Η πρώτη μεγάλη έκθεση του Γερμανού καλλιτέχνη της Αναγέννησης Άλμπρεχτ Ντύρερ στο Ηνωμένο Βασίλειο εδώ και σχεδόν 20 χρόνια χαρτογραφεί μέσα από πίνακες, σχέδια, χαρακτικά και γράμματα τα ταξίδια του στην Ευρώπη, ζωντανεύοντας τον ίδιο τον καλλιτέχνη, και τους ανθρώπους και τα μέρη που επισκέφτηκε.
Μέσα από τα ταξίδια του στις Άλπεις, την Ιταλία, τη Βενετία και την Ολλανδία, η έκθεση διερευνά πώς τα ταξίδια του Ντύρερ πυροδότησαν ανταλλαγή ιδεών με Ολλανδούς και Ιταλούς καλλιτέχνες της Αναγέννησης, τροφοδότησαν την περιέργεια και τη δημιουργικότητά του και αύξησαν τη φήμη και την επιρροή του σε όλη την Ευρώπη.
Η έκθεση «Dürer's Journeys: Travels of a Renaissance Artist» συγκεντρώνει έργα από μουσεία και ιδιωτικές συλλογές σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου του εντυπωσιακού έργου «Μαντόνα και Παιδί» του καλλιτέχνη (περίπου 1496/1499) από την Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον, που δεν έχει εκτεθεί ξανά στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Αν και τα ταξίδια ήταν αυτά που δημιούργησαν τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα του Ντύρερ, ήταν και αυτά που τον έφεραν κοντά στο τέλος.
Τα σχέδια, οι πίνακες και οι εκτυπώσεις του Ντύρερ συνθέτουν μερικές από τις πιο εμβληματικές εικόνες στην ιστορία της τέχνης και έχουν επηρεάσει γενιές καλλιτεχνών. Το μονόγραμμά του «AD» ήταν –και εξακολουθεί να είναι– δείγμα ποιότητας και δημιουργικότητας και τον βοήθησε να γίνει πλούσιος στη ζωή του.
Από τη βάση του στη Νυρεμβέργη, ο Ντύρερ ταξίδεψε σε μερικές από τις πιο πλούσιες πολιτιστικά πόλεις της Ευρώπης, όπου γνώρισε καλλιτέχνες και διανοούμενους. Αυτές οι διεθνείς συναντήσεις ήταν εξαιρετικά σημαντικές για την καλλιτεχνική του ανάπτυξη. Κανένας άλλος καλλιτέχνης από τη βόρεια Ευρώπη δεν κέρδισε τέτοια εκτίμηση για την τέχνη του στην Αναγεννησιακή Ιταλία. Ο Ντύρερ έζησε εξαιρετικές στιγμές, μέσα στην εποχή της πρόκλησης του Λούθηρου προς την Καθολική Εκκλησία, την ανακάλυψη νέων ηπείρων, την εξάπλωση της τυπογραφίας και, κυρίως, την εκτεταμένη, συλλογική ανησυχία που επικρατούσε λόγω της πεποίθησης ότι ο κόσμος θα τελείωνε πριν από το 1500. Η περιέργεια, ο χαρακτήρας του Ντύρερ σε συνδυασμό με τη μεγάλη του δημιουργικότητα τον έκαναν να εκμεταλλευτεί τις συναρπαστικές, αν και ανησυχητικές, εποχές.
Το 1506, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Βενετία, ο Γερμανός καλλιτέχνης εξοργίστηκε από τα ειρωνικά σχόλια ορισμένων ντόπιων καλλιτεχνών που υποστήριζαν ότι, παρά τα μεγάλα χαρίσματά του ως χαράκτη, δεν ήταν και πολύ ζωγράφος. Η απάντηση του Ντύρερ ήταν το έργο πέντε ημερών (opus quinque dierum) «Ο Ιησούς ανάμεσα στους γιατρούς» του 1506, που βρίσκεται στο Museo Nacional Thyssen-Bornemisza, στη Μαδρίτη. Δημιουργήθηκε στη Βενετία, κατά τη δεύτερη επίσκεψή του στην Ιταλία, και η σύνθεση απηχεί ξεκάθαρα τη σύγχρονη ιταλική ζωγραφική. Έτσι, ο Γερμανός καλλιτέχνης συνδυάζει επιδέξια τους δύο κόσμους της Αναγέννησης, της Βόρειας Ευρώπης και της Ιταλίας. Με την επισήμανση του χρόνου κατά τον οποίο δημιούργησε το έργο, ήθελε να αποδείξει ότι όχι μόνο ζωγράφιζε επιδέξια, αλλά μπορούσε να το κάνει με ταχύτητα.
