—Καταρχάς, ποιο είναι το σωστό; Τσιγγάνοι, αθίγγανοι, Ρομά; Πώς αυτοχαρακτηρίζονται οι ίδιοι;
Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος. Οι Ρομά είναι μια απενοχοποιημένη φυλή, οπότε δεν υπάρχει politically correct. Κανένας χαρακτηρισμός δεν τους ενοχλεί. Ούτε προτιμούν κάποιον από αυτούς. Στην επαρχία πολλοί Ρομά αυτοχαρακτηρίζονται και «γύφτοι» εν τη ρύμη του λόγου, με μια αίσθηση αυτοσαρκασμού.
—Πώς αποφάσισες, λοιπόν, να ασχοληθείς με αυτούς;
Ουσιαστικά, η ταινία προέκυψε στο πλαίσιο ενός προγράμματος της Ε.Ε. για την κοινωνική αλληλεγγύη. Μου προτάθηκε από το Ελληνικό Κέντρου Κινηματογράφου και το Βυζαντινό Χριστιανικό Μουσείο να πραγματοποιήσω μια ταινία με θέμα τους Ρομά. Ο χρόνος, ωστόσο, ήταν περιορισμένος και το θέμα ελεύθερο. Η πρόκληση ήταν μεγάλη και υπέκυψα στο «χαοτικό», όπως αρχικά το είδα, πρότζεκτ.
Από πού προέρχονται οι Ρομά; Ποια είναι τα ήθη και έθιμα που ευλαβικά κρατούν; Τι τους ενώνει ως φυλή; Όταν άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι δεν θέλουμε να εκθέσουμε τη φυλή αλλά να αναδείξουμε την ιδιαίτερη κουλτούρα τους, όλες οι εύλογες επιφυλάξεις άρθηκαν. Βρεθήκαμε παντού, από τα αυτοσχέδια γλέντια τους μέχρι στους στάβλους τους με τα άλογα. Μαγειρέψαμε, φάγαμε, πήγαμε βόλτα με το αγροτικό.
—Σε ποιους καταυλισμούς πήγες;
Αρχικά, ήρθα σε επαφή με Ρομά από την Αγία Βαρβάρα. Η Αγία Βαρβάρα είναι μια πολύ ειδική περίπτωση. Οι Ρομά που ζουν εκεί έχουν πλήρως ενσωματωθεί στη νεοελληνική μικροαστική κοινωνία. Πάνε σχολείο, εργάζονται, κάνουν οικογένειες ενταγμένες στο κοινωνικό σύνολο, διασκεδάζουν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και στα ίδια μέρη με τους Μπαλαμούς. Σε μία από τις επισκέψεις μου, την Πρωτομαγιά, σε ένα γλέντι στο Μενίδι γνώρισα τον Γιάννη. Ο Γιάννης, Ρομά ο ίδιος, μου είπε ότι ζει στο Άργος. Ήταν μια σπάνια ευκαιρία. Δύο μέρες μετά, μαζί με τον Χρήστο Σαρρή (τον φωτογράφο της ταινίας) και τον Κώστα Κουτελιδάκη (ηχολήπτη), ξεκινήσαμε ένα road trip: Αργολίδα, Πύργος, Κορινθία. Ξεκινώντας από τον Γιάννη, επισκεπτόμασταν συγγενείς και φίλους. Κάθε οικογένεια που γνωρίζαμε μας έστελνε σε μια άλλη, εντός ή εκτός νομού. Άλλοι ήταν καχύποπτοι, άλλοι φιλικοί. Βρεθήκαμε κυριολεκτικά παντού. Σε καταυλισμούς, παράγκες άλλα και κανονικά σπιτικά.
—Πώς τους αντιμετωπίζουν οι τοπικές κοινωνίες;
Η αποδοχή είναι κάτι πολύ σχετικό. Οι Ρομά που ζουν στην Αγία Βαρβάρα είναι ένα πλήρως ενσωματωμένο κομμάτι της κοινωνίας. Στην επαρχία η κατάσταση δεν είναι ίδια. Ζουν απομονωμένοι, λες και το ρολόι έχει σταματήσει πολλά χρόνια πριν. Φτάνοντας εκεί, χάνεται ο τόπος και ο χρόνος. Δεν γνωρίζαμε αν ήμασταν στην επαρχία του '50 ή στο σήμερα. Η τοπική κοινωνία της επαρχίας τούς έχει εγκλωβίσει εκτός πόλης, χωρίς πρόσβαση στα βασικά αγαθά: νερό και ρεύμα. Πολλά παιδιά δεν πάνε σχολείο, ενώ η καθημερινή επιβίωση φαντάζει ακατόρθωτη.
