Διακόσια δυο έργα, εβδομήντα οκτώ δημιουργοί, είκοσι δύο ταινίες σε 1.400 τετραγωνικά, στο -2 της Πινακοθήκης που με τα ανοιχτά, φωτεινά της χρώματα υποδέχεται τους επισκέπτες στην έκθεση «Αστυγραφία / Urbanography. Η ζωή της πόλης τις δεκαετίες 1950-1970», σε έναν περίπατο που παρακολουθεί τρεις δεκαετίες ραγδαίου μετασχηματισμού της μεταπολεμικής Ελλάδας και επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην αστικοποίηση και τον τρόπο που ο άνθρωπος συμμετέχει ή αντιστέκεται στη νέα συνθήκη που του υπαγορεύει το ολοένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Και όλο αυτό μέσα από μια συνομιλία των εικαστικών τεχνών ζωγραφική, γλυπτική, χαρακτική, εγκαταστάσεις, φωτογραφία, σχέδια και αφίσες– με αποσπάσματα από τον δημοφιλή ελληνικό κινηματογράφο, τις ταινίες κριτικού ρεαλισμού και τις έκκεντρες αφηγήσεις.
Η χαρτογράφηση της έννοιας «αστικό βίωμα» σκιαγραφεί το κοινωνικό υποκείμενο που έλκεται από τις γοητευτικές όψεις της πόλης και πιέζεται ή περιορίζεται από αποκλεισμούς, «με την εκθεσιακή αφήγηση να μετακινείται διαρκώς από τη μεγάλη στη μικρή κλίμακα, από την πανοραμική λήψη στο κοντινό πλάνο», λέει η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης - Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου (ΕΠΜΑΣ) και επιμελήτρια της έκθεσης Συραγώ Τσιάρα.
Σε μια ανοιχτή συζήτηση για την ανακατάταξη της πόλης, η έκθεση εντοπίζει τις αλλαγές και τις επιπτώσεις τους μέσα στις δεκαετίες, επιχειρώντας να δείξει ότι οι αναπαραστάσεις της συγκροτούν ταυτότητες.
Η αρχιτεκτονική μελέτη που ακολούθησε τον σχεδιασμό της έκθεσης θυμίζει νοερά μια πόλη με έναν κεντρικό άξονα, πλατείες, αναμενόμενες περιοχές και άλλες, μικρότερες, πιο εσωτερικές, που καταλήγουν σε ένα μικρό σινεμά, σε μια πιο υποφωτισμένη περιοχή όπου προβάλλονται οι ταινίες της ενότητας «Έκκεντρες Αφηγήσεις», των Κουτρουμπούση, Μανθούλη, Αγγελόπουλου, Μαρκετάκη, Τάσιου, Νικολαΐδη μεταξύ άλλων. Στον τοίχο βλέπουμε το έργο του Δανιήλ «Spectacle Urbain» μοιάζει με σκηνή από νουάρ μυθιστόρημα – ή μήπως με ένα ντράιβ-ιν;
Νοερά, η αρχή και το τέλος αυτού του κεντρικού άξονα της έκθεσης, η αρχή και το τέλος της αστικής λεωφόρου, συναντιούνται με τα έργα του Γιώργου Βακιρτζή και της Ρένας Παπασπύρου. Ο ένας έδωσε εικαστική πνοή στην πόλη με τις γιγαντοαφίσες του στους κινηματογράφους, η Παπασπύρου μάζεψε τα ιζήματά της, τα ίχνη, τη μνήμη της και τα μετουσίωσε σε έργο. Οι όψεις, οι τοίχοι, είναι καμβάς της δημιουργίας τους και ανάμεσά τους μεσολαβούν επτά ενότητες οι οποίες συνδέουν περιοχές που δεν διέσχιζαν όλοι οι άνθρωποι της πόλης, από το κέντρο, την Ομόνοια και την Πανεπιστημίου μέχρι το Δουργούτι και τον Ασύρματο, εκεί όπου συναντάμε τις πολλαπλές εκδοχές του αστικού βιώματος διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων.
