Τον Ιούλιο του 1974, με την κατάρρευση της επτάχρονης δικτατορίας των συνταγματαρχών, που κυβέρνησαν τη χώρα από το 1967, η Ελλάδα μπαίνει στη Μεταπολίτευση, μια περίοδο πολιτικής σταθεροποίησης και εγκαθίδρυσης της δημοκρατίας.
Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Απρίλιο, στην Πορτογαλία η λεγόμενη «Επανάσταση των Γαρυφάλλων», το αναίμακτο πραξικόπημα από αριστερούς στρατιωτικούς, οδήγησε τη χώρα στη δημοκρατία μετά από τέσσερις και πλέον δεκαετίες δικτατορίας.
Την επόμενη χρονιά, ο θάνατος του Ισπανού δικτάτορα Φρανθίσκο Φράνκο, που κυβέρνησε τη χώρα του από το 1939, μετά τον ισπανικό εμφύλιο, βάζει τέλος στη δικτατορία, ενώ εγκαθιδρύεται η κοινοβουλευτική δημοκρατία και η συνταγματική μοναρχία.
Μισός αιώνας μάς χωρίζει από τα πολιτικά αυτά γεγονότα στη νότια Ευρώπη, που παραμένουν επίκαιρα σε εποχές εύθραυστων δημοκρατιών. Η έκθεση που διοργανώνεται στην Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, από τις 11 Ιουλίου 2024 μέχρι και τις 2 Φεβρουαρίου 2025, ανιχνεύει τη σχέση της τέχνης με την πολιτική ιστορία στη νότια Ευρώπη κατά τη διάρκεια μιας από τις πιο καθοριστικές περιόδους για την ιστορία της και αντιμετωπίζει σφαιρικά το βίωμα της μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία στις τρεις αυτές χώρες.
Η έκθεση εστιάζει στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, στη μετάβαση από τα αυταρχικά καθεστώτα στα δημοκρατικά πολιτεύματα και στον ρόλο των καλλιτεχνών στη διεκδίκηση των πολιτικών ελευθεριών.
Με άξονα την τέχνη της αντίστασης και της διαμαρτυρίας στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία, η έκθεση αντιμετωπίζει συγκριτικά για πρώτη φορά σε διεθνές επίπεδο την πολιτική λειτουργία της τέχνης στα δικτατορικά καθεστώτα και διερευνά την ποικιλομορφία των καλλιτεχνικών αναζητήσεων, τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις, τις καλλιτεχνικές πρακτικές που γεννήθηκαν μέσα από τον αγώνα για ελευθερία, καθώς και την ενεργή κληρονομιά τους.
Η έκθεση «Δημοκρατία» αποτελεί ένα συνολικό εγχείρημα στο οποίο συμμετέχουν πάνω από 55 καλλιτέχνες και ομάδες καλλιτεχνών, με 140 εικαστικά έργα, από την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία, αλλά και αφίσες, βιντεοπροβολές, περφόρμανς. Στο πλαίσιο της έκθεσης θα πραγματοποιηθεί ένα κινηματογραφικό αφιέρωμα, καθώς και ένα συνέδριο με θέμα τη δημοκρατία και τις εικαστικές τέχνες.
Εστιάζει στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, στη μετάβαση από τα αυταρχικά καθεστώτα στα δημοκρατικά πολιτεύματα και στον ρόλο των καλλιτεχνών στη διεκδίκηση των πολιτικών ελευθεριών. Η εκθεσιακή δραστηριότητα, η συγκρότηση καλλιτεχνικών ομάδων, ο κριτικός λόγος, ο ρόλος της αφηρημένης τέχνης, η ανάδειξη του κριτικού ρεαλισμού, η τέχνη της διαμαρτυρίας μέσω της αφίσας, της χαρακτικής και της περφόρμανς, η διεκδίκηση της ορατότητας του σώματος σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, καθώς και η συνολικότερη εμπλοκή της τέχνης στη δημόσια σφαίρα επισφραγίζουν το αίτημα του εκδημοκρατισμού και αποτελούν σημαντικά πεδία έρευνας και εικαστικής δραστηριότητας.
