Ο Παναγιώτης Πάγκαλος είναι αρχιτέκτων, διδάκτωρ αρχιτεκτονικής, αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και ανήκει στο συνεργαζόμενο εκπαιδευτικό προσωπικό (ΣΕΠ) του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Είναι ο ιδρυτής του πολιτισμικού θεσμού CityLab καθώς και της ομάδας Expiry Project. Διετέλεσε αντιπρόεδρος του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας και υπότροφος ερευνητής «Καραθεοδωρή» (2005-2008). Έχει διδάξει επί σειρά ετών σε 5 πανεπιστημιακά ιδρύματα (Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Πανεπιστήμιο Πατρών, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, ΑΤΕΙ Πατρών), έχει συγγράψει και επιμεληθεί μεγάλο αριθμό βιβλίων, έχει βραβευθεί σε διεθνείς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και έχει συμμετάσχει ως προσκεκλημένος ομιλητής σε διεθνή συνέδρια και μεταπτυχιακά προγράμματα.
Αυτή η εμπειρία του περνούσε μέσα από το τηλέφωνο (μέσω του οποίου πραγματοποιήσαμε τη συνέντευξή μας) με τον καλύτερο τρόπο. Κι αυτό γιατί ο Παναγιώτης Πάγκαλος είναι ένας άριστος χειριστής του λόγου, από αυτούς που σε κάνουν να νιώθεις ότι σε παίρνουν από το χέρι και σε ξεναγούν με απλά βήματα στον θησαυρό των γνώσεών τους, πράγμα που πάντα θεωρούσα σπάνιο ακαδημαϊκό δείγμα ψυχικής γενναιοδωρίας.
— Πώς αισθάνεστε για τη συμμετοχή σας στην απονομή των Lifetime Achievement Awards στο φετινό ΕΣΩ;
Χαίρομαι πολύ, διότι δύναμαι να συμβάλω σε μια σοφή πράξη βασισμένη στην ιδέα του Βασίλη Μπαρτζώκα. Είναι αναγκαίο να τιμούμε εκείνους τους δημιουργούς οι οποίοι, μέσω του έργου και της σκέψης τους, έχουν αποδείξει ότι η αρχιτεκτονική στην Ελλάδα είναι πρωτότυπη, αξιόλογη και κυρίως δεν είναι συνυφασμένη με το τεχνοκρατικό πρόσωπο της πολυτεχνικής εκπαίδευσης. Υπάρχουν έργα που αποδεικνύουν ότι η αρχιτεκτονική δεν είναι μια οικοδομική διαδικασία, δεν είναι μια επιστήμη εξαρτημένη από υπολογισμούς και μετρήσεις, δεν υπάγεται σε μια μηχανιστική αντίληψη του χώρου και του χρόνου, αλλά παραμένει κοντά σε αυτό που εξαρχής ήταν: μια από τις Καλές Τέχνες. Άρα κυριαρχεί το κομμάτι της αισθητικής υπόστασης της αρχιτεκτονικής και, ανεξαρτήτως εάν συνδυάζεται με τη λειτουργικότητα, δύναται να αποδώσει αποτελέσματα υψηλής πολιτισμικής ποιότητας και φιλοσοφικού προβληματισμού. Στο έργο αυτών των ποιητών της αρχιτεκτονικής, στα κτίρια του Atelier 66 των Αντωνακάκη ή του γραφείου Κυριακίδη, εμφανίζεται αυτή η υψηλή ποιότητα, όπως ασφαλώς και στα κείμενα του ιστορικού της αρχιτεκτονικής, ενός εκλεπτυσμένου συνθέτη λέξεων, του Δημήτρη Φιλιππίδη.
