Ταυτόχρονα με το τσουνάμι Pulp Fiction, το Chungking Express αποκάλυψε σε ένα διεθνές κοινό έναν από τους κύριους εμπνευστές του σινεμά του Κουέντιν Ταραντίνο.
Είχαν προηγηθεί το As tears go by και το Days of being wild ως πρώτα και δυναμικά δείγματα του ενδιαφέροντος του Γουόνγκ Καρ Βάι για ξεριζωμένους χαρακτήρες και σινεφιλική γνώση, ειδικά στο crime genre, υπό το πρίσμα ενός δημιουργού με εικαστικά ανήσυχο βλέμμα και έγνοια για μια διαφορετική αφήγηση.
Απογοητευμένος από την επίπονη διαδικασία των γυρισμάτων και του μοντάζ του δαπανηρού και απαιτητικού Ashes of Time, ο σκηνοθέτης από το Χονγκ Κονγκ αποφάσισε να στήσει μια ταινία-παρένθεση, μια ανάσα αναγκαία για να συνεχίσει, και κάπως εκ των ενόντων, και πυρετωδώς, προέκυψε το Chungking Express ‒ ο τίτλος αναφέρεται στην περιοχή όπου μεγάλωσε ο Γουόνγκ στα '60s, καθώς και σε μια ονομαστή καντίνα υπαίθριου φαγητού του κεντρικού Χονγκ Κονγκ.
Όπως και το Pulp Fiction, αποτελείται από παραπάνω από ένα story: τελικά, συμπεριλήφθηκαν δύο από τα τρία που υπολόγιζε ο Γουόνγκ, γιατί αισθάνθηκε πως η ιστορία της ταινίας καλύπτεται πλήρως. Δύο αστυνομικοί πρωταγωνιστούν σε δύο ξεχωριστές ενότητες, που εκτυλίσσονται διαδοχικά. Αν και δεν συναντιούνται, παρότι τα μονοπάτια τους μπλέκουν και το σταθερό στέκι τους είναι το ίδιο, ο Τόνι Λιουνγκ, «εικόνισμα» της χώρας και ηθοποιός-φετίχ του σκηνοθέτη, και ο Ιάπωνας σούπερ σταρ Τακέσι Κανεσίρο μοιράζονται τις συνέπειες ενός επώδυνου χωρισμού και μια διάχυτη ερωτική επιθυμία που συχνά φτάνει στα όρια της απελπισμένης ονειροπόλησης.
Οι γυναίκες της ζωής τους δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαμετρικά αντίθετες. Στην πρώτη ιστορία, τον Xε Κίγου έχει συνεπάρει μια έμπορος ναρκωτικών με τη μορφή μιας ανώνυμης γυναίκας που κυκλοφορεί με ξανθή περούκα και μεγάλα μαύρα γυαλιά, μοιάζει τεταμένη από την κούραση και το κρυφτό και δεν προτίθεται να διαρρήξει το μυστήριο που την περιβάλλει. Είναι η Γκρέτα Γκάρμπο της Ανατολής, αγωγός που πυροδοτεί τρυφερότητα στον Χε, παρά την ψυχρότητά της. Απ' την άλλη, ο μπάτσος με τον αριθμό 663 γίνεται ρομαντικός στόχος για τη Φέι, μια ζωηρή, ενθουσιώδη κοπέλα.
Παρά τη θλίψη, την ανέχεια ακόμη, των beautiful people που πασχίζουν φωτογενώς στην φιλμογραφία του Γουόνγκ Καρ Βάι, η ελπίδα δεν τους εγκαταλείπει και συχνά στεφανώνει το φλερτ τους με την τραγωδία.
Ο Γουόνγκ αναθέτει τον ρόλο της ακαταμάχητης Σφίγγας στη θρυλική Μπριτζίτ Λιν, της ηθοποιού που έγινε διάσημη παίζοντας συχνά άνδρες ή ακόμα και τον Θεό, αποκτώντας φήμη και κύρος όσο κανείς άλλος στο Χονγκ Κονγκ, σε μια ταινία που έμελλε να είναι η τελευταία σε μια μεγάλη καριέρα, πριν αποσυρθεί οριστικά και αμετάκλητα για να κάνει οικογένεια ‒ και να βολευτεί χωρίς απειλή στο βάθρο της.