«Από την άποψη του ιστορικού χρόνου που πραγματεύεται, η "Δημοκρατία" έρχεται σε συνέχεια και ολοκληρώνει την έκθεση που προηγήθηκε, την "Αστυγραφία". Εάν στην "Αστυγραφία" μάς ενδιέφερε η πολυπλοκότητα, η αντιφατικότητα, η ποικιλομορφία και η ιδιαίτερη υφή των αστικών μετασχηματισμών σε επίπεδο πληθυσμιακών μετακινήσεων, αστικοποίησης, ανοικοδόμησης, διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου και καθημερινής κουλτούρας, η "Δημοκρατία" επικεντρώνεται στην εικαστική μορφοποίηση της διεκδίκησης της ελευθερίας και των πολιτικών δικαιωμάτων κατά την εκρηκτική συνάντηση των αυταρχικών πρακτικών χειραγώγησης με τις πολιτικές της χειραφέτησης και των ταυτοτήτων.
Ενώ ο φακός εστιάζει στο πολιτικό, και από αυτή την άποψη το πανόραμα δίνει τη θέση του στην ερμηνεία της ουσιώδους δυναμικής που επιδιώκει να μετασχηματίσει ριζικά την κοινωνία, την ίδια στιγμή η κλίμακα της ανθρωπογεωγραφίας διευρύνεται ριζικά, εξαιτίας του γεγονότος ότι εξετάζουμε την ελληνική καλλιτεχνική δημιουργία για πρώτη φορά ενταγμένη στον άξονα του ευρωπαϊκού Νότου.
Με οδηγό τις συνέχειες, τις ρωγμές και τις ανακατατάξεις στην πορεία προς τον εκδημοκρατισμό και στις τρεις χώρες, διερευνούμε την ιδιαίτερη υφή, το χρώμα, τους ήχους, τη σύνθεση και την απόκριση των καλλιτεχνών στον ριζικό μετασχηματισμό, την απελευθερωτική δύναμη που εκλύθηκε στο συλλογικό σώμα από τη διεκδίκηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, αλλά και την εικαστική διαχείριση του τραύματος των δικτατοριών», λέει η διευθύντρια της ΕΠΜΑΣ και επιμελήτρια της έκθεσης, Συραγώ Τσιάρα.
Από το βλέμμα του εχθρού στην αντίσταση και τη διέγερση
Μπαίνοντας στην έκθεση, στον πρώτο θεματικό άξονα με τίτλο «Αντιμετωπίζοντας τον εχθρό», σύμφωνα με τη σύλληψη της έκθεσης, ταυτοποιείται ο αντίπαλος στο πρόσωπο του δικτάτορα, του χαφιέ, του παρακρατικού. Oι επώνυμοι πρωταγωνιστές των αυταρχικών καθεστώτων, πολιτικοί, οικονομικοί και στρατιωτικοί παράγοντες, οι εκπρόσωποι κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών παρακολούθησης, οι δυνάμεις της βίας και καταστολής, συναντούν τους τιμωρούς τους, με τους τυραννοκτόνους, τους επαναστατημένους ήρωες και τις οργισμένες μητέρες να ορίζουν την πολιτική ηθική της εναντίωσης και να κυοφορούν την εξέγερση.
Από το κάδρο του μας ατενίζει στην είσοδο της έκθεσης ο παραμορφωμένος «Φράνκο» του Fernando Botero, ενώ στο κέντρο της ενότητας, απέναντι από την εγκατάσταση του Γιάννη Γαΐτη «Πέντε μ' έξι», στέκεται ακίνητος, καθιστός με μαύρα γυαλιά, ο «Θεατής των θεατών», ένα έργο της καλλιτεχνικής κολεκτίβας από τη Βαλένθια Equipo Crónica που στην έκθεση, με ένα άλλο έργο της, την «Υψηλή Κοινωνία», καυτηριάζει τις κοινωνικές ανισότητες στην Ισπανία της δεκαετίας του ’60.
