Ζωγράφος-παραμυθάς, με σπάνιες αφηγηματικές ικανότητες, κατανόησε τη λειτουργία της ανάγνωσης και ανέδειξε την αξία της μέσω της ζωγραφικής. Κάθε έργο του είναι μια πυκνογραμμένη σελίδα στην οποία επιχειρεί να αποδώσει την περίληψη του προσωπικού του κόσμου, ενός κόσμου παράλογα λογικού.
Όπως επανειλημμένα τόνιζε ο ίδιος, αυτός ο εσωτερικός κόσμος ή βίος είναι το περιεχόμενο της δουλειάς του. Το γεγονός ότι αυτές οι «σελίδες» παρουσιάζονται σήμερα σε μια έκθεση αναδρομικού χαρακτήρα τονίζει ακόμα περισσότερο τα στοιχεία της διήγησης και της γραφής που χαρακτηρίζουν τη ζωγραφική του.
Η ζωγραφική του Ιωάννου είναι ένα «χρονικό rebus», για να δανειστούμε τον τίτλο ενός έργου του. Σε αυτό το ευφάνταστο χρονικό αίνιγμα ο ζωγραφικός χώρος διαμορφώνεται μέσα από τα παιχνίδια, τα τερτίπια, του χρόνου. Οι αναχρονισμοί βρίσκουν εδώ πρόσφορο έδαφος, θα λέγαμε μάλιστα ότι βασιλεύουν: όταν δεν μας ταξιδεύουν σε ένα συνεχές μπρος-πίσω, αποσταθεροποιούν τη βεβαιότητα του βλέμματος.
«Οι εικόνες του Ιωάννου μπορεί να μην είναι πρόδηλα χιουμοριστικές, να μην προκαλούν δηλαδή αυθόρμητα το γέλιο, είναι όμως διασκεδαστικές. Με τον ίδιο τρόπο που σε διασκεδάζει και σε ξεκουράζει –σε κάνει να ξεχνιέσαι– η λύση ενός σταυρόλεξου, η συμπλήρωση ενός απαιτητικού παζλ ή η ανάγνωση ενός εκτενούς μυθιστορήματος, όπως εκείνα των Μπαλζάκ, Σταντάλ, Ντοστογιέφσκι και Προυστ.
Για να διαβάσεις, άλλωστε, τις ανησυχητικές εικόνες του Ιωάννου και να συνδεθείς μαζί τους είναι απαραίτητη μια νοητική, εσωτερική διεργασία. Στο τέλος ανταμείβεσαι για τον χρόνο που τους αφιέρωσες. Και ίσως αυτό πρέπει να συγκρατήσουμε από αυτήν τη νέα παρουσίαση, θέαση και ανάγνωση της δουλειάς του: ότι ο χρόνος που περνάς μπροστά στα έργα του δεν πηγαίνει ποτέ χαμένος», λέει ο ιστορικός τέχνης, επιμελητής εκθέσεων και δράσεων του ΟΠΑΝΔΑ Χριστόφορος Μαρίνος.
Η ζωγραφική του Ιωάννου είναι ένα «χρονικό rebus», για να δανειστούμε τον τίτλο ενός έργου του. Σε αυτό το ευφάνταστο χρονικό αίνιγμα ο ζωγραφικός χώρος διαμορφώνεται μέσα από τα παιχνίδια, τα τερτίπια του χρόνου. Οι αναχρονισμοί βρίσκουν εδώ πρόσφορο έδαφος, θα λέγαμε μάλιστα ότι βασιλεύουν: όταν δεν μας ταξιδεύουν σε ένα συνεχές μπρος-πίσω, αποσταθεροποιούν τη βεβαιότητα του βλέμματος.
Τα πρόσωπα στα έργα του Ιωάννου είναι πάντα μάσκες και τα αντικείμενα πάντα αθύρματα. Το βλέμμα σου μπαινοβγαίνει στους χώρους του με τον ίδιο τρόπο που περιηγείται στους ψευδαισθητικούς χώρους του Έσερ.