Για τη Φέι Γουόνγκ το Express ήταν το ουσιαστικό ντεμπούτο της στον κινηματογράφο, προτού γίνει η Μαντόνα της χώρας, η απόλυτη ντίβα του τραγουδιού, πάμπλουτη πλέον και πασίγνωστη για τις μεταμορφώσεις και την εκρηκτική σκηνική της παρουσία. Εδώ πείθει αβίαστα ως κοπέλα της διπλανής πόρτας, μια ενζενί βγαλμένη από άλλη εποχή. Μέσω αυτής, ο Γουόνγκ προσωποποιεί τη λατρεία του στη γαλλική nouvelle vague, πλάθοντας με τον φακό του μια δική του Βιαζέμσκι, μια οριεντάλ Σίμπεργκ, όχι πολύ μακριά από τη δυτική κουλτούρα. Την εμπιστεύεται και τον δικαιώνει.
Ενώ το σινεμά του στάζει εντοπιότητα, η επιρροή του Σκορσέζε και κυρίως του Γκοντάρ προσδίδουν αντίστοιχα σφρίγος και φρεσκάδα που τον κάνουν να ξεχωρίζει από την πλειάδα των ικανών στα είδη, αλλά πιο προσηλωμένων στο θέμα τους, συμπατριωτών του.
Πραγματεύεται τον ερωτισμό και τη μνήμη με μια αξιοσημείωτη εναλλαγή της εγγύτητας με την απόσταση στον χώρο, που ισορροπεί την τάση του να μειώνει ή να ανακατεύει την πλοκή, προτιμώντας να αφηγείται με το στυλ της πολλαπλής βινιέτας. Κρατά τη σκοτεινιά στην επιφάνεια, σε μια σχετική ελαφρότητα, και εισάγει τα περίφημα διασταυρούμενα βλέμματα στο δεύτερο μέρος, χτίζοντας (ακούσια στην αρχή;) τον δικό του μύθο του auteur των «έμμεσων εραστών», του ζευγαριού που έρχεται κοντά σε πείσμα του κινηματογραφικού χώρου που τους καθηλώνει σε ένα παθητικό, εσωτερικό μοιρολόι ‒ κάτι που θα δούμε πιο ανάγλυφα την επόμενη δεκαετία στη φιλμογραφία του.
Η τρίτη ιστορία που περίσσεψε από το Chungking Express φτιάχνει το Fallen Angels, την αμέσως επόμενη χρονιά (το 1995), όχι ως τον χαμένο κρίκο ενός αφηγήματος σε συνέχειες αλλά ως companion piece σε άλλο ύφος, πιο πρωτότυπο και συναρπαστικό, που δεν είναι καθόλου πειραματικό ή ετοιμόρροπο, παρά την ακροβατική του κοψιά ‒ το αντίβαρο ενός neon noir σε ένα «νεονουάρ». Χωρισμένο σε δύο μέρη, με voice-over μονολόγους, εκρήξεις βίας, λειτουργικά τοποθετημένα τραγούδια και τις φωταψίες να πλοηγούν τις πλανόδιες ψυχές, το έργο ραψωδεί τη σχέση ενός κακοποιού με την Blondie κι ενός τρελαμένου νέου, χωρίς λαλιά, με την Τσάρλι ‒ γίνεται σαφές ότι οι γυναίκες-κλειδιά στα δυο κολλητά φιλμ του Γουόνγκ είναι σινεφιλικές συνθέσεις που εκλύουν πόνο και επιδρούν μοιραία στους άνδρες που πλησιάζουν.