Ο Γιώργος Ιωάννου μέσα από τις παράξενες πρωτοποριακές εικόνες του πλάθει τον «Καταδότη», δίπλα στις γκρίζες συναθροίσεις προσώπων του Δημήτρη Μυταρά, σε ένα έργο που τιτλοφορεί ειρωνικά «Σύνθεση με γυαλιά ηλίου», στα πορτρέτα των Ελλήνων δικτατόρων του Γιάννη Ψυχοπαίδη, τον Μπελογιάννη με το κόκκινο γαρύφαλλο και τη «διαδήλωση» του Δήμου Σκουλάκη, την pop διακωμώδηση της παρέλασης των στρατιωτικών του Alberto Solsona, με τίτλο «El arte de la Guerra», την αποδόμηση των συμβόλων στο έργο του Ακριθάκη.
Σε αυτή την ενότητα και σε όλη την έκθεση εκτίθενται κάποια από τα εμβληματικά έργα του Α. Τάσσου, στον οποίο αφιέρωσε η Εθνική Πινακοθήκη το 1975 μια έκθεση με εβδομήντα έργα. Η έκθεση ήταν η πρώτη ηχηρή μεταπολιτευτική πράξη της Εθνικής Πινακοθήκης και γνώρισε τεράστια ανταπόκριση.
Ο χαράκτης φιλοτέχνησε τα έργα κατά την περίοδο της επταετούς δικτατορίας των συνταγματαρχών και στις πολυπρόσωπες μετωπικές συνθέσεις με τους ανώνυμους και επώνυμους αγωνιστές για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη αποδίδει με ρωμαλέα γραφή και επική διάθεση τον θρήνο, την εναντίωση, τον πόνο, την οργή, τη μαχητικότητα και την εξέγερση απέναντι στις σύγχρονες μορφές τυραννίας, αντλώντας αναφορές από την πολιτισμική μνήμη της θρησκευτικής τέχνης και της λαϊκής εικονογραφίας των ηρώων και των στρατιωτικών αγίων.
Η σπαρακτική εγκατάσταση του Δημήτρη Αληθεινού «Συμβάν ΙΙ» πρωταγωνιστεί στην ενότητα «Αντίσταση». Τα πρόσωπα των Παπαδόπουλου - Παττακού στα σχεδιαστικά κολάζ του Αλέκου Λεβίδη, οι κλούβες και οι συλλήψεις σε φωτορεαλιστικές συνθέσεις από τον Δήμο Σκουλάκη, τα χαρακτικά της Βάσως Κατράκη και οι αφίσες του ΠΑΜ και του αντιδικτατορικού αγώνα του Γιάννη Χαΐνη, τα γυψωμένα γαρύφαλλα του Βλάση Κανιάρη, οι ιστορικές περφόρμανς της Μαρίας Καραβέλα, η στρατευμένη τέχνη ενός Έλληνα που έζησε και εργάστηκε στη Μαδρίτη, του Δημήτρη Περδικίδη, είναι έργα που είτε με σαφήνεια είτε με υπαινιγμούς εμφανίζουν το σώμα που υπόκειται σε βία, ανθίσταται και συγκρούεται και γίνεται η κεντρική οθόνη αναπαράστασης της ιστορικής εμπειρίας της δικτατορίας. Μια ολόκληρη εποχή στην ελληνική τέχνη με την υλικότητα της χειρονομίας διαμορφώνει την υφή της σύγχρονης πολιτικής τέχνης.
