε συνεχώς επαναπροσδιορίζονται χάρη στις νέες τεχνολογίες.
Προτιμώ ο θεατής να αντιλαμβάνεται τα έργα μου ως φιλμικές εμπειρίες που δεν μπορούν να περιγραφούν, παρά μόνο να βιωθούν στην κινηματογραφική αίθουσα. Ερχόμενη από τον χώρο της σύγχρονης τέχνης, δεν έχω αναστολές όσον αφορά την αφήγηση και το ύφος, συνεπώς δεν τίθεται θέμα φορμαλιστικού ρίσκου για μένα.
Ρίσκο είναι ουσιαστικά η ίδια η επιθυμία να αναπαραστήσω τη ζωή με άλλα μέσα. Προσωπικά έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στην αυτοτέλεια μιας δημιουργίας: μέγιστη επιταγή είναι να ακούω τι μου ζητάει η ίδια η ταινία, ως οργανικό σύνολο που απαιτεί να ολοκληρωθεί με τους δικούς του κανόνες.
— «Στο τέλος του καρναβαλιού, μένει μόνο η τραβεστί μεταμφιεσμένη στη γωνιά του δρόμου», λέει κάποια στιγμή η Μουνίζ. Αλήθεια τι είναι αυτό που μένει από την ανθρώπινη μεταμόρφωση όταν σβήνουν πια τα φώτα;
Όπως γράφει η Clarice Lispector στο βιβλίο Agua Viva που η Λουάνα διαβάζει στην ταινία: «Η έκσταση πρέπει να ξεχαστεί».
— Πώς αισθάνεσαι για το βραβείο της Επιτροπής των φετινών Teddy Awards στο 68ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο Βερολίνο;
Ευγνώμων. Πρόκειται για μια σημαντική αναγνώριση που εγκαινιάζει με τον καλύτερο τρόπο την πορεία της ταινίας στα φεστιβάλ κι ευελπιστούμε πως θα τη φέρει σε επαφή με μεγαλύτερα ακροατήρια. Λίγα βραβεία μπορούν να το καταφέρουν αυτό και τα Teddy ανήκουν σ' αυτά.
— Πάντως η πορεία σου δείχνει ένα μόνιμο ψάξιμο και μια ατελείωτη κίνηση. Ξεκίνησες με σπουδές νομικής ενώ παράλληλα έκανες σπουδές πιάνου. Συνέχισες με σπουδές εικαστικών και κινηματογράφου, εργάστηκες ως φωτογράφος.
Κοιτώντας πίσω όλα μου φαίνονται σαν να ήταν γραμμένα, τόσο απλά και σοφά. Όμως βήμα-βήμα οι αποφάσεις δεν ήταν ούτε προφανείς ούτε εύκολες. Με ενδιέφερε πάντα η ουσιαστική εξέλιξη, όποιο κι αν ήταν το κόστος.
Οι σπουδές στη Νομική Αθηνών και στο Εθνικό Ωδείο ήταν θητεία στην πειθαρχία, μια περίοδος της ζωής μου κατά την οποία βρήκα καταφύγιο στο διάβασμα, στη μουσική αλλά κυρίως στο γράψιμο.
Η σχέση με τον γραπτό λόγο που με ακολουθεί μέχρι σήμερα εδραιώθηκε τότε, ως αντίδραση και αντίδοτο.
Από τη στιγμή όμως που έφυγα για να σπουδάσω στην École nationale supérieure des Αrts décoratifs αφιερώθηκα αποκλειστικά στην εικόνα και στις πολλαπλές εκφάνσεις της. Αυτό ήταν το όνειρο μου από παιδί και στο Παρίσι μεταμορφώθηκε το βλέμμα μου.
Όταν αργότερα ανοίχτηκα στον κόσμο, περνώντας από τη στατική εικόνα στην εικόνα σε κίνηση, ο κινηματογράφος ήρθε σαν επιστέγασμα. Συνέχισα τις σπουδές μου στο Fresnoy, στην Ecole Louis Lumière και στη Fémis. Ο λόγος μαζί με την εικόνα ως όλον, αυτό είναι το μόνο που με ενδιαφέρει πραγματικά. Ο κινηματογράφος ως εμπειρία, οι ταινίες που πρέπει να γίνουν.
— Ασχολείσαι με κάτι καινούριο αυτό τον καιρό;
Με κινηματογραφικά και καλλιτεχνικά πρότζεκτ που με ενδιαφέρουν πολύ. Κάποια στιγμή μάλιστα θα ήθελα να κινηματογραφήσω και την Αθήνα.
Ζώντας χρόνια μακριά την αισθάνομαι πλέον ως μια άλλη, άγνωστη πόλη και νοσταλγώ ν' ακουμπήσω το βλέμμα μου επάνω της. Αλλά αυτή είναι για μένα η ιερή συνθήκη του κινηματογραφιστή: να νιώθει ξένος ακόμη κι εκεί όπου ανήκει.
i. Η ελληνική πρεμιέρα της ταινίας Obcuro Barroco θα γίνει στις 8 Μαρτίου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης στις 18.30 στο Ολύμπιον.
σχόλια