Το μνημειώδες πολύπτυχο της πρώιμης φλαμανδικής τέχνης των αρχών του 15ου αιώνα, το περίφημο «Ghent Altarpiece», ή αλλιώς το «Πολύπτυχο της Γάνδης», του 1432, που κατατάσσεται μεταξύ των πιο σημαντικών έργων τέχνης στην Ευρώπη, βρίσκεται πλέον στη νέα του θέση, στεγασμένο στον καθεδρικό ναό Saint Bavo, στο κέντρο της Γάνδης, προστατευμένο όσο ποτέ στο παρελθόν, με ένα αλεξίσφαιρο κρύσταλλο ύψους έξι μέτρων, μια προθήκη η αξία της οποίας φτάνει τα 30 εκατ. ευρώ.
Το μεγάλο και περίπλοκο αριστούργημα υπέστη από τη δημιουργία του ασύλληπτες ταλαιπωρίες και τραυματισμούς. Αποσυναρμολογήθηκε, κλάπηκε και καταστράφηκε πολλές φορές, συναρμολογήθηκε εκ νέου, καθαρίστηκε και αποκαταστάθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Παρά αυτό το οδυνηρό παρελθόν, η «Προσκύνηση του Μυστικού Αμνού» («Adoration of the Mystic Lamb») όπως ονομάζεται αλλιώς το έργο, που αποτελείται από δώδεκα πάνελ στο εσωτερικό του και κατέχει το ρεκόρ του έργου που έχει κλαπεί τις περισσότερες φορές, έχει αποκατασταθεί και τοποθετηθεί σε νέα θέση στο αψιδωτό παρεκκλήσιο Sacrament, το κεντρικό και μεγαλύτερο του ναού, ενώ νωρίτερα ήταν εγκατεστημένο στο παρεκκλήσι Vijd. Ο Hubert van Eyck, ο σπουδαιότερος ζωγράφος της εποχής του, ξεκίνησε το έργο· ο αδερφός του, Jan, ολοκλήρωσε αυτό το επίπονο έργο μετά από αίτημα του Joos Vijd.
Ένα τετράστιχο στο πλαίσιο του κεντρικού πίνακα περιέχει ουσιαστικές πληροφορίες για το πολύπτυχο. Δεν είναι ακόμη σαφές ποιο μέρος ζωγραφίστηκε από τον Hubert και ποιο από τον Jan van Eyck. Στις 6 Μαΐου 1432, το πολύπτυχο στήθηκε για πρώτη φορά στο παρεκκλήσι των Joos Vijd και Elisabeth Borluut, δύο επιφανών κατοίκων της Γάνδης.
Παράδειγμα της νέας ολλανδικής προσέγγισης στη ζωγραφική, το «Πολύπτυχο της Γάνδης» παρουσιάζει τη ρεαλιστική απόδοση τόσο των ανθρώπων όσο και της φύσης, βασισμένη στην παρατήρηση και τη μελέτη των βιβλικών σκηνών, που έρχεται να αντικαταστήσει τη μέχρι τότε διακοσμητική εξιδανίκευση της βυζαντινής και γοτθικής παράδοσης.
Οι λεπτομέρειες των συνθέσεων είναι συναρπαστικές. Η Εύα κρατά ένα μικρό κίτρο και στέκεται στα δεξιά του πολύπτυχου, ενώ ο Αδάμ στην αριστερή. Στην επάνω σειρά κυριαρχεί η Δέηση προς τον Θεό Πατέρα, που πλαισιώνεται από την Παναγία και τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Άγγελοι παίζουν μουσική, άγιοι, αμαρτωλοί, κληρικοί και στρατιώτες παρακολουθούν τη λατρεία του Αμνού του Θεού.
