Ο Νίκος Γεωργόπουλος είναι art director με έδρα του το Λονδίνο. Γεννημένος στην Αθήνα, ο πολυβραβευμένος graphic designer εργάζεται ως επικεφαλής του τμήματος καλλιτεχνικής επιμέλειας της αρχιτεκτονικής εταιρίας Pollard Thomas Edwards, θέση από την οποία έχει επιμεληθεί το branding πολλών νέων περιοχών του Λονδίνου ενώ παράλληλα διδάσκει στο London College of Communication. Έχει συνεργαστεί με το Frieze Art Fair, το Βρετανικό Ίδρυμα Αρχιτεκτονικής, και τον Leon of Athens, ενώ πιο πρόσφατα, επανασυστήθηκε στο ευρύ κοινό μέσα από το πρότζεκτ του «Η φαντασιακή οπτική ταυτότητα των ξενοδοχείων Ξενία» - το πρώτο κεφάλαιο της τριλογίας "Time travel branding".
—Εργάζεστε ως art director στον χώρο του branding και της διαφήμισης ενώ παρά το νεαρό της ηλικίας σας φαίνεται να απολαμβάνετε μεγάλη αναγνωρισιμότητα για τον σχεδιασμό ευρηματικών οπτικών ταυτοτήτων για δημιουργικούς πελάτες. Μιλήστε μας λίγο για την δουλειά σας.
Πάντα με ενδιέφερε και με συγκινούσε το θέατρο, ο λόγος, η αφήγηση, η ιστορία και η ψυχαναλυτική προσέγγιση. Γι' αυτό η δουλειά μου διαμορφώνεται μέσα από μία δημιουργική προσέγγιση την οποία συναντά κανείς πιο συχνά στους προαναφερθέντες χώρους παρά σε αυτόν της γραφιστικής. Προφανώς και με έχει επηρεάσει το περιβάλλον μου. Μεγάλωσα στο κέντρο της Αθήνας. Οι γονείς μου είναι δικηγόροι. Νομίζω ότι από τον πατέρα μου έχω πάρει την αγάπη για την γλώσσα και από την μητέρα μου την ευαισθησία του πώς να χειρίζεται κανείς την γλώσσα με τρόπο που να δημιουργεί συναίσθημα, σχεδόν δραματουργικά. Ως art director δεν ενδιαφέρομαι τόσο να δημιουργήσω κάτι που απλά είναι ορθολογικό και λειτουργεί, όσο το να κατασκευάσω μία ατμόσφαιρα. Μέσω αυτής της ατμόσφαιρας, ο θεατής μπορεί να νιώσει ένα συναίσθημα, μία αλήθεια, κάτι που αυτομάτως καθιστά την επικοινωνία ντε φάκτο ουσιαστική.
Ilior, Visual Identity programme © Nikos Georgopoulos
—Το «Xenia Project» συζητήθηκε πολύ – ποιο ήταν ο στόχος πίσω από τη δημιουργία του;
«Η φαντασιακή οπτική ταυτότητα των ξενοδοχείων Ξενία» είναι ένα "concept project" στο πλαίσιο του οποίου «ταξίδεψα» μαζί με τους συνεργάτες μου πίσω στον χρόνο για να αναλάβω τον σχεδιασμό του branding των νεόδμητων, τότε, τουριστικών ξενοδοχείων «Ξενία». Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, μετά από δύο Παγκόσμιους και έναν Εμφύλιο πόλεμο, το Ελληνικό Κράτος είναι χρεοκοπημένο. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση αποφασίζει να ξεκινήσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα ανέγερσης νέων ξενοδοχείων με το όνομα «Ξενία», που στόχο είχε την δημιουργία υποδομών για τον τουρισμό και την επανεκκίνηση της οικονομίας του. Παρά την επιτυχία του σχεδίου, η επί χρόνια κακή διαχείριση οδηγεί τα «Ξενία» την δεκαετία του 90' στην παύση της λειτουργίας τους κι εκείνα περνούν στη φθορά. Μελετώντας την οπτική και γραφιστική γλώσσα των «Ξενία» (1951-1974) καθώς επίσης και τα φωτογραφικά αρχεία του Μουσείου Μπενάκη, δημιουργήσαμε το φανταστικό λογότυπο, τις διαφημιστικές μπροσούρες και μία σειρά χρηστικών αντικειμένων, αποτυπώνοντάς τα σε μία σειρά νοσταλγικών φωτογραφιών ενός εναλλακτικού παρελθόντος που δεν έλαβε χώρα ποτέ. Μπλέκοντας τα όρια μεταξύ τουρισμού, γραφιστικής και μυθοπλασίας, το αποτέλεσμα μεταφέρει τον θεατή σε ένα εναλλακτικό παρελθόν κατά το οποίο τα «Ξενία» ευδοκίμησαν, η αποβιομηχανοποίηση της Ελλάδας δεν έλαβε χώρα το 1970, η πλατεία Ομονοίας δεν μετατράπηκε σε τσιμεντένια πλατφόρμα και δεν έφυγαν ποτέ 400.000 Έλληνες μετά το 2010. Ο στόχος του εγχειρήματος αυτού, είναι να υπονοήσει ότι ένα εναλλακτικό παρελθόν, μπορεί να εξελιχθεί σε ένα υπέροχο μέλλον: «φαντασιακό, αλλά υπέροχο».
