Ένα σουρεαλιστικό αριστούργημα που πιστεύεται ότι καταστράφηκε όταν ένας φασιστικός φανατισμένος όχλος εισέβαλε σε έναν κινηματογράφο τέχνης στη δεκαετία του 1930 στο Παρίσι επέστρεψε θριαμβευτικά και μας θυμίζει αυτό το απίθανο περιστατικό.
Στις 3 Δεκεμβρίου 1930, δύο δεξιές εξτρεμιστικές ομάδες, η Ένωση Πατριωτών και η Αντισημιτική Λέγκα, εισέβαλαν στο πρόσφατα ανακαινισμένο Studio 28 στη Μονμάρτρη. Διαμαρτύρονταν για «την ανηθικότητα αυτού του μπολσεβικικού θεάματος». Το άσεμνο θέαμα δεν ήταν άλλο από το «L'Âge d'Or» («Εποχή του Χρυσού»).
Η «Εποχή του Χρυσού» είναι μια γαλλική σουρεαλιστική σατιρική κωμωδία του 1930 σε σκηνοθεσία του Λουίς Μπουνιουέλ σχετικά με την παραφροσύνη που δημιουργεί η σύγχρονη ζωή, την υποκρισία των σεξουαλικών ηθών της αστικής κοινωνίας και το σύστημα αξιών της Καθολικής Εκκλησίας. Μεγάλο μέρος της ιστορίας λέγεται με κάρτες, σαν ταινία του βωβού κινηματογράφου. Το σενάριο είναι των Μπουνιουέλ και Νταλί και είναι από τις πρώτες ταινίες με ήχο που έγιναν στη Γαλλία μαζί με την ταινία «Miss Europe» και το «Under the Roofs of Paris».
Η πρώτη σκηνή της ταινίας είναι ένα ντοκιμαντέρ για τους σκορπιούς. Μετά από αυτό, η ταινία είναι μια σειρά από βινιέτες, όπου οι προσπάθειες ενός ζευγαριού να ολοκληρώσει τη ρομαντική του σχέση ματαιώνεται συνεχώς από τις αστικές αξίες και τα σεξουαλικά ήθη της οικογένειας, της Εκκλησίας και της κοινωνίας.
Η «Εποχή του Χρυσού» είναι μια γαλλική σουρεαλιστική σατιρική κωμωδία του 1930 σε σκηνοθεσία του Λουίς Μπουνιουέλ σχετικά με την παραφροσύνη που δημιουργεί η σύγχρονη ζωή, την υποκρισία των σεξουαλικών ηθών της αστικής κοινωνίας και το σύστημα αξιών της Καθολικής Εκκλησίας.
Το ζευγάρι εμφανίζεται για πρώτη φορά να δημιουργεί αναστάτωση κάνοντας έρωτα στη λάσπη κατά τη διάρκεια μιας θρησκευτικής τελετής. Η συνέχεια είναι σειρά σουρεαλιστικών σκηνών με ανησυχητικές εικόνες στον δρόμο και σε ένα αστικό σαλόνι καταπιεσμένης σεξουαλικότητας και παθών που κρύβονται πίσω από τις επιταγές της καθωσπρέπει κοινωνίας. Η ταινία θεωρήθηκε άγρια κινηματογραφική επίθεση στην Καθολική Εκκλησία και τη σεξουαλική υποκρισία. Οι αμφιλεγόμενες σκηνές της περιλαμβάνουν μια σεκάνς βασισμένη στις «120 μέρες στα Σόδομα» του Μαρκησίου ντε Σαντ, στην οποία ο κύριος σαδιστής φαίνεται να είναι ο Ιησούς.
Όταν οι εξτρεμιστικές ομάδες επιτέθηκαν στον κινηματογράφο, στο λόμπι του υπήρχε έκθεση έργων των Νταλί, Μαν Ρέι και Μιρό. Οι τραμπούκοι, φωνάζοντας με συνθήματα «Θα σας δείξουμε ότι υπάρχουν ακόμη Χριστιανοί στη Γαλλία» και «Θάνατος στους Εβραίους», έσπασαν έπιπλα και τζάμια, έσκισαν βιβλία, πέταξαν μελάνι στην οθόνη και άναψαν καπνογόνα. Τις επόμενες μέρες οι δεξιές εφημερίδες άσκησαν τρομερή πίεση ώστε να κατέβει η ταινία και τελικά όλη αυτή η διαδικασία και τα επεισόδια οδήγησαν στην απαγόρευσή της.