— Ποια η σχέση της αρχιτεκτονικής με την τέχνη, δεδομένου ότι έχετε περάσει από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας;
Όπως είπαμε, η αρχιτεκτονική γεννήθηκε, ήταν και είναι έως σήμερα μια Καλή Τέχνη. Όσοι προσπαθούν να την εντάξουν σε καλούπια και να οργανώσουν τρόπους διδασκαλίας της αρχιτεκτονικής σύνθεσης είναι a priori καταδικασμένοι να αποτύχουν. Η αρχιτεκτονική είναι όπως η ποίηση. Η ποίηση δεν διδάσκεται. Υπάρχουν τα ποιητικά γένη, οι ποιητικές σχολές, οι διάφοροι ποιητές που μπορεί κάποιος να μελετήσει αν ενδιαφέρεται για την ποίηση, αλλά δεν υπάρχουν εργαλεία, κανόνες και στρατηγικές για να συνθέσεις ποίηση. Διότι η ποίηση δεν είναι διαδικασία. Η ποίηση προβάλλει τις μνήμες της ύπαρξής μας πριν ακόμη ανασάνουμε, πριν ακόμη βγούμε στο φως. Η ποίηση αναλαμβάνει να πει αυτά που δεν μπορούν να ειπωθούν. Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και στην αρχιτεκτονική. Είναι αδύνατον να την εγκλωβίσεις σε ένα τεχνικό περιβάλλον. Το πραγματικό σπίτι της είναι οι σχολές και οι ακαδημίες των τεχνών, όσο και αν, από την περίοδο του Διαφωτισμού και έπειτα, μετατοπίστηκε σε ένα τεχνικό πεδίο όπου, προκειμένου να αυξηθεί η υπεραξία των κατασκευών, επικράτησε η αναγκαιότητα του εμπλουτισμού τους με καλλιτεχνικά μέσα. Τι εννοώ με αυτό; Πολύ απλά, τονίζω το γεγονός ότι η αρχιτεκτονική εκπαίδευση, μετά τη βιομηχανική επανάσταση, αποσπάστηκε σχεδόν βίαια από τις καλλιτεχνικές σχολές. Το γνωστότερο έως σήμερα παράδειγμα παραμένει αυτό της διαφοροποίησης της αρχιτεκτονικής διδασκαλίας μεταξύ της École Nationale des Beaux-Arts και της École Polytechnique, κατά τον 18ο και 19ο αιώνα στο Παρίσι. Πρόκειται για μια υπόθεση που μέχρι σήμερα μας «στοιχειώνει», διότι αναδεικνύει απροκάλυπτα ότι στην εποχή της βιομηχανικής παραγωγής, όπου η αξία είναι συνώνυμο της μεγιστοποίησης του κέρδους και η δημοκρατία εδράζεται στην ψευδαίσθηση της επιλογής, ο τρόπος με τον οποίο κατασκευάζονται τα κτίρια και τα αντικείμενα απαιτεί την καλλιτεχνική παρέμβαση προκειμένου τα ίδια πράγματα να εμφανίζονται συνεχώς ως διαφορετικά, ως νέα, ως άλλα. Έτσι, από τον 18ο αιώνα κι έπειτα, οι αρχιτέκτονες-καλλιτέχνες έγιναν αρχιτέκτονες-μηχανικοί. Διότι, είτε ως οραματιστές πόλεων, είτε ως μορφοποιητές κτιρίων, είτε ως designers, έχουν αναλάβει έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο: να προσδίδουν στα παράγωγα της βιομηχανίας το χαρακτηριστικό της μοναδικότητας που κατέχουν τα χειροποίητα έργα.