Η είσοδος της έκθεσης είναι μια σύνοψη της ουσίας και των αντιθέσεών της, ένας πρόλογος των διαφορετικών της φωνών, με τα έργα του Βακιρτζή ως μετόπες στον δημόσιο χώρο που διαμορφώνουν την εικαστική του όψη αλλά και ως σύνδεση των εικαστικών με τον κινηματογράφο που με κάποιον τρόπο διαμόρφωσε τη ζωή της πόλης και την αστική ταυτότητα – εν προκειμένω οι ταινίες, κυρίως οι δημοφιλείς του ’60, δεν αντανακλούν μόνο αλλά και διαμορφώνουν την καθημερινή ζωή, αναπαράγοντας συμπεριφορές, νοοτροπίες και στάσεις.
Σε πρώτο πλάνο η πολιτική διάσταση της μετακίνησης και του ρόλου που παίζει στη δημιουργία της πόλης μέσα από το εμβληματικό έργο του Βλάση Κανιάρη «Arrivederci Willkommen» για το οποίο είχε πει ο ίδιος ο καλλιτέχνης: «Δεν είναι θέμα ενός ατόμου ή μιας χώρας, είναι θέμα του μηχανισμού (...). Βέβαια, προσθέτω το εξής οξύμωρο, ότι τότε εμείς ήμασταν χώρα που εξήγε ένα μεταναστευτικό δυναμικό και τώρα είμαστε η χώρα που εισάγει».
«Όταν άρχισα να μελετώ αυτές τις δεκαετίες και πώς αλλάζουν το αίσθημα της πόλης και το βίωμα συνειδητοποίησα το αυτονόητο: ότι οι άνθρωποι που έρχονται και φεύγουν συμβάλλουν κι αυτοί στην αλλαγή, με τα εμβάσματά των μεταναστών μας αγοράστηκαν τα διαμερίσματα και δημιουργήθηκε η νέα πόλη. Η κατοικία, η στεγαστική αποκατάσταση, ήταν βασικό στοιχείο του πολίτη, του οικογενειάρχη και της κοινωνικής δομής», εξηγεί η Συραγώ Τσιάρα.
Οι μετανάστες του Κανιάρη «συγκατοικούν» εδώ με αστούς που πίνουν τα ποτά τους σε μια βεράντα – ο δημιουργός τους Αλέκος Φασιανός έχει γράψει με το χέρι του «la reunion snob». Δίπλα, στη φωτογραφία της Μαρίας Χρουσάκη, μια νέα αστή δίπλα σε ένα έλατο βλέπει από το διαμέρισμά της τον Λυκαβηττό – είναι τα Χριστούγεννα του 1951. Και ενώ η Χρουσάκη φωτογραφίζει από ψηλά ή στα ψηλά, με κάδρο καθαρό και αρχιτεκτονημένο, ένα άλλος φωτογράφος, που πολλοί ανακαλύπτουμε σε αυτή την έκθεση, ο Στέλιος Κασιμάτης, τον οποίο σύστησε στην κ. Τσιάρα η Ελπινίκη Μεϊντάνη, φωτογραφίζει τα «χαμηλά» της πόλης.
Αριστερός και για χρόνια στην αφάνεια, ο Κασιμάτης, σε αντίθεση με τη Χρουσάκη, είναι ένας φωτογράφος του κοινωνικού ρεαλισμού και του ρεπορτάζ, κάνει φωτογραφία δρόμου, καταγράφοντας τις γειτονιές και την εργατική τάξη, μακριά από τις λαμπρές εικόνες και τις φωτεινές επιγραφές του κέντρου της Αθήνας, της Ομόνοιας και του Συντάγματος. Αυτά τα φωτεινά σήματα με τα λαμπερά νέον, που για δεκαετίες συντρόφευαν τους βραδινούς περιπατητές και κατοίκους της πόλης, έδωσαν την ιδέα για τον τίτλο της έκθεσης που βλέπουμε στην είσοδο∙ είναι κι αυτός φτιαγμένος με νέον.
