Όταν ο Χίτλερ βρισκόταν προ των πυλών της εξουσίας, ο σπουδαίος Γερμανός φιλόσοφος και συγγραφέας Βάλτερ Μπένγιαμιν δεν είχε συνειδητοποιήσει ακόμα τι θα επακολουθούσε μετά την εγκαθίδρυση της ναζιστικής δικτατορίας. Όπως και άλλοι διανοούμενοι – Εβραίοι όπως ο ίδιος αλλά και μη – υπολόγιζε στην πρόωρη πτώση του νέου καθεστώτος. Μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ όμως, ήταν πλέον ξεκάθαρο στον ίδιο ότι «άνθρωποι σύρονται από τα κρεβάτια τους στη μέση της νύχτας και είτε ξυλοκοπούνται αγρίως είτε δολοφονούνται εν ψυχρώ», όπως έγραφε τον Μάρτιο του 1933.
Ένα χρόνο πριν, είχε ήδη ξεκινήσει το μακρύ κι απελπισμένο (και μάταιο εν τέλει) ταξίδι διαφυγής του ανά την Ευρώπη, με πρώτο σταθμό το ισπανικό νησάκι της Ίμπιζα.
Ο Μπένγιαμιν είχε γοητευτεί και από τη νηφαλιότητα, την εκτυφλωτική λευκότητα και τη σύνδεση με το τοπίο αυτής της «αρχιτεκτονικής χωρίς αρχιτέκτονες» που χαρακτήριζε τα «χωριάτικα παλάτια» σ΄ αυτό το «νησί της λησμονιάς».
Τρίτη πρωί, 19 Απριλίου 1932. Ο Μπένγιαμιν αποβιβάζεται στο νησί μετά από το νυχτερινό ταξίδι σε καμπίνα τρίτης θέσης με το επιβατηγό πλοίο Ciudad de Valencia που έκανε το δρομολόγιο Βαρκελώνη – Ίμπιζα.
Στο λιμάνι τον περιμένει για να τον φιλοξενήσει, αρχικά τουλάχιστον, ο φίλος του Φέλιξ Νόγκερατ, διδάκτωρ φιλοσοφίας, που έμενε στον όρμο του Σαν Αντόνιο, γύρω στα δεκαπέντε χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα του νησιού, μαζί με την τρίτη σύζυγό του Μαριέτα, τον φιλόλογο γιο του Χανς Γιάκομπ και τη νύφη του. Με τον Μπένγιαμιν είχε πρωτογνωριστεί δεκαπέντε χρόνια πριν, όταν παρακολουθούσαν μαθήματα για τον πολιτισμό των Αζτέκων και των Μάγια μαζί με τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε.
Στην Ίμπιζα, ο Μπένγιαμιν επιθυμούσε να χαθεί στην «αρχαία ομορφιά και απομόνωση του τοπίου». Ξυπνούσε νωρίς, κατά τις έξι ή τις επτά, κολυμπούσε στη θάλασσα, και αγνάντευε τον ορίζοντα. Στη διάρκεια της μέρας παρέμενε μακριά από τη φασαρία του σπιτιού, διάβαζε, κρατούσε σημειώσεις και ξάπλωνε να λιαστεί κάτω από τα δέντρα, μακριά από «ηλεκτρικό ρεύμα και βούτυρο, αλκοόλ και νερό βρύσης, φλερτ και ανάγνωση εφημερίδας».
Κατά τις δύο επέστρεφε για γεύμα με τους οικοδεσπότες του, και μετά πήγαινε στο τοπικό καφέ. Το βράδυ αποσυρόταν νωρίς – κατά τις εννιά, δέκα και μισή το αργότερο - στο δωμάτιό του, το οποίο μοιραζόταν με «τριακόσιες μύγες», και διάβαζε (την αυτοβιογραφία του Τρότσκι κυρίως) μέχρι να αποκοιμηθεί.
Μετά από λίγο καιρό, νοίκιασε μόνος του ένα μικρό σπιτάκι, στο οποίο έτρωγε τρία γεύματα τη μέρα που του έφερνε μια γειτόνισσα, για τα οποία πλήρωνε ως αντίτιμο 1,80 μάρκα.