— Να γιατί, επομένως, λέμε συνεχώς «αρχιτέκτονες-μηχανικοί» και δεν λέμε σκέτο «αρχιτέκτονες»…
Αυτό είναι ένα βασανιστικό αγκάθι, που δεν λέει ακόμη να βγει. Όσα έζησε η αρχιτεκτονική κατά τον 19ο αιώνα χειροτέρεψαν στις αρχές του 20ού, όταν αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες από διάφορα πεδία της τέχνης θα συνεργαστούν με βιομήχανους και μηχανικούς στους κόλπους της Συνομοσπονδίας Deutscher Werkbund που ιδρύθηκε στο Μόναχο το έτος 1907, με στόχο να γεννηθεί μια νέα εποχή στη βιομηχανική παραγωγή βασισμένη στην καλλιτεχνική αξία του χρηστικού αντικειμένου. Αυτή η συνεργασία έμελλε να μετατραπεί και σε εκπαιδευτικό σύστημα, το γνωστό σε όλους Bauhaus. Τι είναι λοιπόν ο designer; Είναι ο καλλιτέχνης-σχεδιαστής μιας βιομηχανικώς παραγόμενης μορφής. Σαν να λέμε −κατά το «αρχιτέκτων-μηχανικός»− ότι ο designer είναι ένας «ζωγράφος-μηχανικός» ή ένας «γλύπτης-μηχανικός». Αντιλαμβανόμαστε συνεπώς ότι το δεύτερο συνθετικό στον τίτλο του αρχιτέκτονα-μηχανικού, δηλαδή το «μηχανικός», εμφανίζεται για να υποδεικνύει ότι η καλλιτεχνική δύναμη απορροφήθηκε από τις πολυτεχνικές σχολές, σε μια εκπαιδευτική διαδικασία που ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τις προσταγές της βιομηχανικής πραγματικότητας. Η αφηρημένη σκέψη κατέστη συγκεκριμένο προϊόν. Άλλωστε, γι’ αυτόν τον λόγο αρκετοί αρχιτέκτονες-μηχανικοί αποποιούνται το τεχνοκρατικό συστατικό του τίτλου τους και εμφανίζονται με το σκέτο «αρχιτέκτων».
Η «μόδα» είναι το αντίθετο του «κλασικού». Το κλασικό είναι δείγμα σταθερότητας και διάρκειας. Δεν ευδοκιμεί στην ανανέωση, ούτε εξαρτάται από τις εφήμερες ανάγκες, διότι το κλασικό είναι πιο ισχυρό από τη χρονική στιγμή της γένεσής του
— Διδάσκετε σε ένα Πανεπιστημιακό Τμήμα Εσωτερικής Αρχιτεκτονικής. Από τι καθορίζονται οι τρέχουσες τάσεις σε αυτόν τον τομέα;
Ανοίγεις ένα πεδίο το οποίο σχετίζεται άμεσα με την έννοια της μόδας. Τι είναι μόδα; Μόδα είναι ένα προγραμματισμένο φαινόμενο διηνεκούς απόσυρσης αγαθών, άκρως απαραίτητο για την παραγωγική διαδικασία και κυρίως για τη ροή της κατανάλωσης. Κύριο χαρακτηριστικό αυτού του φαινομένου είναι η ανανέωση. Επομένως, η μόδα είναι ουσιαστικά η καλλιέργεια της επιθυμίας αντικατάστασης ενός στοιχείου με ένα άλλο, είτε πρόκειται για προϊόν, για χρώμα, για ύφος, σώμα, τρόπο ζωής, εμπειρία… κ.λπ. Ο καταναλωτισμός, που αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη εξελικτική δύναμη σήμερα σε ολόκληρο τον πλανήτη, υποδεικνύει πάρα πολλά πράγματα, τα οποία θα πρέπει απαραιτήτως να ανανεώνονται και να ανασυγκροτούνται, να καταστρέφονται και να επανέρχονται, σαν τον μυθικό φοίνικα, που αναγεννιέται από τις στάχτες του. Κι αυτό θα γίνεται όλο και συχνότερα, προκειμένου να ενισχύεται ο ρόλος της παγκόσμιας αγοράς. Βεβαίως, κανείς δεν θα σκεφτόταν να μετασχηματίσει την Ακρόπολη ή να παρέμβει μορφολογικά στα κτίρια του νεοκλασικισμού. Υπάρχουν κάποιες σταθερές αξίες, με τις οποίες το καινούργιο συγκρίνεται ώστε να εμφανίζεται ως δείγμα προόδου. Η «μόδα», επομένως, είναι το αντίθετο του «κλασικού». Το κλασικό είναι δείγμα σταθερότητας και διάρκειας. Δεν ευδοκιμεί στην ανανέωση, ούτε εξαρτάται από τις εφήμερες ανάγκες, διότι το κλασικό είναι πιο ισχυρό από τη χρονική στιγμή της γένεσής του. Άρα, θα λέγαμε ότι η «τρέχουσα τάση» −για την οποία με ρωτήσατε− εκφράζει αυτό το αντιθετικό δίπολο: αφενός διαπιστώνουμε το μεγαλύτερο ποσοστό σκέψης αφιερωμένο στην εξυπηρέτηση της μόδας, αφετέρου ένα μικρότερο που προσπαθεί να δημιουργεί ανεπηρέαστο από την πίεση της εποχής.
