«Όλα συμβαίνουν μέσα σε αυτόν τον χώρο. Εδώ μέσα ζούμε ως οικογένεια. Εδώ μαγειρεύουμε και τρώμε, εδώ κάνει ο καθένας τις δουλειές του, εδώ αράζουμε και τα λέμε, εδώ έρχονται οι φίλοι μας» μου λέει η Άννα Πολυδώρου μόλις μπαίνουμε στο σπίτι της που βρίσκεται σε ένα πολύ ήσυχο δρομάκι του Θησείου.
Ο χώρος στον οποίο αναφέρεται είναι ένα ενιαίο, άνετο «δωμάτιο» μέσα στο οποίο χωράνε το σαλόνι, η κουζίνα και η τραπεζαρία.
«Το τραπέζι της κουζίνας είναι και γραφείο δικό μου αλλά και για τις δύο μικρές μας κόρες. Βασικά κάνουμε χίλια δυο πράγματα εδώ πάνω. Είναι το κεντρικό σημείο του σπιτιού» λέει και κλείνει βιαστικά την οθόνη του λάπτοπ της πάνω στο οποίο δούλευε λίγο πριν έρθουμε για τα σχετικά της πλατφόρμας It's all, oh so souvenir to me! την οποία έχει στήσει η ίδια.
Της λέω ότι βρίσκω υπέροχο που τις έχει αφήσει να γράψουν και να ζωγραφίσουν τους τοίχους, να κολλήσουν αυτοκόλλητα. «Νομίζω πως ο καθένας τελικά φτιάχνει το δικό του σύμπαν στον προσωπικό του χώρο γι αυτό και θέλησα να δώσω αυτό το δικαίωμα και στα παιδιά μου. Κάποια στιγμή βέβαια μου πρότειναν να γράψουν στους τοίχους και του υπόλοιπου σπιτιού. Γούρλωσα τα μάτια, ξεροκατάπια και τους απάντησα: Ο καθένας κάνει ό,τι θέλει μόνο στον ιδιωτικό του χώρο».
Η Άννα Πολυδώρου είναι μια πολύ δραστήρια γυναίκα και χωρίς υπερβολή πρόκειται για έναν από τους ανθρώπους στους οποίους οφείλεται ο επαναπροσδιορισμός του ελληνικού σουβενίρ, μια και ήταν εκείνη που είχε πρώτη την ιδέα να φέρει σε επαφή ένα σωρό Έλληνες ντιζάινερ ώστε να σχεδιαστούν μια σειρά από πρωτότυπα και ευρηματικά χρηστικά αντικείμενα τα οποία μπορούν να πάρουν μαζί τους ο τουρίστες (και όχι μόνο) ως αναμνηστικά από τη χώρα μας.
«Πώς μου ήρθε η ιδέα; Έμενα και τότε στο Θησείο και η δουλειά μου ήταν στην Πλάκα. Θυμάμαι να χαζεύω καθημερινά όλα αυτά τα κακόγουστα μπλουζάκια της κακιάς ώρας, τα άσχημα μαγνητάκια με την Ακρόπολη και τις χοντροκομμένες περικεφαλαίες και να αναρωτιέμαι "μα είναι δυνατόν να προσφέρουμε στους τουρίστες όλα αυτά τα φολκόρ τερατουργήματα –τα οποία παρεμπιπτόντως είναι και Made in China– και να μην έχουμε να προτείνουμε κάτι που έχουν δημιουργήσει Έλληνες σχεδιαστές;".
Σε αυτό το σημείο ξεκίνησα να συζητάω με διάφορους σχεδιαστές πάνω σε ιδέες που θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν. Το ένα έφερε το άλλο και πραγματικά τελικά έγινε κάτι με μεγάλη απήχηση».
«Ένα από τα σουβενίρ που προέκυψε μέσα από αυτή την προσπάθεια είναι και η Λithi του Δημοσθένη Σερκετζή» λέει και μου δείχνει ένα κομψό press papier που αποτελείται από ελληνικό μάρμαρο και γυαλί που μέσα έχει θαλασσινό νερό και λάδι.
