Το Μουσείο Τέχνης του Ντένβερ βρίσκεται στην καρδιά της πόλης, σε μια περιοχή γνωστή ως Χρυσό Τρίγωνο. Αφού παρέμεινε μερικώς κλειστό για χρόνια, άνοιξε ξανά πλήρως για το κοινό στα τέλη Οκτωβρίου με προσθήκες και επεκτάσεις στην αρχική δομή που σχεδίασε ο διάσημος Ιταλός αρχιτέκτονας Τζίο Πόντε το 1971.
Οι τροποποιήσεις που έγιναν περιλαμβάνουν ένα νέο κέντρο υποδοχής, εξωτερικούς χώρους και αναδιαμορφωμένες γκαλερί, μαζί με επιπλέον χώρο για εκπαιδευτικές δραστηριότητες, εκδηλώσεις και φαγητό.
Το Μουσείο Τέχνης αποκάλυψε το σχέδιο ανακαίνισης και επέκτασης το 2016. Το αρχικό μουσείο, ένας επταώροφος, ασύμμετρος πύργος ντυμένος με περισσότερα από ένα εκατομμύριο αστραφτερά πλακάκια, έχει 24 διαφορετικές πλευρές, εμφάνιση «κάστρου» και είναι εδώ και πολύ καιρό ένα εμβληματικό χαρακτηριστικό της πόλης.
Το κτίριο, ένα από τα πρώτα πολυώροφα μουσεία τέχνης, είναι το μόνο ολοκληρωμένο κτίριο του Πόντι στη Βόρεια Αμερική. Ο αρχιτέκτονας –γνωστός για έργα όπως ο Πύργος Pirelli του 1958 στο Μιλάνο, και μια σειρά από έπιπλα, είδη οικιακής χρήσης και αντικείμενα τέχνης– πέθανε το 1979 σε ηλικία 87 ετών.
Στο εσωτερικό, το νέο κέντρο φιλοξενεί υπηρεσίες επισκεπτών, ένα εξαιρετικό εστιατόριο, ένα χαλαρό καφέ, χώρο εκπαίδευσης και εκδηλώσεων και εργαστήριο συντήρησης. Επιπλέον, μια γκαλερί αφιερωμένη στη δυτικοαμερικανική τέχνη στον έβδομο όροφο έχει επεκταθεί κατά 9836 τετραγωνικά μέτρα. Επίσης, στο έβδομο επίπεδο βρίσκονται δύο νέα αίθρια, όπου οι επισκέπτες μπορούν να απολαύσουν τη θέα στην πόλη και στα Βραχώδη Όρη.
Δίπλα στο μουσείο βρίσκεται ένα άλλο αξιοσημείωτο έργο αρχιτεκτονικής: η μεταμοντέρνου τύπου Κεντρική Δημόσια Βιβλιοθήκη του Ντένβερ, η οποία δημιουργήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Μάικλ Γκρέιβς.
Το κτίριο υψώνεται σε δύο επίπεδα και έχει συνολική επιφάνεια 4.645 τετραγωνικά μέτρα. Το σχήμα του ήταν εμπνευσμένο από ένα ελλειπτικό αμφιθέατρο που ο Πόντι αρχικά προόριζε για το μουσείο.
Το επάνω επίπεδο είναι επενδυμένο με κυρτά γυάλινα πάνελ και η ομάδα αρχιτεκτόνων περιέγραψε τη γυάλινη πρόσοψη ως «ένα άνευ προηγουμένου κατόρθωμα της μηχανικής και το πρώτο κτίριο που χρησιμοποίησε κυρτά γυάλινα πάνελ με αυτόν τον τρόπο».
Στο εσωτερικό, το νέο κέντρο φιλοξενεί υπηρεσίες επισκεπτών, ένα εξαιρετικό εστιατόριο, ένα χαλαρό καφέ, χώρο εκπαίδευσης και εκδηλώσεων και εργαστήριο συντήρησης. Επιπλέον, μια γκαλερί αφιερωμένη στη δυτικοαμερικανική τέχνη στον έβδομο όροφο έχει επεκταθεί κατά 9836 τετραγωνικά μέτρα. Επίσης, στο έβδομο επίπεδο βρίσκονται δύο νέα αίθρια, όπου οι επισκέπτες μπορούν να απολαύσουν τη θέα στην πόλη και στα Βραχώδη Όρη.
Στις προσόψεις του πύργου Πόντι, η ομάδα αντικατέστησε πολλά από τα αυθεντικά πλακάκια με αντίγραφα και εγκατέστησε ενεργειακά αποδοτικά παράθυρα.
Το γραφείο της αρχιτεκτονικής εταιρείας OMA της Νέας Υόρκης έχει σχεδιάσει τις αίθουσες και ένα στούντιο μέσα στο Μουσείο Τέχνης του Ντένβερ.
Οι τρεις χώροι της OMA περιλαμβάνουν το Design Gallery, το Mezzanine Gallery και το Design Studio – όλοι ξεχωριστοί αλλά διασυνδεδεμένοι. «Ήταν μια συναρπαστική άσκηση η σχεδίαση μέσα στο ιστορικό κτίριο του Τζίο Πόντι, αντλώντας έμπνευση από το εκτεταμένο, πολύπλευρο έργο του», δήλωσε ο συνεργάτης του OMA Shohei Shigematsu.
Για την εναρκτήρια έκθεση, με τίτλο «By Design: Stories and Ideas Behind Objects», οι προθήκες δημιουργούνται από σπονδυλωτές, ευέλικτες πλατφόρμες τις οποίες ο επισκέπτης μπορείς να δει από διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Κατασκευασμένες από διάφορα υλικά, όπως το κόντρα πλακέ και η ρητίνη μεταξύ άλλων, είναι ευθυγραμμισμένες, αλλά μπορούν να αναδιαταχθούν για μελλοντικές εκθέσεις.
Μέρος της εύστοχης επιλογής να παρουσιαστεί μια ρετροσπεκτίβα της δουλειάς του Τζίο Πόντι σε χρόνο που θα συμπίπτει με την επαναλειτουργία του μουσείου, είναι και οι προθήκες, οι πλατφόρμες και οι πινακίδες της γκαλερί, που μιμούνται τους μετατοπισμένους όγκους στο έργο του φημισμένου αρχιτέκτονα.
«Οι τρεις χώροι προτείνουν νέους τρόπους θέασης καθώς και αλληλεπίδρασης με αντικείμενα και υλικά – παρουσιάζουν διαφορετικές χωρικές και προγραμματικές ταυτότητες», είπε ο Shigematsu, «αλλά λειτουργούν συλλογικά ως πλατφόρμα για τη μετατόπιση του διαλόγου πέρα από την απλή κατανάλωση του design, ενσωματώνοντας κίνηση, παράξενες προοπτικές και οικειότητα».