— Ποιες είναι οι κυρίαρχες κατευθύνσεις στο βιομηχανικό design;
Ένα βιομηχανικό χρηστικό προϊόν είναι ουσιαστικά ένα αρχιτεκτονικό έργο σε διαφορετική κλίμακα, δηλαδή σε μικρότερες, συνήθως, διαστάσεις. Κοινός παρονομαστής στην αρχιτεκτονική και στο design είναι ο σχεδιασμός. Η λέξη design, δηλαδή «σχεδιασμός», υποδηλώνει όλα εκείνα τα διαδοχικά στάδια τα οποία θα πρέπει να διανύσει η πραγματοποίηση ενός αντικειμένου, από τη σύλληψή του ως ιδέας μέχρι και την παράδοσή του στον χρήστη. Για παράδειγμα, η χειροτεχνία είναι μια διαδικασία άγραφου σχεδιασμού, διότι δεν νοείται χειροτέχνης που να μην προσχεδιάζει στο μυαλό του και να μην έχει μελετήσει εμπειρικά όλα τα στάδια παραγωγής του αντικειμένου, προκειμένου να επιτύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Στο σύγχρονο βιομηχανικό design κυριαρχεί η τάση δημιουργίας «μοναδικών» αντικειμένων. Είναι διάχυτη η προσπάθεια παραγωγής εξιδεικευμένων και εξατομικευμένων αντικειμένων, που θα ικανοποιούν τη διάχυτη επιθυμία του πελάτη να είναι κάτι μόνο «δικό του». Φαίνεται πως βιώνουμε την καταπίεση της προσωπικότητας από την ένταση του αχαλίνωτου καταναλωτισμού και αναζητούμε να επιβεβαιώσουμε το −ούτως ή άλλως− αυτονόητο της ετερότητάς μας μέσα από την κατοχή μοναδικών αντικειμένων. Γι’ αυτό τον λόγο είναι πλέον απαραίτητη μια σύμπραξη και ένας κοινός δρόμος μεταξύ βιομηχανικού και χειρωνακτικού design, δηλαδή χρειαζόμαστε έναν συνθετικό προγραμματισμό παραγωγής της ιδέας. Στην Ελλάδα δεν έχει δοθεί ακόμα η δέουσα βαρύτητα στη συνθετική διαδικασία, είτε πρόκειται για βιομηχανικό είτε πρόκειται για χειροτεχνικό προϊόν. Να επισημάνω ότι στη σύγχρονη χειροτεχνία δεν συμπεριλαμβάνονται μόνο τα κλασικά προϊόντα της κεραμικής, της αργυροχρυσοχοΐας, της ξυλογλυπτικής, της μεταλλοτεχνίας, του ψηφιδωτού, της ταπητουργίας κ.λπ., αλλά και της ρομποτικής από χειρώνακτες ή της δημιουργίας λογισμικών παραγωγής έργων τέχνης κ.ο.κ. Το ίδιο συμβαίνει και στον χώρο των σύγχρονων βιομηχανικών σχεδιαστών, που αναλαμβάνουν να σχεδιάσουν κυβικά καρπούζια ή εργοστασιακά μαρούλια.
Στην Ελλάδα δεν έχει δοθεί ακόμα η δέουσα βαρύτητα στη συνθετική διαδικασία, είτε πρόκειται για βιομηχανικό είτε πρόκειται για χειροτεχνικό προϊόν.