Στον Ιωάννου, βέβαια, η ψευδαίσθηση έρχεται σε δεύτερη μοίρα ή λειτουργεί διαφορετικά. Ο χώρος στα έργα του είναι πορώδης, διαπερατός, μονίμως ανοιχτός και γεμάτος εκπλήξεις, όπως η κουνελότρυπα του Λιούις Κάρoλ. Το πάτωμα είναι καθρέφτης, σκακιέρα, κατακερματισμένο μωσαϊκό, ενώ τα κατώφλια είναι πύλες που μας μεταφέρουν σε απρόοπτες περιοχές.
Οι τίτλοι των έργων του είναι αποκαλυπτικοί: «Χώρος νεκρός», «Χώρος μνήμης», αλλά και «Χώρος εξαιρούμενος», «διερχόμενος», «προεκτεινόμενος», «ανεπίδοτος», «εξαρτώμενος», «απομακρυνόμενος», «απαγορευμένος», «περιβαλλόμενος».
Ο Γιώργος Ιωάννου ήταν ταυτόχρονα ένας ζωγράφος-συλλέκτης, με την έννοια ότι ο ζωγραφικός χώρος στους πίνακές του είναι ένα φανταστικό μουσείο, ένα cabinet of curiosities που περιέχει κάθε λογής παράξενες εικόνες και αντικείμενα.
Στους πίνακές του υπάρχουν επίσης πόλεις, υπαρκτές και παραμυθένιες, για την ακρίβεια οι μνήμες των πόλεων στις οποίες έζησε, εξέθεσε και ταξίδεψε. Εκτός από την αγαπημένη του Αθήνα, είναι το Παρίσι, το Μιλάνο, η Βενετία, η Οστάνδη, το Λονδίνο, το Σάλτσμπουργκ και η Βιέννη.
Σε κάποια έργα ο καλλιτέχνης υιοθετεί μια πανοραμική ματιά (bird’s eye view), σχεδιάζοντας την πόλη από ψηλά, και σε άλλα αποτυπώνει τον υπόγειο κόσμο του μετρό. Δεν λείπουν οι αναφορές σε άλλους καλλιτέχνες, με τους οποίους είχε μάλιστα συνεκθέσει τον καιρό που συνεργαζόταν με την γκαλερί των Βρυξελλών Isy Brachot: η πιο εμφανής αναφορά είναι τα λιωμένα ρολόγια του Νταλί, ενώ στον πίνακα «Σε χώρο διερχόμενον» τα παράθυρα του τρένου είναι διακοσμημένα με έργα του Moντριάν και του Mαγκρίτ («Αυτό δεν είναι πίπα»).
Υπάρχουν και πίνακες ημερολογιακού χαρακτήρα, που περιλαμβάνουν σημειώσεις-ποιήματα (κατά πάσα πιθανότητα του ίδιου του καλλιτέχνη), με συγκεκριμένη ώρα και ημερομηνία.
Συναντώ τον άνθρωπο που γνωρίζει το έργο του Γιώργου Ιωάννου καλύτερα απ' όλους, όπως λέει ο Χριστόφορος Μαρίνος, τον γιο του, εικαστικό Δημήτρη Ιωάννου, με τον οποίο προετοίμασαν παράλληλα την πρώτη μεγάλη έκδοση για το έργο του που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις FUTURA στις αρχές του 2023 με χορηγία του ΥΠΠΟΑ, και του ζητώ να μου μιλήσει για την προσωπικότητα και το έργο του Γιώργου Ιωάννου.
— Αν επιχειρήσουμε σήμερα να κατατάξουμε τον Γιώργο Ιωάννου, πώς θα τον χαρακτηρίζαμε;
Ως έναν πρωτοπόρο της δεκαετίας του '70 που διαμόρφωσε μια προσωπική εικαστική γλώσσα, την οποία εξέλισσε μέχρι τέλους. Θα είναι εμφανές, νομίζω, μόλις δείτε την έκθεση.
— Θα ήθελα να μου δώσεις ένα πορτρέτο του ίδιου, την καθημερινότητα και την έμπνευση που αντλούσε από αυτήν.
Όσον αφορά το work ethic του, αμφιβάλλω αν υπάρχουν πολλές περιπτώσεις καλλιτεχνών σαν κι αυτόν. Ήταν απολύτως δοσμένος στη δουλειά του και είχε ένα πρόγραμμα πολύ αυστηρά δομημένο. Πρέπει να είχε την πιο τακτική παλέτα που υπήρχε. Τα πάντα βασιζόντουσαν στο grid, από τις συνθέσεις του ως το στήσιμο των χρωμάτων στην παλέτα του.