«Όλα είναι κάδρα», έλεγε ο Γιάννης Κουνέλης. Οπτικές συνθέσεις όπου ο καλλιτέχνης, ανάλογα με τις προσλαμβάνουσές του, μπορεί να επικεντρώνει τον φακό του σε διαφορετικά κάθε φορά σημεία. Ο Αγήνορας Αστεριάδης, στο πρότυπο των βυζαντινών εικόνων, αναπλάθει σκηνογραφικά το Μαρούσι, ο Βασιλείου και ο Κοντόπουλος καταγράφουν το σκηνικό μιας πόλης που διασχίζει πάνω στη μηχανή του ο «Μοτοσικλετιστής» του Γιάννη Γαΐτη. Σε αυτή την ενότητα, τη «Σκηνογραφία», οι καλλιτέχνες ερμηνεύουν τις αλλαγές που συμβαίνουν στο αστικό τοπίο, την ανθρωπογεωγραφία και τη διασύνδεση άψυχου και έμψυχου υλικού, παρελθόντος και παρόντος.
Ενεργοποιούν την πραγματικότητα, τη μνήμη και την επιθυμία για να καταγράψουν μια πόλη που αλλοιώνεται μαζί με τα νεοκλασικά σπίτια που καταπίνουν οι οικοδομές, εν ολίγοις η τέχνη προσπαθεί να διασώσει την πόλη που εξαφανίζεται. Στην οθόνη της αίθουσας παίζει το Κυριακάτικο Ξύπνημα, η Θεία από το Σικάγο, ο Λουστράκος, το Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα, οι Διπλοπενιές – ο λαϊκός κινηματογράφος ηθογραφίας μεγαλουργεί. Γύρω μας έργα διάσημα συνομιλούν με άλλα, αφανή, που βγήκαν από τα υπόγεια της Πινακοθήκης, με χαρτογραφήσεις της πόλης όπως αυτή της σχεδόν άγνωστης Κύπριας δημιουργού Γιούλικας Λακερίδου και του Κλεάνθη Παντιά.
Πώς συνεχίζεται αυτή η πόλη; Πώς διαμορφώνεται και από ποιους; «Από χτίστες και νοικοκυρές», γράφει η Ιωάννα Θεοχαροπούλου στην έκδοση του Ιδρύματος Ωνάση «Χτίστες, νοικοκυρές και η οικοδόμηση της σύγχρονης Αθήνας». Η ενότητα «Το γιαπί» συνοψίζει την κομβική εικόνα της αλλαγής στην πόλη. Η καθ’ ύψος ανάπτυξη αλλάζει το τοπίο, την κλίμακα, τη σχέση του κατοίκου και του διαβάτη με το δομημένο περιβάλλον, ενώ η εργολαβία και η αντιπαροχή σφραγίζουν την ιστορία της αστικής ανάπτυξης και οι καλλιτέχνες ανακαλύπτουν ένα εικαστικό πεδίο, με τον φακό τους να στρέφεται από τη μεγάλη εικόνα στις καθημερινές ιστορίες των εργατών της οικοδομής, δημιουργώντας νέες αφηγήσεις.
Σε αυτή την ενότητα συναντάμε τη «Σκάλα» του Αντώνη Απέργη, το «Προσφυγάκι» του Μαλάμου, τους «Οικοδόμους» του Διαμαντή Διαμαντόπουλου, αυτού του σπουδαίου παραγνωρισμένου ζωγράφου, αλλά και έξι χαρακτικά του Παναγιώτη Τέτση που όλοι έχουμε στο μυαλό μας ως κολορίστα καλλιτέχνη – αυτά είναι από τα ωραιότερα έργα του, με συγκλονιστική δύναμη και αιχμηρότητα. Γειτνιάζουν με την «Απεργία», ένα έργο του 1974 της Αριστέας Κριτσωτάκη, μιας συγκλονιστικής χαράκτριας, περισσότερο γνωστής στο εξωτερικό παρά στην Ελλάδα, που αξίζει να ανακαλύψουμε. Ανάμεσα στα έργα της ενότητας αυτής υπάρχουν τα χαρακτικά του Τάσσου και το «Εργατικό Ατύχημα» του Μπότσογλου που ζουμάρουν στη βιοπάλη και στις τραγικές συνθήκες των εργασιακών χώρων, ενώ η πόλη αναπτύσσεται μέσα στη μεταπολεμική της αισιοδοξία.
