Το σπίτι της Λυδίας Βενιέρη είναι βαμμένο με ένα βυσσινί-φούξια χρώμα που ξεχωρίζει από χιλιόμετρα. Περνάω την αυλόπορτα και βρίσκομαι σ' έναν κήπο μαγικό: άγρια βλάστηση, ψηλά δέντρα περιτριγυρισμένα από εντυπωσιακά γλυπτά. Κάπου στο βάθος μπορώ να ισχυριστώ ότι είδα τον αντικατοπτρισμό της δεσποινίδας Χάβισαμ. Το σκηνικό μοιάζει βγαλμένο από τις «Μεγάλες Προσδοκίες» του Αλφόνσο Κουαρόν.
Αυτή ήταν η πρώτη έκπληξη. Τη διαδέχτηκε μια μεγαλύτερη: το εσωτερικό του σπιτιού! «Τι είναι εδώ;» τη ρωτάω με το στόμα ορθάνοιχτο. «Εδώ είναι οι συντεταγμένες μου, η θέση μου στο σύμπαν», λέει η Λυδία με τη φυσικότητα που θα μου με ρωτούσε «παίζουμε απόψε μπιρίμπα;».
«Τι είναι για σένα το σπίτι;» ρωτάω και κείνη ξεκινά σαν να μου αφηγείται ένα φιλοσοφικό παραμύθι. «Εγώ τα βλέπω τα σπίτια μου ως ναούς. Ως κάτι που εκτείνεται σταδιακά στο άπειρο».
Περνώντας από δωμάτιο σε δωμάτιο, νιώθω ότι είμαι στη Χώρα των Θαυμάτων και η Λυδία είναι ο κούνελος που με ξεναγεί. Το σπίτι θα μπορούσε να είναι ένα στοιχειωμένο μουσείο. Έχει ένα ράγισμα, και μέσα από το ράγισμα βγαίνει η ζωή. «Τα έργα μου είναι οι ιππότες μου, οι πνευματικοί μου άγγελοι, η προσωπική μου μυθολογία που με ενώνει όχι μόνο με το πριν αλλά και με το μετά τον θάνατο, με πάνε σε άλλους κόσμους, σε άλλα αστέρια».
Θεωρώ την ομορφιά ίαση, δεν τη φοβάμαι. Όποιος φοβάται την ομορφιά, πάσχει τουλάχιστον από κατάθλιψη.
Η Λυδία έχει μετακομίσει στη ζωή της σε πολλά σπίτια. Τα τελευταία είκοσι πέντε ζει στη Νέα Υόρκη και πηγαινοέρχεται στην Ελλάδα. Έχει ζήσει όμως άλλα δεκατέσσερα στο Παρίσι.
Τη σοφίτα όπου έμενε ως φοιτήτρια την είχε κάνει εξώφυλλο το «Elle Μaison Decoration». «Ούτε που ήξερα ότι ήταν κάτι όμορφο. Το ζήτησαν, δέχτηκα. Για μένα ήταν απλά ο κόσμος μου. Είχα ζωγραφίσει στον τοίχο τον Αίμονα που έβρισκε την Αντιγόνη. Δεν σκέφτομαι πώς να κάνω κάτι· συλλαμβάνω απλώς έναν διάκοσμο με τα δικά μου “βιβλικά μαθηματικά”, βρίσκω μια δίοδο. Πότε νιώθω ότι ζω σε αετοφωλιά και πότε σε μια κουφάλα βελανιδιάς».
Όλα τα δωμάτια είναι γεμάτα αντικείμενα που έχει συλλέξει όλα αυτά τα χρόνια. Η Λυδία αγαπάει και σέβεται τα αντικείμενα, τα ζώα, τη φύση.
