Η Βικτώρια μας υποδέχεται στην πόρτα του σπιτιού της στην Εκάλη, με τον παιχνιδιάρη Ερμή να μας κάνει μια «ξενάγηση» στον κήπο με τα εσπεριδοειδή, τα ελληνικά φυτά και τα μυρωδικά, με δέντρα ελληνικά που φύτεψε ακολουθώντας την οδηγία του πατέρα της Αλέκου Φασιανού, ο οποίος έχει βάλει την προσωπική του σφραγίδα στις λεπτομέρειες του κήπου, στην πόρτα, τον νεροχύτη της αυλής, στους πέτρινους φράχτες και άφησε το σπίτι ανοιχτό και ορατό από τον δρόμο, χωρίς ψηλούς φράχτες όπως τα περισσότερα σε αυτή την περιοχή.
Το σπίτι διαφέρει από όλα όσα βρίσκονται γύρω του, στον όγκο, στα χρώματα, στα υλικά, στην κλίμακα. Η ίδια αποφάσισε να μετακομίσει εδώ πριν από έναν χρόνο, αξιοποιώντας αυτή την κατοικία του 1975 που φέρει την υπογραφή ενός σπουδαίου Έλληνα αρχιτέκτονα και ενός καλλιτέχνη πολυπράγμονα, λαϊκού, που έβαλε σε όλες τις λεπτομέρειες τη μαστορική, την αισθητική και τη χειροτεχνική του ικανότητα. Δεν υπάρχει μεριά του σπιτιού που να μην έχει βάλει το χέρι του.
Στα πρώτα σχέδια του σπιτιού βλέπουμε την αρχική ονομασία της, «έπαυλη Σπηλιωτόπουλου». Κατοικήθηκε και όταν αργότερα κληρονομήθηκε από 14 κληρονόμους του ιδιοκτήτη, ο Αλέκος Φασιανός αποφάσισε να την αγοράσει.
Στα πρώτα σχέδια του σπιτιού βλέπουμε την αρχική ονομασία της, «έπαυλη Σπηλιωτόπουλου». Κατοικήθηκε και όταν αργότερα κληρονομήθηκε από 14 κληρονόμους του ιδιοκτήτη, ο Αλέκος Φασιανός αποφάσισε να την αγοράσει. «Δεν ήθελε να αγοράσει ένα σπίτι στην Εκάλη, αλλά ένα σπίτι με αυτές τις γραμμές» μας λέει η Βικτώρια, που περιγράφει την περιπέτεια η οποία ξεκίνησε το 2002, όταν αποφάσισε με τη μητέρα της να διαπραγματευτούν με πολλούς κληρονόμους και να προσπεράσουν την απίστευτη γραφειοκρατία που συνάντησαν.
Λάτρης της ιδέας του μοντερνισμού, και με σεβασμό στο υπάρχον περίγραμμα, την ελαφρότητα και τη διαφάνεια της κατασκευής με το εμφανές σκυρόδεμα, τα τηνιακά μάρμαρα, τα χειροποίητα μωσαϊκά, συνεργάστηκε με τον αρχιτέκτονα Τάση Παπαϊωάννου στην ανακαίνιση και επέκτασή του. Αντιμετώπισαν με σοβαρότητα τον αρχικό σχεδιασμό και πρόσθεσαν έναν πρώτο όροφο πάνω από το υπερυψωμένο ισόγειο, με μεγάλη βεράντα στην μπροστινή μεριά, χτισμένο στην πίσω μεριά της δομής ώστε να μη δημιουργεί έναν νέο όγκο «σαν βαρίδι», ορατό από την κεντρική είσοδο. Δική τους ήταν και η ιδέα να δημιουργηθεί ένα σχεδόν βιομηχανικό, εξωτερικό, μεγάλο κλιμακοστάσιο, εμφανές και κυρίαρχο στο κέντρο σχεδόν του σπιτιού, που καταργεί τον πίσω τοίχο, επιτρέπει την κυκλοφορία ανάμεσα στους ορόφους, αλλά και διασφαλίζει την ανεξαρτησία τους, με θέα μέχρι την Πάρνηθα, δημιουργεί ένα νέο ύψος και αφήνει το δυτικό μαλακό φως να εισχωρεί στο κέντρο του σπιτιού, το μόνο που δεν έχει μεγάλες τζαμαρίες και παράθυρα.
Μπαίνοντας σε έναν ευρύχωρο κεντρικό χώρο στο ισόγειο, με το έργο του Luke Edward Hall να φανερώνει τις επιρροές του από τον Τσαρούχη και τον Φασιανό, το σπίτι χωρίζεται από αυτό τον νοητό άξονα σε δυο περιοχές δεξιά, σε υπερυψωμένο επίπεδο υπάρχουν δυο κρεβατοκάμαρες με τα μπάνια τους και δεξιά ένας ενιαίος χώρος που χρησιμοποιείται για σαλόνι και καθιστικό και η τραπεζαρία, σε ανεξάρτητο δωμάτιο όμορο με την κουζίνα. Με ένα τετράγωνο τραπέζι στο κέντρο της, έναν χειροποίητο μπουφέ του Φασιανού έργα του Καραμανώλη και της Σιμόν Μπαχάτι στους τοίχους, η τραπεζαρία εξασφαλίζει μια σχετική απομόνωση και μια συγκεκριμένη χρήση.