Η έκθεση δημιουργεί μια συνθήκη ανοιχτής θέασης. Οι περιοχές της διαχωρίζονται και συνδέονται, οι ονομασίες των ενοτήτων είναι «κλειδιά» που προκαλούν τον επισκέπτη να ακολουθήσει τη δική του διαδρομή. Από το «Γιαπί» περνάω στη ενότητα «Νοσταλγία»: εδώ οι καλλιτέχνες επικεντρώνονται στη νοσταλγία της πόλης που χάνεται, ενώ το βλέμμα άλλων στρέφεται στο θελκτικό και πολύβουο μητροπολιτικό κέντρο. Στην οθόνη αυτής της αίθουσας προβάλλονται ταινίες κριτικού ρεαλισμού∙ ο «Δράκος» του Κούνδουρου βάζει το στοιχείο του κινδύνου στην πόλη, τον εφιάλτη, δείχνει τη σκοτεινή πλευρά της∙ στη Συνοικία το Όνειρο ο Κατράκης περιδιαβαίνει με ηττημένο βλέμμα την παραγκούπολη που έχει συντρίψει τα όνειρά του. Ο κινηματογράφος ρίχνει μια κριτική ματιά στις ανισότητες της μεγαλούπολης.
Στην ίδια θεματική υπάρχει ένα χνάρι που γεννά συνειρμούς, ίσως για κάποιους νοσταλγικούς, καθώς η ανακαίνισή του Χίλτον σήμερα παρεμβαίνει δραματικά στο αστικό τοπίο της Πινακοθήκης. Αντίστοιχα, την περίοδο που χτιζόταν το ξενοδοχείο ο Γιάννης Μόραλης παρενέβη στην εικόνα και στο βίωμα της πόλης με το εμβληματικό έργο της πρόσοψης, που αποτελεί και κομμάτι της ιστορίας της. Στην έκθεση προβάλλονται τα μεγάλα διακοσμητικά μπρούντζινα πόμολα που σχεδίασε, εξαιρετικά παραδείγματα εφαρμοσμένης τέχνης, η οποία τον ενδιέφερε πάντα.
Σε αυτά απεικονίζονται εικόνες της φύσης, ένας ήλιος, μια γοργόνα, λουλούδια, έργα που συνδέουν το αστικό τοπίο με το φυσικό περιβάλλον. Δίπλα βλέπουμε το «Ο ποιητής και ο φιλόσοφος» του Εγγονόπουλου, έργα του Κοντόπουλου και του Τσαρούχη. Στην απέναντι μεριά του τοίχου ο μεταιχμιακός χώρος της πόλης έχει την τιμητική του στην ενότητα «Κοντινό Πλάνο». Επιβεβαιώνοντας τη μετακίνηση ως κομμάτι της επιμελητικής σύλληψης, το βλέμμα εδώ επικεντρώνεται από το πανοραμικό στη λεπτομέρεια, στον μικρόκοσμο, στη βεράντα, το μπαλκόνι, στη βιτρίνα, στο σημείο όπου το μέσα ενώνεται με το έξω. Ο μικρόκοσμος της καθημερινής ζωής, η οργάνωση του ιδιωτικού χώρου, αποτελούν προνομιακά πεδία για μια θεματογραφία που εξελίσσεται, ενώ η πόλη αλλάζει και ο ρυθμός της προσωπικής ζωής επηρεάζεται από τις μετακινήσεις προς το αστικό κέντρο αλλά και από τις απαιτήσεις της ζωής στην πόλη.