Το Fallen Angels είναι μια θεσπέσια crime πρόφαση για ένα αποσπασματικό βραδινό οδοιπορικό που σφύζει από ενέργεια και μελαγχολία, ένα υπέργειο κινηματογραφικό μετρό και ταυτόχρονα η τελευταία ωδή του Γουόνγκ στην πόλη που γέννησε το ταλέντο του. Ταυτόχρονα, κρύβει καλά μια τάση του για στυλιζαρισμένο μελοδραματισμό ‒ άλλωστε, ξεκίνησε γράφοντας σενάρια για σαπουνόπερες!
Αυτή που πραγματικά μαγεύει είναι η διεύθυνση φωτογραφίας του Αυστραλού, λίγο πριν προσηλυτιστεί οριστικά στην κινεζική κουλτούρα, Κρίστοφερ Ντόιλ. (Ενδιαφέρουσα ειρωνεία: Αν και έχει βραβευτεί επανειλημμένα από ασιατικές ενώσεις επαγγελματιών και κριτικών, κυρίως για τη συνεισφορά του στις ταινίες του Γουόνγκ, ο Ντόιλ δεν έχει προταθεί ποτέ για Όσκαρ στην κατηγορία του από την Αμερικανική Ακαδημία. Αντίθετα, η μοναδική φορά που ταινία του σκηνοθέτη έφτασε στη σχετική πεντάδα ήταν με το Grandmaster, με οπερατέρ τον Γάλλο Φιλίπ Λε Σουρ.)
Η σπουδή του στο neon περιβάλλον του Fallen Angels χρήζει μελέτης. Ακολουθώντας την οδηγία του σκηνοθέτη του να κινηματογραφεί τους ήρωες με ευρυγώνιους φακούς για να τους αποξενώνει από τον πλησίον χώρο, και κατά κάποιον τρόπο να τους απομονώνει συνεχώς από την επόμενη κίνηση και τους ανθρώπους που τους προσεγγίζουν, ενσωματώνει το τεχνητό φως που εκπέμπουν οι μυριάδες πινακίδες με ποιητική ευαισθησία που αρμόζει σε μυθιστορηματικούς χαρακτήρες.
«Το neon ή το ασπάζεσαι ή το απορρίπτεις»: αυτή είναι η φιλοσοφία του κι εκείνος το αγκαλιάζει, χωρίς να έρχεται επικίνδυνα κοντά του. Αν παρατηρήσετε πώς φέρεται στα κόκκινα χρώματα, τα ιερά και πιο τετριμμένα στην Άπω Ανατολή, θα καταλάβετε πως κατανοεί πλήρως ότι η συγκεκριμένη φωτεινή πηγή σε καίει αν τη σεβαστείς ευλαβικά, και σε εκθέτει καλλιτεχνικά, αν τη μεταχειριστείς τουριστικά. «Πρέπει να έχεις τον νου σου, το neon μπορεί να κρύβει κενότητα» έχει πει ο Ντόιλ, κι έχει τόσο δίκιο. Αντ' αυτού, το ζωγραφίζει σαν μια ενιαία οντότητα, με αυτό δίνει μορφή στη νύχτα, το αφήνει να κυλήσει σαν το ποτάμι της κίνησης της πόλης που χαρακτηρίζεται από την αδιάκοπη παρουσία του, το πλαισιώνει με τα βήματα των χαρακτήρων, χωρίς να παραδίδεται στην υπνωτική του λάμψη.
Ο Ντόιλ δεν περιορίζεται στην αποτύπωση μιας θάλασσας από φώτα ‒ οι σκηνές στα μπαρ του Fallen Angels δείχνουν πώς μπορεί να επιστρέψει από τις στιλπνές επιφάνειες των δρόμων και να αναδείξει με ακρίβεια πρόσωπα σε συγκεκριμένο χώρο, ορίζοντας διαφορετικά χρώματα σε ένα πλάνο.