Η έννοια των σταθερών επηρέαζε και την καθημερινότητά μας. Τηρούσε πάντα τις μικροοικογενειακές παραδόσεις, από τα αγιοδημητριάτικα που μας έφερνε την ημέρα του Αγίου Δημητρίου, τα κάστανα στα πρωτοβρόχια και το αποκριάτικο καπέλο που φορούσε (δεν ξέρω γιατί) όταν έκοβε τη γαλοπούλα στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι μέχρι μυριάδες άλλες. Οι σταθερές αρχές του, το προσωπικό του αξιακό σύστημα ήταν μάλλον δογματικό, αν και ήταν καχύποπτος απέναντι σε κάθε άλλο δόγμα.
— Αυτή η στάση επηρέαζε τη σχέση του με τον κόσμο της τέχνης;
Επηρέαζε βέβαια και τις σχέσεις του με τον κόσμο των εικαστικών, ήταν απόλυτος στις αρχές του όσον αφορά το έργο του. Π.χ. δεν υπήρχε περίπτωση να αποδεχτεί από καμία γκαλερί ποσοστό 50% από πώληση έργου. Διατηρούσε εκτενές αρχείο Τύπου και διάφορες συλλογές. Ζούσε και εργαζόταν ανάμεσα σε πληθώρα αντικειμένων, όλα όμως τακτοποιημένα. Όπως και στις συνθέσεις του.
Τα έργα του αποτελούνται από άπειρα οπτικά ερεθίσματα που έβλεπε γύρω του. Κάθε στοιχείο έργου του προέρχεται από φωτογραφικό υλικό, πάντα δούλευε με την παρατήρηση.
Η χρήση του αυστηρού μαύρου περιγράμματος και του πλακάτου χρώματος άρχισε όταν είδε περιοδικά με κόμικς στο Μιλάνο και τα χρησιμοποίησε λόγω της αμεσότητας που ήθελε να έχει το έργο του εν μέσω δικτατορίας. Το ποπ στοιχείο των αρχών του '70 εξελίχθηκε σε μια διαφορετική προσωπική γλώσσα γύρω στο '76-'78 και οδήγησε στην επόμενη φάση της δουλειάς του.
— Μέσα στα έργα του βλέπουμε αναφορές στη ζωή και τα ταξίδια του, σε πρόσωπα της τέχνης που τον επηρεάζουν, σε κινήματα που τον ενδιαφέρουν. Συγκροτεί ένα παλίμψηστο, αψηφώντας κάθε κανόνα χρωματικής παλέτας και δημιουργώντας έναν ιδιότυπο κόσμο αναζητήσεων και πειραματισμών. Ποιο είναι το πεδίο που τον ενδιέφερε περισσότερο να ερευνήσει;
Η μνήμη και το άγχος του χρόνου ήταν στοιχεία στα οποία είχε συχνές αναφορές. Ως άνθρωπος επέλεγε την απομόνωση, αυτή είναι άμεσα ορατή στα έργα από τα μέσα της δεκαετίας του ’70.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον, ιδίως σε σχέση με το πoπ στοιχείο των αντιδικτατορικών έργων της περιόδου '69-'74, είναι πως στην ουσία του ήταν αντι-ποπ στην αισθητική του. Αισθητικά, οι εμμονές του ήταν το αλπικό τοπίο, η art nouveau και τα νεοκλασικά, μεταξύ άλλων. Όμως όλα συνδέονται ίσως με τα εφηβικά του χρόνια.
Θεωρώ πως κεντρικό σημείο στο έργο του είναι η διαχείριση του τραύματος. Το τραύμα της Κατοχής, του νεοκλασικού σπιτιού που χάθηκε τότε, η εικόνα της μεγάλης πείνας τον χειμώνα του '41-'42 στην Αθήνα, το απότομο τέλος της παιδικής του ηλικίας, η άνοδος στο βουνό ως αντάρτης, η μετέπειτα πολιτική δράση του.