Το νησί της Ίμπιζα – ή Εϊβίσσα – στο αρχιπέλαγος των Βαλεαρίδων παρέμενε μνημείο μιας ζωντανής αρχαιότητας, ακόμα και χωρίς ορατά ερείπια αρχαίων πολιτισμών. Προπύργιο των Καρχηδόνιων και των Μαυριτανών, διατηρούσε έντονη την κληρονομιά των Φοινίκων, των Ρωμαίων και των Αράβων, παρά την ισπανική ηγεμονία. Κεραμικά ομοιώματα θεοτήτων όπως η Ιστάρ ή ο Μπάαλ, φτιάχνονται ακόμα στο νησί, όπως πριν από δύο χιλιάδες χρόνια.
Το ρολόι στον καθολικό της πόλης της Ίμπιζα φέρει την περιγραφή Ultima multis - «τελευταία μέρα για πολλούς» - η οποία είχε κάνει έντονη εντύπωση στον Μπένγιαμιν.
Όπως του είχαν κάνει εντύπωση και οι τοπικές ενδυμασίες των γυναικών με τα μακριά σάλια, τις ποδιές και τα ατέλειωτα μεσοφόρια.
Όταν είχε περάσει κι εκείνος από το νησί, ο Καμύ είχε σημειώσει ότι «αν η γλώσσα αυτού του μέρους βρίσκεται σε αρμονία με κάτι που απηχεί βαθιά μέσα μου, δεν είναι επειδή απαντά στα ερωτήματά μου, αλλά επειδή τα καθιστά περιττά».
Ο Μπένγιαμιν είχε γοητευτεί και από τη νηφαλιότητα, την εκτυφλωτική λευκότητα και τη σύνδεση με το τοπίο αυτής της «αρχιτεκτονικής χωρίς αρχιτέκτονες» που χαρακτήριζε τα «χωριάτικα παλάτια» σ΄ αυτό το «νησί της λησμονιάς». Επίσης του άρεσε να χαζεύει τις παραταγμένες καρέκλες που «είχαν τόσα να πουν».
Απαράλλαχτη για αιώνες και εντελώς αγνοημένη από την υπόλοιπη Ευρώπη, η Ίμπιζα μόλις τότε, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, είχε αρχίσει να προσελκύει το ενδιαφέρον ταξιδευτών ή όσων αναζητούσαν ένα απομακρυσμένο καταφύγιο. Οι ανέσεις του πολιτισμού όμως δεν είχαν φτάσει ακόμα στο νησί και το τοπίο παρέμενε «ανέγγιχτο».
Από το δωμάτιό του, ο Μπένγιαμιν είχε θέα τη θάλασσα και μια βραχονησίδα που φωτιζόταν τις νύχτες από έναν φάρο. «Είναι δύσκολο να μη σε πιάσει ο φόβος», σημείωνε ο Μπένγιαμιν, «ότι η κατασκευή του πρώτου ξενοδοχείου στο λιμάνι, θα σημάνει το τέλος όλου αυτού του σκηνικού».
Κατά τη διάρκεια εκείνης της παραμονής του στην Ίμπιζα, ο Βάλτερ σχετίστηκε με την Όλγα Παρέμ, με την οποία εξερεύνησαν μαζί το νησί σε περιπάτους και βαρκάδες. Μόλις της πρότεινε όμως να παντρευτούν, εκείνη τον άφησε.
Λίγο μετά, ο Μπένγιαμιν επέστρεψε στη Γαλλία μέσω Μαγιόρκας. Έφτασε στη Νίκαια στις 22 Ιουλίου του 1932 και κατέλυσε στο ξενοδοχείο Hôtel du Petit Parc. Εξαντλημένος και ενδεχομένως βαθιά απογοητευμένος από το τέλος του δεσμού του με την Όλγα, αποφάσισε να αυτοκτονήσει. Συνέταξε μάλιστα και διαθήκη, ενώ έστειλε και αποχαιρετιστήριες επιστολές στους στενούς του φίλους. Τελικά ανέβαλλε το απονενοημένο διάβημα χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις.
Απόσπασμα από την έκδοση "Uncertain Manifestos" του σπουδαίου Γαλλοελβετού συγγραφέα και graphic artist Frédéric Pajak, όπως παρουσιάστηκε στο Paris Review.
σχόλια