Ο ενιαίος χώρος του σαλονιού χωρίζεται νοητά σε δυο καθιστικά, αφήνοντας κενό τον ανάμεσά τους χώρο, που ορίζεται από ένα χαλί της Ηλέκτρας Σουτζόγλου.
Στο πρώτο καθιστικό κυριαρχεί ένα έργο του Γιάννη Βαρελά με έναν λευκό καναπέ και δυο χειροποίητες κόκκινες πολυθρόνες του Φασιανού από δέρμα και ξύλο, ένα χαμηλό τραπέζι γεμάτο βιβλία τέχνης και ένα ακόμα έργο τέχνης του Πάνου Τσάγκαρη να δημιουργούν ένα ήρεμο περιβάλλον.
Στα αριστερά, μπαίνοντας, ένας χαμηλός μπουφές που ορίζεται από δυο καρέκλες επίσης του Φασιανού, χειροποίητες, φιλοξενεί τη συλλογή της Βικτώριας από κεραμικά πιάτα της Ευγενίας Βερελή, του Αντωνάκη, της Χριστιάνας Οικονόμου και του πατέρα της. Αν και ο «φασιανικός» κόσμος βρίσκεται παρών σε κάθε γωνιά και λεπτομέρεια και σε κάθε στοιχείο του σπιτιού, σε χάλκινες λεπτομέρειες στα μωσαϊκά, σε πόμολα, παραστάδες, στον γύψινο ήλιο πάνω από το τζάκι, στα σχεδιασμένα χειροποίητα φωτιστικά, καταφέρνει να συνομιλήσει με ησυχία και αρμονία με τα έργα τέχνης σύγχρονων εικαστικών.
Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται και στο δεύτερο καθιστικό, με τον μεγάλο λευκό καναπέ και ένα ανάκλιντρο Roche Bobois που δίνει έναν σκούρο αλλά ζωηρό τόνο σε έναν χώρο με ανοιχτόχρωμους τοίχους από χτυπητό μπετόν και χειροποίητα φτιαγμένο χρώμα. Δίπλα στο έργο του Φασιανού ένα έργο του Αριστείδη Λάππα συμπληρώνει το σκηνικό ενός casual και art περιβάλλοντος.
Από το κλιμακοστάσιο ανεβαίνουμε στον πρώτο όροφο, σε ένα επίπεδο από το οποίο απουσιάζουν οι τοίχοι, που υπάρχουν μόνο στα δωμάτια, μια κρεβατοκάμαρα και ένα γραφείο στην πίσω όψη. Αυτός ο όροφος περιστοιχίζεται από μεγάλες βεράντες, παγκάκια χτιστά και με λεπτομέρειες από τις χειροτεχνίες του Φασιανού, χάλκινους δράκους που κρέμονται από την οροφή και δημιουργούν την πλάτη των εξωτερικών καθιστικών. Μικροί δράκοι στις καμινάδες και τις υδρορροές και στη στέγη του σπιτιού στέκουν σαν φύλακες-προστάτες και στις κατασκευές στη σιδερένια σκάλα που οδηγεί στην ταράτσα με θέα όλο το λεκανοπέδιο.
Ο χώρος είναι και εδώ ενιαίος, ένα καθιστικό στην ανατολική πλευρά με μια κόκκινη τραπεζαρία στέκει παιχνιδιάρικα στο πάτωμα που είναι από ξύλο βελανιδιάς, με τα χρώματα στους τοίχους να είναι ψυχρά –ο Φασιανός χρησιμοποιούσε ψυχρά χρώματα σε χώρους με νότιο προσανατολισμό και θερμά σε χώρους με βορινό–, ένα μεγάλο καθιστικό με άνετους καναπέδες να τον ορίζει, ενώ στους τοίχους υπάρχουν έργα του Βελώνη και του Φασιανού σε αρμονία με ένα περιβάλλον που μοιάζει πιο «βιομηχανικό».
Όλο το σπίτι δημιουργεί μια αίσθηση οικειότητας, έπιπλα, γλυπτά και έργα τέχνης μοιάζουν να είναι στη σωστά μελετημένη θέση τους, αλλά με μια ανεμελιά και αυθορμητισμό, τον ίδιο που έχει και η Βικτώρια, η οποία δεν τα θεωρεί αποκτήματα, αλλά μέρος της ζωής της, ένα αυτονόητο περιβάλλον και περιεχόμενο και αυτή ακριβώς η αντίληψη δημιουργεί και στον επισκέπτη οικειότητα και ηρεμία, με την αρμονική συνύπαρξη ιδεών και κατασκευαστικών λύσεων, σπουδαίας σε σύλληψη και εκτέλεση χειροτεχνίας και σύγχρονων αποδόσεων της τέχνης.
Μετά το άνοιγμα του μουσείου Αλέκου Φασιανού, έργο του αρχιτέκτονα Κυριάκου Κρόκου, αυτή η κατοικία που έχει υπογράψει ο Τάσης Παπαϊωάννου δείχνει την εκτίμησή του σε κορυφαίες προσωπικότητες της ελληνικής αρχιτεκτονικής και στις αρχές που ακολουθούσαν.
Το μουσείο Αλέκου Φασιανού άνοιξε και λειτουργεί για το κοινό και με εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά.
Το σπίτι του Αλέκου Φασιανού στην Τζιά θα ανοίξει για το κοινό στις 15 Ιουλίου με πολλά εκπαιδευτικά προγράμματα.