Την αντίσταση ακολουθεί η «Εξέγερση», που στην Ελλάδα συνδέεται κυρίως με αυτήν του Πολυτεχνείου. Οι εικαστικοί, με πλήθος και ποικιλία ερμηνειών, το επιβεβαιώνουν, όπως η πολυεπίπεδη αφηγηματική σύνθεση του Μάριου Βατζιά, οι στολές στρατιωτικών του Λεωνίδα Κανακάκη, το μνημειακό γλυπτό του Μανώλη Τζομπανάκη, ο «Αρχάγγελος» του Σικελιώτη, ενώ σε μια περιοχή της ενότητας παρουσιάζεται η ιστορική έκθεση «Alternativa Zero» που οργανώνει ο Ernesto de Sousa στην Πορτογαλία το 1977, με στόχο να προβάλει τον πλούτο των πειραματικών τάσεων της σύγχρονης πορτογαλικής τέχνης. Ο Κυριάκος Κατζουράκης κάνει μια αναφορά στον Τσε Γκεβάρα, με τρία έργα ο Πάρις Πρέκας στην Κύπρο, ενώ η Βάσω Κυριάκη στο «Βιετνάμ» και ο Τάσσος στην «Άντζελα Ντέιβις» συνδέουν τα διεθνή κινήματα και τις εξεγέρσεις με την ελληνική εμπειρία.
Στη «Διέγερση», την τελευταία ενότητα της έκθεσης, που κλείνει με τα έργα μιας δυναμικής και παραγνωρισμένης ζωγράφου, της Ρίκας Πανά, παρουσιάζεται το πρώτο κατασχεμένο και λογοκριμένο εξώφυλλο του περιοδικού «Αντί», φιλοτεχνημένο από την Ηρώ Κανακάκη και το έργο με πολλές αναγνώσεις της Νίκης Καναγκίνη «Η σιωπή δεν είναι χρυσός». Η γυναικεία δημιουργία πρωταγωνιστεί μέσα από τα αρχετυπικά μοτίβα γυναικείας ισχύος και καρτερικότητας της Βάσως Κατράκη. Στον απόηχο του θριάμβου των αισθήσεων, η διεκδικητική θηλυκότητα κάνει την εμφάνισή της ως ριζοσπαστική εικαστική πρακτική στο έργο της Λήδας Παπακωνσταντίνου, αλλά και στα έργα της Eulàlia Grau, που αποδομούν τον πατριαρχικό λόγο καταγγέλλοντας τα έμφυλα στερεότυπα, και της Πάουλα Ρέγκο, στα σουρεαλιστικά, ανήσυχα, παραμορφωμένα και κατακερματισμένα σώματα της οποίας διαβλέπουμε την κριτική προσέγγιση της δημιουργού στο κλίμα της καταστολής και των απαγορεύσεων μιας εξαντλητικά μακρόχρονης δικτατορίας.
Καθώς το πένθος και το τραύμα αφήνονται πλέον ελεύθερα να εκφραστούν, η λύπη, η αγανάκτηση και η οργή δίνουν τη θέση τους στη χαρά και τη διέγερση για τις ελευθερίες που σταδιακά κατακτώνται. Η διεκδίκηση της ορατότητας συγκροτεί το κοινό υπόστρωμα του εκδημοκρατισμού της δημόσιας σφαίρας, όπως εκδηλώνεται συνολικά στην κουλτούρα της μεταπολιτευτικής έξαψης, με το σώμα –συλλογικό, ατομικό– να γιορτάζει τη συμμετοχή, την παρουσία, την ανάκτηση της χαμένης φωνής, να δεξιώνεται την απόλαυση, τη σεξουαλικότητα, τη χειραφέτηση και τον παλλόμενο αισθησιασμό της άνοιξης της δημοκρατίας. Αποκαλυπτικός στην έκθεση ο pop ρεαλισμός του Nikias Skapinakis, με τα σχηματοποιημένα γυναικεία σώματα να εκδηλώνουν απελευθερωμένα τον ερωτισμό και τη χειραφετημένη σεξουαλικότητα, απηχεί το εορταστικό πνεύμα της μετεπαναστατικής πορτογαλικής σκηνής χωρίς να αποκρύπτει και μια υφέρπουσα κοινωνική μελαγχολία.