Σε μεγάλο βαθμό εξηγεί και την εξιδανίκευση της εποχής του Μεσοπολέμου, της Belle Époque, της προπολεμικής Αθήνας. Η εμμονή με την Αθήνα και η καταστροφή της εικόνας της, ιδίως τη δεκαετία του ’50, αποτέλεσε επίσης ένα τραύμα, που συνδέεται όμως και πάλι με την παιδική του ηλικία, εξού και οι συχνές αναφορές στη μνήμη ως έννοια.
Ενδεικτικό του πάθους που είχε για τη ζωγραφική, πάντως, είναι πως είχε μαζί του στο βουνό μια αδειασμένη χειροβομβίδα στην οποία έβαζε δυο μολυβάκια και έκανε σχέδια εκ του φυσικού σε χαρτιά που έβρισκε από Γερμανούς και Ιταλούς.
Μετά το 1966 απείχε από κάθε κομματική δραστηριότητα, μια και ήταν καχύποπτος απέναντι σε δόγματα. Εντάχθηκε στο πατριωτικό μέτωπο στη διάρκεια της δικτατορίας και τύπωνε προκηρύξεις – το υλικό θα υπάρχει στην έκθεση.
— Ποια είναι η σημασία του πολιτικού του έργου σήμερα;
Στο σημερινό κλίμα συνεχούς προσπάθειας αναθεώρησης της Ιστορίας από νεο-συντηρητικούς κύκλους προερχόμενους από την παράδοση της αντίδρασης είναι καλό να ξαναδούμε το πολιτικό του έργο, τα ποπ μα και τα χαρακτικά και τις μονοτυπίες του στο πλαίσιο που δημιουργήθηκαν. Ιδίως οι ατομικές του εκθέσεις του '71 και του '73 περιείχαν έργα σαφέστατα αντιμιλιταριστικά και αντιιμπεριαλιστικά, το κείμενο του Αντώνη Σαμαράκη στον κατάλογο της ατομικής έκθεσης του '73 μιλάει για τη δικτατορία έχοντας ως προκάλυμμα την περίοδο της Κατοχής.
Φίλοι εξέφραζαν την απορία τους σε μέλη της οικογένειας, λέγοντας χαρακτηριστικά: "μα είναι τρελός;". Η υλικότητα και η σημασία του αντικειμένου, ποτισμένου με προσωπική αλλά και ιστορική μνήμη, εμφανίζονται συνεχώς στα έργα του.
— Τα σύμβολα και τα βιώματα που χρησιμοποιεί μπορούμε να τα χωρίσουμε σε ενότητες που αντικατοπτρίζουν μια εξέλιξη αλλά και μια στάση απέναντι στα ιστορικά και κοινωνικοπολιτικά γεγονότα, τις οικολογικές ανησυχίες και την επίδραση του χρόνου;
Ο ίδιος, σε κείμενά του, ξεχώριζε ξεκάθαρα ενότητες έργων, π.χ. 1959-63, 1963-68. Θα έλεγα πως μέχρι το '68 αναπτύσσει μια πρώτη εκδοχή της γλώσσας του, χρησιμοποιεί πολλά ναΐφ στοιχεία, εμφανίζονται όμως και οι πρώτες διαφημιστικές αφίσες στα έργα του. Το 1969-75 κυριαρχεί το πoπ στοιχείο συχνά με στοιχεία ναΐφ και σαφείς νύξεις εναντίον της δικτατορίας.
Στα τέλη της δεκαετίας του '70 (76-79), μία από τις αγαπημένες μου περιόδους, φεύγει από το έντονο ποπ στοιχείο και αρχίζει να εξελίσσει μια διαφορετική, πιο προσωπική γλώσσα, και το '80 ξεκινάει μια μάλλον συντηρητική εποχή, με τα νεοκλασικά να αποτελούν κεντρικό στοιχείο.
Στα τέλη της δεκαετίας '80 αλλάζει η δουλειά του, είναι εμφανώς επηρεασμένος από τις νέες τεχνολογικές εικόνες που συναντούσε. Μαλλον είχε μια αρνητική σχέση με την τεχνολογία, αλλά σαφώς και θαύμαζε εικόνες που έβλεπε, γι' αυτό τις ενέταξε στο έργο του. Αυτό είναι πιο εμφανές σε έργα του '89. Δημιουργούσε ενότητες έργων ανά τριετία, τις οποίες και παρουσίαζε σε εκθέσεις αρκετά "πηγμένες".