Στο Happy Together, ο συνδυασμός έγχρωμου και ασπρόμαυρου φαντάζει πιο πειραματικός και αυθαίρετος σε μια ιστορία που ράβει την πολιτική fin de siècle ανησυχία του πιο έντονα στη στόφα του. Στις προηγούμενες ταινίες του το χάος σε μια πόλη-χώρα που ετοιμαζόταν να αυτονομηθεί μετά από έναν αιώνα αγγλικής κηδεμονίας αποτυπωνόταν με μια ασαφή αντάρα στο φόντο, την ακατάστατη κίνηση των περαστικών και των πρωταγωνιστών, σαν να διακατέχονται από την έγνοια της μετάβασης στην επόμενη κατάσταση, χωρίς να είναι σίγουροι πού θα καταλήξουν.
Το 1997 αποκαλύπτει την πιο γραμμική στην αφήγησή της ταινία του: στο Happy Together, το γκέι ρομάντσο που επηρέασε όσο τίποτε άλλο τον επίσης straight Μπάρι Τζένκινς για το Moonlight, οι έκπτωτοι άγγελοι είναι δυο άνδρες, ο Λάι και ο Χο, φουρτουνιασμενοι εραστές, όπως βλέπουμε στην εναρκτήρια σκηνή που απαγορεύτηκε στη χώρα του. Σφραγίζουν το διαβατήριό τους για το Μπουένος Άιρες και εκεί αναζητούν το θαύμα της αναγέννησης της δυσαρμονικής σχέσης τους, για να προσγειωθούν στην πικρή μιζέρια της ξενιτειάς.
Η έκνομη πορεία τους, από τον καταρράκτη που χαζεύουν στο αμπαζούρ της φτωχικής κρεβατοκάμαράς τους ως το υδάτινο όνειρο που τους διαφεύγει, οι ασταμάτητοι τσακωμοί και τα αυτοκαταστροφικά τους αδιέξοδα διακόπτουν τους αγαπημένους μαιάνδρους του Γουόνγκ στο πρώτο του αυθεντικό μπλουζ του μισεμού ‒ πρελούδιο στο ακόμη πιο θαμπωμένο από την αμερικανική ήπειρο My Blueberry Nights, του 2007.
Μπορεί ο φακός να αναπνέει, να ανοίγεται με κλεφτές ματιές στα μεγάλα τοπία, αλλά το παιχνίδι των εραστών παίζεται στα δωμάτια, στα δύσκολα βράδια, στην κλειστοφοβία που αναλογεί στη μυωπική προοπτική τους. Η φλόγα που πυροδοτεί τον οπτικό ρυθμό και η πεποίθηση της επανόρθωσης (σε μια αδιόρατη εισαγωγή της ελλειπτικότητας και της «λούπας» ως επωδού που επανέρχεται θεματικά) είναι τα στοιχεία που κρατούν την ταινία, η οποία δανείστηκε τον τίτλο της από την επιτυχία των Turtles και τιμήθηκε με το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών σε ένα συναισθηματικό σασπένς.
Παρά τη θλίψη, την ανέχεια ακόμη, των beautiful people που πασχίζουν φωτογενώς στην φιλμογραφία του Γουόνγκ Καρ Βάι, η ελπίδα δεν τους εγκαταλείπει και συχνά στεφανώνει το φλερτ τους με την τραγωδία. Ειδικά στον Τόνι Λιουνγκ, ο μέντοράς του του επιφυλάσσει ένα εγκάρδιο χαμόγελο στην επιστροφή του στο «απελευθερωμένο» Χονγκ Κονγκ στο φινάλε της ταινίας. Ακόμη καλύτερα, την αποδοχή της ανοιχτής πρόσκλησης σε ένα πονηρό «πήγαινέ με όπου θες εσύ» στην αυλαία του Chungking Express.
———-
Οι αποκατεστημένες 4K κόπιες των ταινιών του Wong Kar-Wai έρχονται στην Ελλάδα αποκλειστικά από την πλατφόρμα του Cinobo.
Τα Chungking Express, Fallen Angels και Happy Together θα κάνουν πρεμιέρα τον Μάρτιο, ενώ προσεχώς, το καλοκαίρι, θα ακολουθήσουν τα In the mood for love και 2046.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.