Θεωρώντας τους σουρεαλιστές ανήθικους και μπολσεβίκους και τα έργα τους βλάσφημα, κατέστρεψαν πολλά από αυτά. Το μόνο που θεωρούσαν οι ειδικοί ότι διασώθηκε είναι ο πίνακας του Νταλί «Αόρατη Κοιμωμένη Γυναίκα, Άλογο, Λιοντάρι» που είχε κοπεί με μαχαίρι, αλλά τελικά βρέθηκε, συντηρήθηκε και βρίσκεται στη συλλογή του Μουσείου Πομπιντού.
Ο πίνακας του Ιβ Τανγκί, ένα φουτουριστικό τοπίο, φωτογραφήθηκε σε μια εικόνα χαμηλής ανάλυσης μετά την επίθεση, με τα σημάδια από την επίθεση και τα σκισίματα που είχαν προκαλέσει τα μαχαίρια. Έχει τίτλο «Απάτη στον Κήπο» και είναι έργο του 1930. Όλοι τον θεωρούσαν χαμένο, αλλά ένας ανώνυμος Γάλλος συλλέκτης είχε αποκτήσει το έργο, που απεικονίζει ένα κίτρινο άδειο τοπίο και περίεργες ανθρωπόμορφες και κατακερματισμένες φιγούρες, σε δημοπρασία το 1985. Ο ίδιος πίστευε ότι ήταν ο αρχικός πίνακας, αλλά όταν τον αγόρασε ήταν σε πολύ καλή κατάσταση και κανένας άλλος δεν πίστευε ότι είναι το έργο του 1930.
Οι ειδικοί συντηρητές τον ανέλυσαν με ακτίνες Χ, υπεριώδεις ακτίνες και χρωστικές και διαπίστωσαν ότι είναι το πρωτότυπο που είχε επισκευαστεί.
Ο πίνακας είναι διαστάσεων 92 επί 73 εκατοστά και είναι χαρακτηριστικός των διαχρονικών, άγονων τοπίων του Τανγκί με φανταστικά αντικείμενα και διφορούμενες μορφές. Λίγο πριν τον θάνατό του το 1955, ο καλλιτέχνης είπε: «Ο πίνακας αναπτύσσεται μπροστά στα μάτια μου, ξεδιπλώνοντας τις εκπλήξεις του καθώς προχωρά».
Ο πίνακας θα μπει στον κατάλογο raisonné του καλλιτέχνη και η ανακάλυψή του ιστορικού πίνακα θεωρείται «πολύ σημαντική».
Οι σουρεαλιστές του 1930 δεν ήταν απολύτως σίγουροι ότι ήταν αποδεκτοί, αλλά αυτό τους έδινε μια νέα ώθηση και ενθουσιασμό. Το «L'Âge d'Or» σχεδιάστηκε για να σοκάρει. Η επίθεση ήταν τρομακτική και βίαιη, αναμφίβολα, αλλά με τον τρόπο της αναμενόμενη. Πράγματι, ο Νταλί έγραψε σε έναν φίλο εκείνη την εποχή λέγοντας ότι οι εντάσεις αυξάνονταν, υποδηλώνοντας ότι οι σουρεαλιστές περίμεναν κάποιου είδους μεγάλη επίθεση.
Το Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου σημειώνει ότι, ενώ το «L'Âge d'Or» καταδικαζόταν για πολλά χρόνια, σήμερα θεωρείται αριστούργημα.
Ο Ιβ Τανγκί με το ιδιότυπο ύφος των έργων του διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο σουρεαλιστικό κίνημα. Γεννήθηκε στο Παρίσι το 1900. Όταν ήταν 23 ετών είδε έναν πίνακα του Ντε Κίρικο και εντυπωσιάστηκε τόσο που αμέσως άρχισε να ζωγραφίζει. Ο φίλος του, ποιητής Ζακ Πρεβέρ τον έφερε το 1925 σε επαφή με την ομάδα των σουρεαλιστών.
Από το 1926 ο Τανγκί πήρε μέρος σχεδόν σε όλες τις σουρεαλιστικές εκθέσεις και παρουσιάσεις στο Παρίσι κυρίως, αλλά και στη Γερμανία, μέχρι την οριστική του εγκατάσταση στις ΗΠΑ το 1939. Πέθανε στην Αμερική το 1955. Τα έργα του υπάρχουν σε μεγάλα μουσεία και συλλογές σε όλο τον κόσμο.
L'Age D'Or (1930)