Οι λεπτομέρειες των συνθέσεων είναι συναρπαστικές. Η Εύα κρατά ένα μικρό κίτρο και στέκεται στα δεξιά του πολύπτυχου, ενώ ο Αδάμ στην αριστερή. Στην επάνω σειρά κυριαρχεί η Δέηση προς τον Θεό Πατέρα, που πλαισιώνεται από την Παναγία και τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Άγγελοι παίζουν μουσική, άγιοι, αμαρτωλοί, κληρικοί και στρατιώτες παρακολουθούν τη λατρεία του Αμνού του Θεού. Ομάδες μορφών στέκονται υπό την επίβλεψη του Αγίου Πνεύματος. Ένα περίτεχνο σιντριβάνι της ζωής, κυπαρίσσια και φοίνικες, πλούσιοι μανδύες, δουλεμένα με απίστευτη τέχνη κοσμήματα, βλάστηση που θυμίζει τους πίνακες με τη λεπτομερή επιστημονική απεικόνιση της φύσης, χρώματα και ρούχα που δείχνουν τις κοινωνικές τάξεις, ροδώνες και ψηλοί πύργοι καθεδρικών ναών και μπροστά οι δώδεκα απόστολοι, οι πάπες, ο ανώτερος κλήρος και μια πομπή γυναικών που φορούν ανθισμένα στεφάνια και στην οποία προηγούνται η Αγία Αγνή με ένα μικρό αρνί, η Αγία Βαρβάρα με έναν πύργο, η Αγία Αικατερίνη της Αλεξάνδρειας, η Αγία Δωροθέα που κρατά λουλούδια και η Αγία Ούρσουλα που φέρει ένα βέλος.
Ο ιστορικός τέχνης Noah Charney περιγράφει το πολύπτυχο ως ένα από τα πιο περιζήτητα και επιθυμητά έργα τέχνης, θύμα δεκατριών εγκληματικών ενεργειών από την εγκατάστασή του και επτά κλοπών. Μετά τη Γαλλική Επανάσταση, ο βωμός ήταν μεταξύ πολλών έργων τέχνης που λεηλατήθηκαν στο σημερινό Βέλγιο και μεταφέρθηκαν στο Παρίσι όπου εκτέθηκαν στο Λούβρο. Επιστράφηκε στη Γάνδη το 1815 μετά τη γαλλική ήττα στη μάχη του Βατερλό.
Τα πλευρά της σύνθεσης (χωρίς τα πάνελ του Αδάμ και της Εύας) μπήκαν ενέχυρο το 1815 από την Επισκοπή της Γάνδης έναντι 240 λιρών. Όταν η επισκοπή απέτυχε να συγκεντρώσει το ποσό και να τα πάρει πίσω, πωλήθηκαν από τον έμπορο Nieuwenhuys το 1816 στον Άγγλο συλλέκτη Edward Solly για 4.000 λίρες στο Βερολίνο. Το 1821 πουλήθηκαν στον βασιλιά της Πρωσίας Φρειδερίκο Γουλιέλμο Γ' για 16.000 λίρες, ένα τεράστιο ποσό εκείνη την εποχή, και για πολλές δεκαετίες εκτέθηκαν στην Gemäldegalerie του Βερολίνου. Οι πίνακες που έμειναν στη Γάνδη υπέστησαν ζημιές από πυρκαγιά το 1822, και οι πίνακες του Αδάμ και της Εύας στάλθηκαν σε ένα μουσείο στις Βρυξέλλες.
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, άλλα πάνελ αποσπάστηκαν από τον καθεδρικό ναό από τις γερμανικές δυνάμεις. Σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών και τις επακόλουθες μεταβιβάσεις αποζημιώσεων, το 1920 η Γερμανία επέστρεψε τα κλοπιμαία, μαζί με τα αρχικά πάνελ που είχε νόμιμα αγοράσει ο Solly, για να βοηθήσει στην αντιστάθμιση άλλων γερμανικών «πράξεων καταστροφής» κατά τη διάρκεια του πολέμου. Το 1934, τα πάνελ των Δίκαιων Κριτών και του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή κλάπηκαν. Το πάνελ του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή επιστράφηκε από τον κλέφτη ως χειρονομία καλής θέλησης, αλλά το πάνελ των Δίκαιων Κριτών εξακολουθεί να λείπει.
Το πάνελ που βρίσκεται στο κάτω αριστερά μέρος της σύνθεσης είναι του 1945 και αντικαταστάθηκε από τον Βέλγο αντιγραφέα Jef Van der Veken, που χρησιμοποίησε ένα ράφι ντουλάπας δύο αιώνων ως καμβά ζωγραφικής. Έκανε το αντίγραφο του πίνακα που λείπει με βάση ένα αντίγραφο που είχε δημιουργήσει ο Michiel Coxie (1499-1592) στα μέσα του δέκατου έκτου αιώνα για τον Φίλιππο Β' της Ισπανίας, το οποίο φυλάσσονταν στα Βασιλικά Μουσεία Καλών Τεχνών του Βελγίου. Ο Van der Veken υπέδειξε διακριτικά ότι το έργο του ήταν αντίγραφο δίνοντας σε έναν από τους ιππείς τα χαρακτηριστικά του προσώπου του τότε βασιλιά του Βελγίου Λεοπόλδου Γ'.