«Είναι μια πολύ όμορφη ιδέα που παίζει πολύ με την έννοια της κλεψύδρας η οποία δείχνει τη ροή του χρόνου. Υποτίθεται ότι τη γυρνάς και μετράς τις μέρες έως τις επόμενες διακοπές στην Ελλάδα. Δεν είναι υπέροχη σύλληψη;
»Με ρωτάγανε πολλοί αν με ενοχλεί που υπάρχει το κιτς σουβενίρ. Μα φυσικά και δεν με ενοχλεί διότι αν δεν υπήρχε και αυτό, δεν θα μπορούσα να αντιπροτείνω τα σουβενίρ των designers. Η ομοιομορφία είναι πολύ βαρετή. Πρέπει να υπάρχει ποικιλία. Όλα χωράνε. Άσε που μου αρέσουν πολύ και κάποια κιτς σουβενίρ».
Μου λέει ότι βρήκαν αυτό το σπίτι πριν από δέκα περίπου χρόνια. «Όταν το πρωτοείδα έπαθα πλάκα, το ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα».
Το μισό ήταν κτίσμα του '34 και χρησιμοποιούνταν ως ενοικιοστάσιο, δηλαδή πολλά δωμάτια μαζί που τα νοίκιαζαν τότε σε εργένηδες. «Αν κοιτάξεις πάνω, προς το ταβάνι, θα δεις τη διαρρύθμιση των δωματίων όπως ήταν τότε».
Το '54 αυτός που το πήρε άφησε τον ισόγειο χώρο ως είχε και έκτισε στον πάνω όροφο. Κάποια στιγμή οι ιδιοκτήτες του θέλησαν να το αφήσουν αλλά δεν το αγόραζε κανείς διότι το πάνω με το κάτω σπίτι συνδεόταν με ένα δοκάρι λίγο περίεργο και όλοι φοβούνταν ότι θα πέσει.
«Βέβαια όταν κάναμε τη στατική μελέτη μας είπαν ότι όλως περιέργως είναι πολύ σταθερό» λέει η Άννα. Είναι πάντως φοβερό πώς ένα κτίσμα του '34 ακυρώθηκε από εκείνο του '54. Γι αυτό και το σπίτι δεν θεωρείται διατηρητέο (ενώ θα έπρεπε).
«Αυτό που με κέρδισε κατευθείαν πάντως είναι ότι δεν έχει ευθείες γραμμές. Αυτός όμως ήταν και ο καβγάς μου με τον αρχιτέκτονά μας που προσπαθούσε να με πείσει να βάλουμε γυψοσανίδες και δεν συμμαζεύεται. Του είπα: "Μα έχω φάει τον κόσμο να βρω ένα ψηλοτάβανο σπίτι με ιστορία που οι χώροι να μου διηγούνται πώς ήταν κάποτε και θα έρθεις να μου το ισιώσεις; Κρίμα!"».
Όταν σχεδίαζαν το σπίτι, η ίδια και ο σύντροφός της έβαλαν κάποιες προτεραιότητες: «Θέλαμε να μεγαλώνουν τα πράγματα μαζί μας, δηλαδή να μπορούμε να ζούμε το σπίτι. Να μη φοβόμαστε μη μας πέσει κάτι στο πάτωμα. Να είμαστε άνετοι. Ένα άλλο πολύ βασικό ήταν να μπαίνει όσο περισσότερο φυσικό φως γίνεται, να μην σε πνίγει ο χώρος. Γι' αυτό και προσπαθήσαμε να αξιοποιήσουμε οποιαδήποτε πηγή φυσικού φωτός είχαμε».
Κάπως έτσι προέκυψαν τα μεγάλα παράθυρα στο μπροστινό αλλά και στο πίσω μέρος του ενιαίου χώρου αλλά και τα δύο τζαμένια ανοίγματα που αφήνουν το φως να μπαίνει από από την ταράτσα.