Ο Ντύρερ δεν απαξιώθηκε ποτέ, σε μια καριέρα που διήρκεσε τέσσερις δεκαετίες. Μάλιστα, από το 1515 ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Μαξιμιλιανός Α΄ του χορήγησε ετήσια ισόβια αποζημίωση για να εργαστεί σε μια σειρά από έργα, συμπεριλαμβανομένου του πορτρέτου του.
Σε ημερολόγιο που κρατούσε σε ένα ταξίδι διάρκειας ενός έτους στις Κάτω Χώρες, το 1520-21, ο Ντύρερ ανέφερε επίσης ότι τον τίμησαν και τον προσκάλεσαν σε συμπόσια σχεδόν σε όλες τις πόλεις, από τις Βρυξέλλες έως τη Μπριζ.
Αν και γεννήθηκε, ανατράφηκε και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Νυρεμβέργη, ο Ντύρερ ήταν δεινός ταξιδιώτης. Έκανε επισκέψεις σε πολλά μέρη της Ευρώπης – επισκέψεις που αποτελούν τώρα το θέμα μιας έκθεσης στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου.
«Αυτά τα ταξίδια μπορούν να εξεταστούν με πολλούς τρόπους», λέει η συν-επιμελήτρια της έκθεσης Σούζαν Φόιστερ. «Αλλά αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι ότι έφεραν τον Ντύρερ σε επαφή με καλλιτέχνες διαφορετικών καταβολών. Αυτό όχι μόνο τροφοδότησε τη δική του περιέργεια και τη δημιουργικότητά του, αλλά επέτρεψε μια ανταλλαγή καλλιτεχνικών ιδεών που βοήθησαν στην αναμόρφωση της ευρωπαϊκής τέχνης».
Ο Ντύρερ γεννήθηκε το 1471. Ως έφηβος, μαθήτευσε κοντά στον ζωγράφο και ξυλογράφο της Νυρεμβέργης Μίκαελ Βόλγκεμουτ, πριν ξεκινήσει το 1490 για τα πρώτα του ταξίδια, τα οποία θεωρούνται χρόνια περιπλάνησης και ένας τρόπος για να διευρύνει την καλλιτεχνική του εμπειρία. Αναζήτησε τον διάσημο χαράκτη Μάρτιν Σονγκάουερ στο Κόλμαρ, βόρεια της Αλσατίας, αλλά ο χαράκτης είχε πεθάνει πριν φτάσει, Έγινε δεκτός από τα αδέρφια του, που του παραχώρησαν προνομιακή πρόσβαση για να μελετήσει τις εκτυπώσεις του και του επέτρεψαν να πάρει κάποιες μαζί του.
Το 1494, επέστρεψε στην πόλη του για να παντρευτεί την Άγκνες Φράι, την κόρη ενός διαπρεπούς εργάτη ορείχαλκου. Για να του επιτραπεί να λειτουργήσει ανεξάρτητα, σύμφωνα με τους κανόνες της Νυρεμβέργης, ήταν απαραίτητο να παντρευτεί και ο Ντύρερ καθιερώθηκε πλέον ως καλλιτέχνης.