Στο μυθιστόρημα «Η πτώση» του Αλμπέρ Καμί, ο πρωταγωνιστής ισχυρίζεται ότι βρήκε τον πίνακα σε ένα μπαρ που ονομάζεται «Mexico City"» και τον έχει κρύψει.
Όμως, νωρίτερα, το 1940, όταν η Γερμανία εισέβαλε στο Βέλγιο, πάρθηκε η απόφαση να σταλεί το πολύπτυχο στο Βατικανό για να μείνει εκεί ασφαλές κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ενώ το έργο ήταν καθ’ οδόν, η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στη Γαλλία. Το έργο παρέμεινε σε ένα μουσείο στο Pau, μια γαλλική κοινότητα στα Πυρηναία, με Γάλλους, Βέλγους και Γερμανούς στρατιωτικούς εκπροσώπους να υπογράφουν μια συμφωνία που απαιτούσε τη συγκατάθεση και των τριών για να μπορέσει να μεταφερθεί το αριστούργημα.
Το 1942, ο Αδόλφος Χίτλερ διέταξε να κατασχεθεί ο πίνακας και να μεταφερθεί στη Γερμανία για να αποθηκευτεί στο Schloss Neuschwanstein στη Βαυαρία. Όμως λόγω των αεροπορικών επιδρομών από τους συμμάχους το κάστρο ήταν επικίνδυνο και το έργο αποθηκεύτηκε στα αλατωρυχεία του Altaussee στην Αλσατία. Η αποθήκευσή του εκεί επέφερε μεγάλες καταστροφές στο χρώμα και το βερνίκι. Μετά τον πόλεμο, το 1945, το πολύπτυχο ανακτήθηκε από το πρόγραμμα των Συμμαχικών Μνημείων, Καλών Τεχνών και Αρχείων και επέστρεψε στο Βέλγιο.
Τον Οκτώβριο του 2012 ξεκίνησε η εκστρατεία αποκατάστασης του Πολύπτυχου της Γάνδης που περιελάμβανε την εκ νέου έκθεση των αρχικών στρωμάτων χρώματος από τους αδελφούς Van Eyck.
Οι δύο πρώτες φάσεις του έργου ολοκληρώθηκαν την άνοιξη του 2020. Η τελευταία φάση, που θα αφορά την αποκατάσταση των εσωτερικών πλαισίων, θα πραγματοποιηθεί μεταξύ 2022 και 2025.
Παράλληλα με την εγκατάσταση του έργου, που φυλάσσεται και σε σταθερή θερμοκρασία, ολόκληρος ο ναός ανακαινίστηκε και χτίστηκε νέο κέντρο επισκεπτών για τη βέλτιστη πρόσβαση σε όλα τα μέρη του καθεδρικού ναού. Το όλο έργο πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του έργου Leverage, αιχμή του δόρατος του προγράμματος Τουρισμού της Φλάνδρας.
Χρησιμοποιήθηκαν ξύλινα και ορειχάλκινα στοιχεία για λόγους αρμονίας με τα προϋπάρχοντα υλικά και οι διάφοροι χώροι συνδέθηκαν μεταξύ τους ενσωματώνοντας μια επαναλαμβανόμενη, ξεκάθαρη αρχιτεκτονική, που χαρακτηρίζεται από την απλότητα στη λεπτομέρεια και την απόλυτα ομοιογενή επιλογή υλικών. Στις στηρίξεις επιλέχθηκε να χρησιμοποιηθεί σκυρόδεμα που είναι ουδέτερο, δεν κυριαρχεί ποτέ αλλά πάντα στηρίζει τις ανόμοιες περιοχές, με το απαλό γκρι του σκυροδέματος να κρατά την προσοχή του επισκέπτη στα φυσικά πέτρινα στοιχεία του καθεδρικού ναού πριν φτάσει στο υποβλητικό πολύπτυχο, το μόνο και κυρίαρχο στοιχείο με πλούσια χρώματα.