Σύμβολα εμφανίζονται πολύ συχνά στα έργα του από πολύ νωρίς. Τραπουλόχαρτα ως αναφορά στο τυχαίο, παρότι δεν έπαιζε ποτέ του χαρτιά, κάκτοι, πεταλούδες και πολλά άλλα στοιχεία που δεν είναι κεντρικά στις συνθέσεις του αλλά πάντα παρόντα, ανάλογα με την ενότητα. Πολύ συχνά επαναλαμβάνονται πραγματικά αντικείμενα που είχε στις διάφορες συλλογές του. Η λειτουργία του συλλέκτη είναι επίσης σημαντική και στη ζωή του και το έργο του.
«Οι ζωγραφικές εικόνες του Ιωάννου πλημμυρίζουν από ανθρώπους και αντικείμενα. "Aναμονή" και "απόσταση" είναι λέξεις-κλειδιά και επανέρχονται στους τίτλους των έργων του. "Υπάρχει διέξοδος στα αδιέξοδά μας;" φαίνεται να διερωτάται ο καλλιτέχνης, ο οποίος αρέσκεται να παίζει με αντιθετικές έννοιες και δίπολα: οδύνη-χαρά, πάθος-νηφαλιότητα, τρυφεράδα-σκληρότητα, πλησίον-μακρόθεν, απομάκρυνση-προσέγγιση, παρουσία-απουσία, οικείο-ανοίκειο, φανερό-αφανές, πραγματικό-φανταστικό, παρελθόν-παρόν.
Οι εικόνες του δεν είναι ποτέ σταθερές ή καθορισμένες: πάντα εμπεριέχουν δράση και πάντα είναι ανολοκλήρωτες, με την έννοια ότι δυνητικά συνεχίζονται και συμπληρώνονται από τη φαντασία των θεατών. Δεν υπάρχουν όρια ή σύνορα στις εικόνες του Ιωάννου», λέει ο Χριστόφορος Μαρίνος.
Ο Γιώργος Ιωάννου ήταν Έλληνας ζωγράφος και χαράκτης. Γεννήθηκε το 1926 στην Αθήνα. Έκανε σπουδές ζωγραφικής στην Αθήνα με δασκάλους τους Κωστή Ηλιάδη και Θεόδωρο Δρόσο και στη συνέχεια στην Académie Julian στο Παρίσι, στα εργαστήρια των Claude Schurr και Édouard Mac Avoy.
Πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική το 1959 στην γκαλερί Ζυγός. Ακολούθησαν 23 ατομικές παρουσιάσεις σε γκαλερί της Αθήνας και του εξωτερικού, όπως στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Οστάνδης, στην γκαλερί Isy Brachot (Βρυξέλλες) και στην γκαλερί Pagani (Μιλάνο). Συμμετείχε σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ανάμεσα στις οποίες η Μπιενάλε της Βενετίας (1970) και τα Ευρωπάλια (Βρυξέλλες 1982).
Μεταξύ των γκαλερί όπου εξέθεσε είναι οι Grosvenor Galleries (Λονδίνο), Εnglish Speaking Union (Εδιμβούργο), Romanian Athenaeum (Ateneul Român, Boυκουρέστι) και C.N.A. Gallery (Σικάγο). Εξέδωσε το «Λεύκωμα 1940-1974» με 100 μονοτυπίες εμπνευσμένες από τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, την Κατοχή, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο και τη Δικτατορία. Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί στον ημερήσιο και περιοδικό αθηναϊκό Τύπο.
Το 2001 κυκλοφόρησε το φωτογραφικό λεύκωμα «Η Αθήνα μέσα από τις καρτ ποστάλ του παρελθόντος», το οποίο περιλαμβάνει καρτ ποστάλ από τη συλλογή του. Έργα του βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες (Βέλγιο, Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία, ΗΠΑ, Καναδάς). Το 2012 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο του καλλιτεχνικού του έργου. Πέθανε το 2017 στην Αθήνα.