Το γλυπτό ανάγλυφο του Μιχαήλ Αγγέλου «Taddei Tondo» είναι το μοναδικό του έργο από μάρμαρο στη Βρετανία και μεγάλος θησαυρός της συλλογής της Royal Academy, που αυτό το καλοκαίρι το επανεκθέτει σε περίοπτη θέση, ενώ ήταν και το επίκεντρο της έκθεσης για τον Μικελάντζελο το 2018.
Το μαρμάρινο ανάγλυφο του Μιχαήλ Άγγελου «The Virgin and Child with the Infant Saint John» (Η Παναγία και το Παιδί με το Βρέφος Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή) ονομάστηκε «Taddei Tondo» από τον άρχοντα της Φλωρεντίας που το απέκτησε απευθείας από τον καλλιτέχνη.
Το γλυπτό εκτίθεται διακριτικά στον διάδρομο της πτέρυγας Sackler από τη δεκαετία του 1990, καλά προφυλαγμένο λόγω της μεγάλης του αξίας σε μια ειδικά σχεδιασμένη προθήκη με αλεξίσφαιρο γυαλί. Χιλιάδες επισκέπτες συρρέουν για να δουν το αριστούργημα αυτό, ενώ ο ζωγράφος John Constable το σχεδίασε την πρώτη φορά που πέρασε το κατώφλι της Royal Academy of Arts περιγράφοντάς το ως «ένα από τα πιο όμορφα έργα που υπάρχουν».
Η σημασία του «Taddei Tondo» έγκειται όχι μόνο στο γεγονός ότι είναι ένα σημαντικό έργο αυτής της αναγεννησιακής μεγαλοφυΐας, αλλά δημιουργήθηκε επίσης τα χρόνια μεταξύ του διάσημου κολοσσιαίου αγάλματος του Δαβίδ (1501-1504) και των τοιχογραφιών της Καπέλα Σιστίνα (1508– 1512). Είναι επίσης αξιοσημείωτο για το μέγεθός του –ασυνήθιστα μεγάλο για ένα γλυπτό tondo (ένας τύπος αναγεννησιακής εικόνας που ονομάζεται από τη ροτόντα, το στρογγυλό σχήμα)– και για την καινοτόμο ερμηνεία του στο θέμα της Μαντόνας και του Παιδιού, που την απαθανατίζει με τέτοιο τρόπο όπως πουθενά αλλού.
Κάθε μία από τις τρεις μορφές παρουσιάζει διαφορετική κατάσταση «ολοκλήρωσης», με τα σημάδια των διαφόρων σμιλών και των σφυριών να είναι ορατά. Επίσης το γλυπτό δεν είναι «γυαλισμένο». Αυτό μας δίνει τη ζωτική αίσθηση ότι παρακολουθούμε τον Μιχαήλ Άγγελο να εργάζεται πάνω στο μάρμαρο.
Αλλά ίσως η πιο δελεαστική πτυχή του είναι ότι έχει παραμείνει σε μια «ημιτελή» κατάσταση, αν και κάποιος έχει την αίσθηση ότι για τον Μιχαήλ Άγγελο –και για τον περιπετειώδη αγοραστή του Taddeo Taddei– ήταν «αρκετά τελειωμένο».
Ο Μιχαήλ Άγγελος άφησε έναν αξιοσημείωτο αριθμό, 26 από τα 43 γλυπτά μάρμαρά του, ημιτελή. Στην περίπτωση αυτού του tondo, η πρόοδος πιθανότατα να ανακόπηκε και το έργο να έμεινε έτσι, όταν κλήθηκε στη Ρώμη για να εργαστεί στον τάφο του Πάπα Ιούλιου, όπως αναφέρει ο Βασάρι. Έτσι, κάθε μία από τις τρεις μορφές παρουσιάζει διαφορετική κατάσταση «ολοκλήρωσης», με τα σημάδια των διαφόρων σμιλών και των σφυριών να είναι ορατά.
Επίσης το γλυπτό δεν είναι «γυαλισμένο». Αυτό μας δίνει τη ζωτική αίσθηση ότι παρακολουθούμε τον Μιχαήλ Άγγελο να εργάζεται πάνω στο μάρμαρο. Αυτές οι αξιοσημείωτες παραλλαγές στην υφή βοηθούν στον καθορισμό της σχετικής κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι τρεις φιγούρες δημιουργώντας ταυτόχρονα μια αίσθηση του βάθους της σύνθεσης, τόση ώστε να μη θεωρούνται ότι είναι συμβατικά «τελειωμένες».