«Είμαι τόσο ανιμίστρια που όταν χάνω τα κλειδιά μου, τα παρακαλώ εκείνα να με βρουν». Χαρακτηρίζει τον εαυτό της «φετιχιστικο-συλλέκτρια». Μικρή, όταν διάλεγε μια κούκλα ή ένα ζωάκι, πίστευε ότι τη διάλεγε εκείνο. «Ακόμα και σήμερα, όταν έρχεται μια καινούργια γάτα στη ζωή μου, νιώθω ότι εκείνη με διάλεξε. Όπως οι Αρχαίοι, βλέπω και αισθάνομαι μορφές παντού, στον άνεμο, στα σύννεφα, στα δέντρα, ίσως γι' αυτό να μη με τράβηξε ποτέ η αφηρημένη τέχνη».
Ο αγαπημένος της αρχιτέκτονας είναι ο Γκαουντί. «Τα έργα του σου ψιθυρίζουν κάτι...» Τον Λε Κορμπυζιέ φαίνεται να μην τον πολυσυμπαθεί. «Βρίσκω ότι είχε μια αγχωτική σχέση με την πραγματικότητα και επέβαλε μια τσιγκουνιά σαν τιμωρία».
«Δεν σ' αρέσουν οι λιτές απλές γραμμές;»
«Τι να τις κάνεις; Απλές τις λες γιατί; Επειδή είναι ίσιες; Και οι καμπύλες τότε τι είναι; Φαιδρές;» Ξετρελαίνομαι που μιλάμε για «τις γραμμές» σαν να 'ναι φιλενάδες μας.
«Πόσα κιλά συναίσθημα ζυγίζει αυτό το σπίτι;»
«Κοίτα τους τοίχους», λέει και μου δείχνει τους τοίχους που έχουν υγρασία. «Η υγρασία σκάει σαν φουσκάλα, μπορείς να την πεις και "χαρούμενα δάκρυα". Αν τρυπήσει το δάπεδο, μπορεί να βγει ένα σιντριβάνι. Άσε που νιώθω ότι ζω πάνω στον ναό της Άρτεμης».
«Της Άρτεμης;»
«Το Μαρούσι είναι αρχαίο τοπωνύμιο, προέρχεται απ' την Αμαρούσιο Άρτεμη».
Η Λυδία μεγάλωσε στο Μαρούσι, ανάμεσα σε τρία σπίτια που μοιράζονταν τον ίδιο κήπο: της μαμάς, της θείας και της γιαγιάς της. Οι γονείς της ήταν και οι δυο αρχιτέκτονες, και διανοούμενοι. «Έκοβες τον καπνό με το νυστέρι ανάμεσα σε μουσάτους που άκουγαν Τζόαν Μπαέζ και Ζωρζ Μουστακί, ήταν τα χρόνια της χούντας.
Ο Τσαρούχης, ο Φασιανός, ο Άρης Προβελέγγιος, η Δανάη, ήταν συχνοί επισκέπτες στο σπίτι. Εκείνη την εποχή το Μαρούσι ήταν ένα “κουκλάκι” πολύ πράσινο, με ωραία δέντρα. Όλα τα σπίτια, και τα πλούσια και τα φτωχά, είχαν αυλές και κήπους και ήταν όμορφα. Η περιοχή είχε κάτι το εορταστικό, σαν να ήταν τόπος αναψυχής. Με το που έστριβες στον Παράδεισο Αμαρουσίου υπήρχε ένα αρχαίο νεκροταφείο, και πίσω του το αριστουργηματικό εργαστήρι της κεραμίστριας Ήρας Τριανταφυλλίδη, ένα σπίτι γεμάτο τριαντάφυλλα. Η Ήρα μου χάριζε κεραμικά ζωάκια – έχω μια μεγάλη συλλογή. Τη θυμάμαι πάντα να πηγαίνει μπροστά και να την ακολουθούν οι γάτες. Το σπίτι αυτό της Ήρας είναι μια πολιτιστική κληρονομιά, δωρεά στο κράτος, που δυστυχώς ρημάζει.
Του Τσαρούχη το εργαστήρι στο Μαρούσι έχει καλύτερη τύχη; Τουλάχιστον ακόμα “στέκεται”, αλλά δεν έχει αξιοποιηθεί όπως θα όφειλε.