Το 1495-96 ξεκίνησε για το πρώτο από τα δύο εκτεταμένα ταξίδια του στη Βενετία, ενώ είχε ξεσπάσει επιδημία πανώλης στη Νυρεμβέργη. Εκεί συνάντησε τον Τζιοβάνι Μπελίνι, που ήταν τότε εξήντα ετών, τον οποίο περιέγραψε ως «τον μεγαλύτερο καλλιτέχνη από όλους». Η επίδραση του Μπελίνι στον Ντύρερ ήταν άμεση, σε έργα όπως το «Μαντόνα και Παιδί» του 1497. Το πλούσιο χρώμα, οι γλυπτικές φιγούρες του ιερού ζεύγους, η πυραμιδική τους διάταξη, η κουρτίνα πίσω τους και η θέα του τοπίου πέρα – καθένα από αυτά τα στοιχεία είναι επιρροή του Μπελίνι.
Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο από τους Βορειοευρωπαίους προγόνους ή συνομηλίκους του, ο Ντύρερ συνδέθηκε με τις καλλιτεχνικές πρακτικές της Ιταλίας. Ο Γερμανός ιστορικός τέχνης Έργουιν Πανόφσκι έφτασε στο σημείο να πει ότι η επιστροφή του Ντύρερ στην πατρίδα του μετά το πρώτο του ταξίδι στη Βενετία σηματοδότησε «την αρχή της Αναγέννησης στις χώρες του Βορρά».
Σίγουρα, η συγχώνευση καλλιτεχνικών στοιχείων που προήλθαν από τις δυο πλευρές των Άλπεων στα έργα του επηρέασε πολλούς Βορειοευρωπαίους καλλιτέχνες, από τον Γιαν Γκόσαερτ μέχρι τον Χανς Χολμπάιν τον Νεότερο.
Επιστρέφοντας στη Νυρεμβέργη από τη Βενετία, επικεντρώθηκε στην ξυλογραφία και ολοκλήρωσε τρεις κορυφαίες σειρές ξυλογραφιών με θρησκευτικά θέματα: Την «Αποκάλυψη», τη «Ζωή της Παναγίας» και το «Μεγάλο Πάθος».
Οι 15 εικόνες με θέμα την «Αποκάλυψη» (1498), που καθεμία απεικονίζει μια σκηνή από το «Βιβλίο της Αποκάλυψης», που έδωσαν στην τέχνη της ξυλογραφίας μια πρωτοφανή δραματική δύναμη, δημοσιεύτηκαν αρχικά σε έναν μόνο τόμο. Ο Ντύρερ συνδύασε την έντονη λεπτομέρεια της βόρειας γοτθικής παράδοσης με τη συνθετική σαφήνεια και την απόδοση ενός θέματος σε τρεις διαστάσεις της Ιταλίας. Επιπλέον, εκμεταλλεύτηκε καλλιτεχνικά την εσχατολογική διάθεση της εποχής: το τέλος του αιώνα που πλησίαζε προκαλούσε φόβους για το επικείμενο τέλος του κόσμου.
Το 1505 πραγματοποίησε ένα δεύτερο ταξίδι στην Ιταλία, όπου παρέμεινε για δύο χρόνια και επισκέφτηκε την Μπολόνια και τη Φλωρεντία. Πέρασε το μεγαλύτερο διάστημα στη Βενετία, μελετώντας το έργο του Ραφαήλ και του Λεονάρντο ντα Βίντσι, και ήταν η εποχή που με βάση την αλληλογραφία του γίνεται αντιληπτό ότι απόλαυσε μεγάλη αναγνώριση. Στην Μπολόνια συνάντησε επίσης τον μοναχό και μαθηματικό Λούκα Πατσιόλι, γνωστό για το έργο του πάνω στις αναλογίες και τη χρυσή τομή. Μάλιστα, μετά τον θάνατό του εκδόθηκε το συνολικό έργο του γύρω από τις ανθρώπινες αναλογίες «Τέσσερα βιβλία για τις ανθρώπινες αναλογίες».