Όπως πολλές άλλες εικόνες σε αυτήν τη μοντέρνα λατρευτική μορφή της Φλωρεντίας, το tondo του Μιχαήλ Άγγελου απεικονίζει την Παναγία και το Παιδί και το βρέφος Άγιο Ιωάννη σε ένα τοπίο, κάτι συνηθισμένο στις τότε μοντέρνες φλωρεντινές απεικονίσεις.
Η εικόνα είναι χαραγμένη σε ένα μεγάλο κομμάτι από μάρμαρο Carrara, με τους αφρώδεις κρυστάλλους να κινούνται στην επιφάνεια. Η αφήγηση, επίσης, είναι ασυνήθιστα «ζωντανή» για ένα τόσο τρυφερό θέμα. Το μικρό παιδί, ο Άγιος Ιωάννης –μια σκιερή, δυναμική φιγούρα– κρατά ένα πουλί με το οποίο εκπλήσσει τον Χριστό που μοιάζει να ξαφνιάζεται καθώς στηρίζεται στην αγκαλιά της μητέρας του.
Το πουλί, που ταυτίζεται με διαφορετικό τρόπο ως περιστέρι ή Άγιο Πνεύμα, συνήθως ερμηνεύεται ως σύμβολο του Πάθους του Χριστού ή της μελλοντικής του θυσίας. Η Παναγία, μια όμορφη και απομακρυσμένη φιγούρα, με τουρμπάνι και πέπλο σε απαλό προφίλ, εμφανίζεται μελαγχολική σαν να βλέπει το πεπρωμένο του παιδιού της. Οι φιγούρες συλλαμβάνονται, παγιδεύονται μεταξύ του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, αλλά ταυτόχρονα η τόλμη και η δεξιοτεχνία του Μιχαήλ Άγγελου κάνει τη σύνθεση να γεμίζει με ενέργεια.
Το έργο που υπήρχε στο σπίτι του Taddei απεικόνισε σε σκίτσα ο Ραφαήλ, ο οποίος ήταν εκεί συχνά φιλοξενούμενος ως νεαρός καλλιτέχνης από την Ούμπρια. Μετά τον θάνατο του ιδιοκτήτη του, το tondo πέρασε στους απογόνους του, αλλά η περιουσία της οικογένειας εξανεμίστηκε και τα παλάτια τους πουλήθηκαν.
Το tondo εμφανίζεται δημόσια το 1812, όταν αγοράστηκε από τον Γάλλο καλλιτέχνη Jean-Baptiste Wicar, και πάλι το 1822, όταν ο ηλικιωμένος Άγγλος γνώστης, συλλέκτης και ερασιτέχνης ζωγράφος τοπίου Sir George Beaumont το απέκτησε από τον Wicar κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Ευρώπη για να εκπαιδεύσει τον γιο του. Το κληροδότησε στη Βασιλική Ακαδημία, η οποία το απέκτησε το 1830, μετά τον θάνατό του, με ρητή πρόθεση να μπορεί κάθε καλλιτέχνης να έχει ελεύθερη πρόσβαση στο έργο που είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστικό, καθώς δείχνει όλη τη διαδικασία που ακολουθούσε ο Μικελάντζελο από την αρχή έως το τέλος. Η Βασιλική Ακαδημία το απέκτησε δίνοντας το συμβολικό ποσό της 1 στερλίνας.
Για πολλούς, το μυστηριώδες παιχνίδι του φωτός και της σκιάς πάνω από τις διάφορες επιφάνειες το καθιστά ένα από τα πιο «ζωγραφικά» έργα του Μιχαήλ Άγγελου, δείχνοντας όχι μόνο την αντιπαλότητά του με τον Λεονάρντο, αλλά και την ψυχολογική ένταση της αντίδρασης του ίδιου του Μιχαήλ Αγγέλου στο θέμα της μητέρας και του παιδιού. Είναι μια «τέλεια επίδειξη» της τεχνικής γλυπτικής του, μια «ισχυρή συναισθηματική και αφηγηματική γροθιά», ένα έξοχο δείγμα της αναγεννησιακής Φλωρεντίας.