—Πώς σε αντιμετώπισαν οι ίδιοι;
Η αλήθεια είναι ότι τους αιφνιδιάσαμε. Στην αρχή, ήταν όλοι πολύ καχύποπτοι – και δικαίως. Όμως το ότι μας μιλούσε η μία οικογένεια «έλυνε» τους συγγενείς της κι έτσι μας εμπιστευόντουσαν όλο και περισσότεροι άνθρωποι – κάτι σαν σκυταλοδρομία. Οι ίδιοι ήθελαν να μιλήσουν για την καθημερινότητα, τη δυσκολία επιβίωσης, την απομόνωσή τους. Εμείς θέλαμε όμως να κατευθύνουμε αλλού τη συζήτηση. Από πού προέρχονται οι Ρομά; Ποια είναι τα ήθη και έθιμα που ευλαβικά κρατούν; Τι τους ενώνει ως φυλή; Όταν άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι δεν θέλουμε να εκθέσουμε τη φυλή αλλά να αναδείξουμε την ιδιαίτερη κουλτούρα τους, όλες οι εύλογες επιφυλάξεις άρθηκαν. Βρεθήκαμε παντού, από τα αυτοσχέδια γλέντια τους μέχρι στους στάβλους τους με τα άλογα. Μαγειρέψαμε, φάγαμε, πήγαμε βόλτα με το αγροτικό.
—Ποια είναι, κατά τη γνώμη σου, τα μεγαλύτερα προβλήματά τους;
Η επιβίωση. Χαρακτηριστικά θα σας πω το εξής: σε μια παράγκα βρήκαμε ένα νεαρό ζευγάρι με δίδυμα νεογέννητα μωρά. Προκειμένου να τα ζεστάνουν είχαν μια ξυλόσομπα, η οποία όμως έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Δεν μπορούσες να αναπνεύσεις. Φυσικά, ρεύμα και νερό δεν υπήρχε. Τα παιδιά αυτά θα μεγαλώσουν σε αυτές τις συνθήκες. Δεν ξέρω αν θα καταφέρουν ποτέ να πάνε σχολείο. Επιπλέον, υπάρχει ένα ποσοστό Ρομά στην επαρχία που είναι αναλφάβητοι. Συγκεκριμένα, ήμασταν έξω από καταυλισμό και προσπαθούσαμε να δώσουμε το στίγμα μας μέσω ταμπελών που διαβάζαμε στον δρόμο. Δεν μπορούσαμε καν να συνεννοηθούμε, καθώς ναι μεν ζούσαν κοντά, αλλά ποτέ δεν είχαν καταφέρει να διαβάσουν τις ταμπέλες!
—Τι σε εντυπωσίασε στον τρόπο ζωής τους;
Είναι άνθρωποι που ζούνε για το τώρα. Βασανίζονται όλη μέρα με τη «μαναβική» και τα παλιοσίδερα. Τη νύχτα, όμως, στήνουν γλέντια και ξεχνούν τα πάντα. Χαίρονται την κάθε στιγμή. Εμείς μπορούμε να το κάνουμε; Να ζούμε χωρίς αύριο; Δεν ξέρω.
—Ποιες πιστεύεις ότι είναι οι μεγαλύτερες προκαταλήψεις που έχουμε για τους Ρομά;
«Είναι κλέφτες». Ναι, υπάρχει ένα ποσοστό που κλέβει. Όμως, όπως ακούγεται και στην ταινία, είναι η απελπισία που τους οδηγεί εκεί. Χαρακτηριστικά, μέσα στην ταινία ακούγεται «Είμαστε απ' όλα. Θα βρείτε το οτιδήποτε, από το καλύτερο μέχρι το χειρότερο μπορούμε να κάνουμε σαν άνθρωποι». Και να κλείσω με μια πολύ ειλικρινή ατάκα που μου είπε στον Πύργο ο εγγονός του βασιλιά των Τσιγγάνων κ. Χαλιλόπουλος: «Τα μεγαλύτερα εγκλήματα τα έχουν κάνει μη Τσιγγάνοι. Και εγώ, ως Τσιγγάνος, δεν θα απολογηθώ για όλα τα εγκλήματα της ανθρωπότητας».
σχόλια