—Πρόσφατα, αναλάβατε να σχεδιάσετε το branding του Ilior, το πρώτο co-living brand στην Ελλάδα. Όμως, φαίνεται να ακολουθήσατε μία ενδιαφέρουσα προσέγγιση, διαφορετική από αυτήν που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε όταν μιλάμε για branding. Τι σας οδήγησε σε αυτή την απόφαση;
Όταν μου ζητήθηκε από τον Daniel να αναλάβω τον σχεδιασμό του branding του Ilior στην Αθήνα ενθουσιάστηκα! Σε πολλές πόλεις, όπως το Λονδίνο και την Νέα Υόρκη των Ηνωμένων Πολιτειών τα τελευταία χρόνια ανθεί μία νέα τάση «συγκατοίκησης» που ονομάζεται "co-living". Ακολουθώντας αυτή την ανερχόμενη τάση «συγκατοίκησης», το Ilior είναι το πρώτο "co-living" brand στην Ελλάδα. Το κοινό στο οποίο απευθύνεται το Ilior απαρτίζεται από την νέα γενιά δημιουργικών ανθρώπων, οι οποίοι ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα που δεν έχει γνωρίσει τον κόσμο χωρίς το ίντερνετ. Όμως η Αθήνα, όπως και άλλες μεσογειακές πρωτεύουσες της Νότιας Ευρώπης, δεν θεωρείται πολύ εξοικειωμένη με την ιδέα της συν-διαβίωσης. Θέλοντας να απομακρύνω το brand από αυτή την «αρνητική» σκέψη που αιωρείται σε συζητήσεις, αποφάσισα να αλλάξω το θέμα της συζήτησης τελείως και να «τοποθετήσω» το Ilior σαν μία φανταστική χώρα: τη χώρα των ονειροπόλων. Έτσι, η ιδέα για την οπτική ταυτότητα του Ilior βασίζεται σε ένα αλληγορικό σενάριο, το οποίο περιγράφει μία φανταστική χώρα της οποίας οι κάτοικοί ονειρεύονται ελεύθερα, ζουν ομαδικά, συνεργάζονται δημιουργικά και μοιράζονται τις ίδιες φιλοδοξίες. Το σήμα (brand mark) που σχεδιάσαμε είναι μία αναφορά στην σημαία αυτής της αλληγορικής χώρας και σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα του ονόματος "Ilior", το οποίο στην συνέχεια μέσω ενός modular animation «αναπτύσσεται» στο λογότυπο (word mark) και πάλι πίσω. Χρησιμοποιώντας pop χρώματα, τα οποία δεν θα χρησιμοποιούντο ποτέ για την σημαία ενός Κράτους, προσπαθήσαμε να ενδυναμώσουμε την πεποίθηση πως αυτή η χώρα, την οποία η σημαία καλείται να αντιπροσωπεύσει, είναι εντελώς φανταστική. Άλλωστε αυτή είναι η δύναμή της.
—Ποια είναι η σχέση μεταξύ της δουλειάς που κάνετε για την PTE και της δουλειάς που κάνετε για τους ιδιωτικούς σας πελάτες;
Είτε σχεδιάζω την οπτική ταυτότητα μίας νεο-αναπλαθείσας περιοχής στο Λονδίνο με τεράστιο budget και άρα πάρα πολλούς περιορισμoύς, είτε σχεδιάζω μέσω του προσωπικού μου γραφείου το branding του Ilior, ουσιαστικά για μένα είναι το ίδιο. Προσπαθώ πάντα να δημιουργήσω μία αφήγηση κι ένα συναίσθημα. Μπορεί στην πρώτη περίπτωση να είναι πιο δύσκολο να καταφέρεις να περάσεις μία δημιουργική ιδέα λόγω της corporate συνθήκης, όμως ακόμα και αυτή η διαδικασία έχει την δική της αξία. Τέλος, έχω μία ομάδα στενών συνεργατών και στο γραφείο αλλά και στα πρότζεκτς για ιδιωτικούς μου πελάτες που δουλεύουμε πολύ σκληρά και παράλληλα μαθαίνουμε ο ένας από τον άλλον.