To σπίτι πάντως είναι γεμάτο με αντικείμενα κυρίως Ελλήνων σχεδιαστών. Το coffee table όπως και τα υπόλοιπα τραπεζάκια του σαλονιού τα έχουν δημιουργήσει οι Three dots, η ομάδα σχεδιαστών που μεταποιεί παλιά αντικείμενα, ενώ σε ένα άλλο σημείο αναγνωρίζω και τα σουβέρ των Future Perfect.
«Αρχικά είχαν φτιάξει αυτά τα σουβέρ χρησιμοποιώντας τον χάρτη της παλιάς Λευκωσίας, αποτυπώνοντάς τον πάνω σε τσιμέντο. Έπειτα τα έφτιαξαν και με τον χάρτη της Αθήνας» μου εξηγεί η Άννα της οποία επίσης ο τόπος καταγωγής είναι η Λευκωσία της Κύπρου.
«Δυο πολύ αγαπημένα μου αντικείμενα είναι δύο τσαγέρες που έχω. Τη μια την είχα πάρει από το μοναδικό ταξίδι που έκανα στη Κίνα το 2003 και είναι φτιαγμένη από μια πέτρα που λέγεται jade». Πρόκειται για τον νεφρίτη, έναν ημιπολύτιμο λίθο σε ανοιχτό πράσινο χρώμα που έχει τη ιδιότητα με τα χρόνια να αλλάζει χρώμα.
«Μου άρεσε πολύ η ιδέα ότι θα έχω ένα αντικείμενο το οποίο θα μεγαλώνει μαζί μου από ένα μέρος που δύσκολα θα ξαναεπισκεφθώ (λόγω απόστασης).
Την άλλη τσαγέρα την πήρα το 2005 από το κατεχόμενο κομμάτι της παλιάς Λευκωσίας στην πρώτη μου επίσκεψη που έκανα εκεί. Χθες σκεφτόμουν πως υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ αυτών των αντικειμένων. Το ένα το πήρα από έναν μακρινό προορισμό και το άλλο από ένα μέρος τόσο κοντινό σε μένα αλλά και τόσο μακρινό επίσης, μια και η κατεχόμενη παλιά Λευκωσία ήταν για πολλά χρόνια ένα μέρος απαγορευτικό».
Συμφωνούμε και οι δύο ότι συνήθως μας συνδέει μια πολύ στενή σχέση με τα αντικείμενα που βρίσκονται μέσα στο σπίτι μας, κυρίως διότι πίσω από το καθένα από αυτά κρύβεται μια μικρή ιστορία. Το καθετί συνδέεται και με μια ανάμνηση.
«Ωστόσο, τελευταία έχω παρατηρήσει ότι αυτές οι αναμνήσεις, από τη δική μου προσωπική ζωή επισκιάζονται από τη σχέση μου με τα παιδιά μου, τα οποία έχουν ξεκινήσει να γεμίζουν κι αυτά το σπίτι με τα δικά τους αντικείμενα. Άλλωστε από ένα σημείο και έπειτα το σπίτι δεν είναι μόνο των γονιών αλλά γίνεται και των παιδιών, που αφήνουν κι αυτά το σημαδάκι τους. Στη δική μας περίπτωση βέβαια είναι αρκετά έντονο» λέει δείχνοντάς μου τους τοίχους των υπνοδωματίων των κοριτσιών στον πρώτο όροφο του σπιτιού.
Της λέω ότι βρίσκω υπέροχο που τις έχει αφήσει να γράψουν και να ζωγραφίσουν τους τοίχους, να κολλήσουν αυτοκόλλητα.
«Νομίζω πως ο καθένας τελικά φτιάχνει το δικό του σύμπαν στον προσωπικό του χώρο γι αυτό και θέλησα να δώσω αυτό το δικαίωμα και στα παιδιά μου. Κάποια στιγμή βέβαια μου πρότειναν να γράψουν στους τοίχους και του υπόλοιπου σπιτιού. Γούρλωσα τα μάτια, ξεροκατάπια και τους απάντησα: Ο καθένας κάνει ό,τι θέλει μόνο στον ιδιωτικό του χώρο».
σχόλια