Εκτός από τη φαντασία με την οποία δούλευε τις εκτυπώσεις του, στις οποίες ήταν ασυναγώνιστος, ο Ντύρερ ήταν και εξαιρετικός έμπορος και αντιλαμβανόταν τις τάσεις της εποχής και τις εμπορικές ευκαιρίες. Έκανε εκτυπώσεις σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του και χρησιμοποίησε εμπόρους για να τις διανείμει σε όλη την Ευρώπη. Αυτός ήταν ένας ακόμα λόγος για να ταξιδεύει και να εξαπλώνει τη φήμη του. Όταν πήγε στις Κάτω Χώρες το 1520-21 καταγράφει ότι κουβαλούσε έναν τεράστιο αριθμό έργων.
Μάλιστα, για να ζητήσει την ανανέωση της αποζημίωσης που έπαιρνε, μετά τον θάνατο του Μαξιμιλιανού Α' το 1519, από τον ανιψιό του Κάρολο Ε', αποφάσισε και κατάφερε να κερδίσει την εύνοια της θείας του, της Μαργαρίτας της Αυστρίας, μανιώδους συλλέκτριας έργων τέχνης και προστάτιδας των τεχνών, στην οποία χάρισε ένα ολόκληρο σετ από τις εκτυπώσεις του.
Εκτός από τις ξυλογραφίες, ο Ντύρερ διέπρεψε και στη χαρακτική. Ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα είναι ο «Αδάμ και η Εύα» του 1504, όπου αποτύπωσε την τελειότητα του πρώτου ζευγαριού του κόσμου πριν την εκδίωξή τους από τον παράδεισο, δείχνοντάς τους σε εξιδανικευμένες, σχεδόν πανομοιότυπες πόζες εκατέρωθεν του Δέντρου της Γνώσης.
Η μορφή του Αδάμ εμπνεύστηκε από τον ελληνιστικό Απόλλωνα Μπελβεντέρε (γλυπτό που είχε ανασκαφεί πρόσφατα κοντά στη Ρώμη) και αυτή της Εύας από διάφορα κλασικά αγάλματα της Αφροδίτης. Στο χαρακτικό αυτό υπάρχει εκπληκτική τονική γκάμα και λεπτότητα γραμμής, που είναι φανερή από την ξεχωριστή απόδοση του ανθρώπινου δέρματος, του δέρματος του φιδιού, της γούνας των ζώων και του φλοιού των δέντρων και των φύλλων.
Αν και τα ταξίδια ήταν αυτά που δημιούργησαν τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα του Ντύρερ, ήταν και αυτά που τον έφεραν κοντά στο τέλος.
Το 1520, επισκέφτηκε τα νησιά της επαρχίας Ζέελαντ στην Ολλανδία, γοητευμένος από την είδηση ότι μια γιγάντια φάλαινα είχε εγκλωβιστεί εκεί στην άμμο. Θέλοντας να κοιτάξει το πλάσμα, ο Ντύρερ πήδηξε σε μια βάρκα περιμένοντας μια ξαφνική καταιγίδα που θα μετέφερε τη φάλαινα πίσω στη θάλασσα. Όπως πιστεύεται, σε εκείνο το ταξίδι προσβλήθηκε από χρόνια ελονοσία, η οποία το 1528 προκάλεσε τον θάνατό του, σε ηλικία 56 ετών.
Ο Ντύρερ επέστρεψε στη Νυρεμβέργη το 1521 και ξεκίνησε να εργάζεται πάνω σε θρησκευτικά θέματα. Στα τελευταία έργα του ανήκουν και οι «Τέσσερις Απόστολοι» (1526) που θα αποτελούσαν μέρος ενός τρίπτυχου, το οποίο όμως έμεινε ημιτελές. Το 1525 εξέδωσε ένα βιβλίο με θέμα τη γεωμετρία και την προοπτική.
Σήμερα, ο Ντύρερ θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους χαράκτες όλων των εποχών, ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης της Γερμανίας και πρωτεργάτης της γερμανικής Αναγέννησης. Δημιούργησε περίπου 260 ξυλογραφίες και 100 γκραβούρες, καθώς και έργα παγκοσμίου φήμης όπως ο «Ρινόκερως», οι «Τέσσερις Καβαλάρηδες της Αποκάλυψης», το «Αδάμ και η Εύα», και το «Ο Άγιος Ευστάθιος και η Μελαγχολία».