«Τον θυμάσαι τον Τσαρούχη;»
«Μα φυσικά, από μικρό παιδάκι. Όταν ήμουν δέκα χρονών ήταν να με γράψουν στη σχολή Βεάκη να κάνω κάποια μαθήματα θεάτρου. Επενέβη τότε και είπε ότι η Λυδία είναι γεννημένη ζωγράφος και να μ' αφήσουν ήσυχη. Σύχναζα και μεγαλύτερη στο σπίτι του, παίζαμε, ζωγραφίζαμε, ήταν και σπουδαίος φιλόσοφος. Καμιά φορά που συναντιόμασταν τυχαία στον δρόμο με καλούσε να φάμε έξω, λέγοντάς μου "ή θα μας πετάξουν με τις κλοτσιές σαν κλοσάρ ή θα μας κάνουν επίσημο τραπέζι, με τιμές". Ποτέ δεν μας πέταξαν έξω».
«Το Μαρούσι πώς είναι σήμερα;» ρωτάω και καταλαβαίνω απ' το ύφος της ότι έκανα την πολύ λάθος ερώτηση. «Με ρωτάς για το Μαρούσι και πονάω. Κάθε ταμπέλα φροντιστηρίου ή οδοντιατρείου, κάθε κομμένο δέντρο είναι μια πληγή. Κάποτε, που ο Τάκις έβριζε την Αθήνα και τον είπα ανθέλληνα, μου απάντησε ότι αυτός γεννήθηκε σε μια πόλη μαγική, με δυο ποτάμια στα οποία κολύμπησε παιδί και που εγώ δεν θα γνωρίσω ποτέ. Και πια καταλαβαίνω τι ήθελε να πει, γιατί κάθε φορά που έρχομαι νιώθω την αποστροφή του νεοέλληνα για το όμορφο, την ευκολία να διαπράξει την εγκληματική ενέργεια της καταστροφής, θεωρώντας την ανάπτυξη. Γνήσιοι απόγονοι των εικονοκλαστών, έχουμε τον πουριτανισμό του γκρι, του μαύρου, του μπεζ και του απρόσωπου.
Θυμάμαι που στο εργαστήριο ζωγραφικής φτιάχναμε τα χρώματα και πώς εξυμνούσαμε τα γεώδη ως αληθινά, τα οποία εμένα μου θυμίζουνε στρατό, παραλλαγή, χούντα.
Τι έχει το ροζ και το κόκκινο; Να φταίει η ξεμυαλισμένη αμυγδαλιά; Ή η παπαρούνα του Αττίκ; Ή η δηλητηριασμένη κουλτούρα μας που μας βάζει να κατασπαράζουμε τον αμνό του κυρίου την επομένη της Ανάστασής του; Πάντως, εγώ θεωρώ την ομορφιά ίαση και δεν τη φοβάμαι, όποιος φοβάται την ομορφιά πάσχει τουλάχιστον από κατάθλιψη».
Η όμορφη Κιμώνα, η κόρη της Λυδίας και εγγονή του γλύπτη Τάκι, έχει βάλει ωραίες '70s μουσικές στο πικάπ, ακούμε το θέμα απ' την ταινία «Εmanuel» και μου σερβίρει το φρέσκο κρασί που έφτιαξε η ίδια το καλοκαίρι.
Η Λυδία μαγειρεύει κάτι νόστιμο, οι πέντε γάτες τις είναι σκορπισμένες στα δωμάτια και όλα λειτουργούν με έναν δικό τους, εσωτερικό ρυθμό, σχεδόν σπλαχνικό.
Αν μπορούσαμε να διαλέξουμε οικογένεια, εγώ θα 'θελα να ανήκω σ' αυτή.
Γιατί αυτό το σπίτι έχει χαρά. Χαρά και τέχνη και χρώμα και ιστορία και γάτες, πολλές γάτες, αλλά κυρίως έχει τη μαγική Λυδία Βενιέρη που δεν παράγει απλώς τέχνη αλλά τη ζει!
Φεύγοντας, στην εξώπορτα μου λέει «μη με γράψεις σε παρακαλώ "εικαστικό", δεν τη συμπαθώ αυτήν τη λέξη, μου θυμίζει τασάκι».