— Αγαπούσατε την αρχιτεκτονική από παιδί;
Αυτό είναι το μόνο σίγουρο, αλλά ακόμη δεν έχω βρει ακριβώς το γιατί. Είναι κάπως περίπλοκο, όμως μπορώ να το απλοποιήσω αν λειτουργήσω ψυχαναλυτικά ως προς τον εαυτό μου. Θα έλεγα ότι οι πρώτες επιρροές προέρχονται, όπως συμβαίνει με τους περισσότερους, από την οικογένεια στα παιδικά χρόνια μου. Μεγάλωσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον με ισχυρές αντιθέσεις. Από τη μια, το σπίτι ήταν πάντα γεμάτο φακέλους με τεχνικά σχέδια του πατέρα μου, που ήταν μηχανικός, και από την άλλη με πίνακες που αντανακλούσαν τον πόθο της μητέρας μου να γίνει ζωγράφος. Στα τραπέζια έβλεπες την ορθολογική τεχνική των ξυλοτύπων και των κατόψεων, ενώ στους τοίχους μια νοσταλγική καλλιτεχνική ματιά να ανοίγει παράθυρα στη φαντασία. Είναι σαν να λέμε ότι κάτω από την ίδια στέγη συμβίωνε το Πολυτεχνείο με την Καλών Τεχνών, ή η École Polytechnique με την École des Beaux-Arts. Έπειτα, θυμάμαι ότι πάντοτε το πεδίο των τεχνών ερέθιζε τη σκέψη μου. Τα γλυπτά, οι πίνακες, τα μουσεία, οι αρχαιολογικοί χώροι με προκαλούσαν να τους διαβάσω με έναν δικό μου τρόπο. Ήταν ένα λεξιλόγιο με κρυπτογραφημένους όρους, που έπρεπε, σαν art-hacker, να βρω τον τρόπο να το «σπάσω» για να ανέβω επίπεδο. Αυτή η ορμή της ερμηνευτικής γοητείας και της αποκωδικοποίησης εξισορροπήθηκε με το ενδιαφέρον μου για την πληροφορική, η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο των πρώτων σπουδών μου και συνδυάστηκε με τη μετέπειτα φοίτηση στην αρχιτεκτονική, σε μια περίοδο που ο υπολογιστής ήταν σχεδιαστικό προνόμιο λίγων και δεν είχε ακόμα κατακτήσει κάθε πτυχή της αρχιτεκτονικής δημιουργικότητας. Τότε ήμουν πεπεισμένος ότι το μέλλον βρίσκεται στην τεχνολογία και προσπαθούσα επίμονα να εξελιχθώ σε έναν άριστο ψηφιακό αρχιτέκτονα, χρησιμοποιώντας τα ισχυρότερα μέσα της πληροφορικής. Όμως, το ασυνείδητο δεν ξεχνά. Έφτασα σε ένα σημείο ωριμότητας, στο οποίο συνειδητοποίησα ότι η ανωτερότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου σε σχέση με τον ηλεκτρονικό εντοπίζεται στη δυνατότητα της σκέψης να προβαίνει σε απρόβλεπτους, μη ορθολογικούς συνειρμούς, έξω και πέρα από κάθε υπολογιστική διαδικασία. Επομένως, προτίμησα να ασχολούμαι με την τέχνη και τα μυστικά της σε όλα τα επίπεδα, από το να αναπτύσσω τις γνώσεις μου στην αρχιτεκτονική σύνθεση με τη χρήση του υπολογιστή. Προτιμώ το χάος από τα 0 και 1 της ηλεκτρονικής λογικής. Επέλεξα το απρόσμενο από το προκαθορισμένο. Ίσως γι’ αυτό να ερωτεύτηκα την τέχνη της αρχιτεκτονικής.
Architecture Design Map 5: The Green Issue
Η συλλεκτική έκδοση της LiFO σε συνεργασία με το Archisearch.gr και την Design Ambassador.