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας ζωγραφίζει το «Αθηναϊκό μπαλκόνι», ο Ανδρέας Βουρλούμης το «Παράθυρο», ο Παναγιώτης Τέτσης την «Μπαλκονόπορτα», ο Τάκης Κατσουλίδης τη «Βεράντα», ενώ ο Γιάννης Μιγάδης γοητεύεται από την πίσω μεριά των πολυκατοικιών, από τον ακάλυπτο, από την κατακερματισμένη ομοιομορφία της μοντέρνας τότε όψης τους. Έρχεται στο φως και το εσωτερικό των σπιτιών που στην έκθεση έχει τον δικό του, ιδιαίτερο χώρο, την «κάμαρά» του.
Ο εντυπωσιακός «Νεροχύτης της Βαρβάρας» του Γιώργου Παραλή, από τα highlights της έκθεσης, κρύβει και μια μικρή ιστορία: όταν ο Δημήτρης Παπαστάμος είχε κάνει έκθεση στον Παραλή το 1980, δίστασε λίγο μπροστά σε αυτό το έργο που θα έμενε στην Πινακοθήκη, το οποίο υπερασπίστηκε η επιμελήτρια Όλγα Μεντζαφού και σήμερα φαντάζομαι θα είναι πολύ χαρούμενη με την εκ νέου ανακάλυψή του από το κοινό. Εδώ είναι που συναντιέται το παρελθόν με το παρόν της Πινακοθήκης. Στον ίδιο χώρο, η «Ραπτομηχανή» του Μπότσογλου, μια αναφορά στη μητέρα του, η τρισδιάστατη εγκατάστασή του «Τραπέζι» με τα κλειδιά και την εφημερίδα στο έπιπλο της εισόδου, δίπλα σε ένα εξώφυλλο του Ψυχοπαίδη από περιοδικό της εποχής, στον «Καθρέφτη του μπάνιου» της Κλεοπάτρας Δίνγκα, σε ένα εσωτερικό του Μυταρά και μια καθισμένη μορφή της Εύας Μπουλγουρά.
Τις μοναχικές μορφές της πόλης τις συναντάμε στο εμβληματικό και προβεβλημένο έργο του Γιάννη Τσαρούχη «Καφενείον το Νέον (Νύχτα)», δίπλα στον επίσης μοναχικό θαμώνα ενός συνοικιακού καφενείου στο έργο της Νίκης Καραγάτση. Τα δυο έργα αντανακλούν το ίδιο συναίσθημα, αυτό που δημιουργεί η μεγαλούπολη, αλλά και τη μοναξιά που μπορεί να εμπεριέχεται σε αυτήν τη συνθήκη και αποδίδεται από τη χρήση της σκιάς και του φωτός, και από τη δομή της σύνθεσης.
Μέχρι εδώ φτάνει νοερά ο ήχος από το μπουζούκι του οργανοπαίκτη στη «Δραπετσώνα», τόπο καταγωγής του καλλιτέχνη Δημοσθένη Κοκκινίδη, έργο της ενότητας «Θέαμα» που μέσα από την απεικόνιση σκηνών εργασίας, διακοπών και διασκέδασης μας δίνει την ευκαιρία να παρατηρήσουμε τη χορογραφία των ανθρώπινων κινήσεων στον δημόσιο χώρο: το «Ποδόσφαιρο» του Τέτση, οι φωτογραφίες του Χαρισιάδη με το ζεϊμπέκικο, οι παραλίες της Αθήνας γεμάτες λουόμενους. Στην άλλη πλευρά του χώρου ο Γιώργος Ιωάννου κατασκευάζει το δικό του θέαμα της πόλης. Λίγους μήνες μετά την αποκαλυπτική του έκθεση στη Δημοτική Πινακοθήκη σε επιμέλεια Χριστόφορου Μαρίνου ανακαλύπτουμε ξανά μια παραγνωρισμένη προσωπικότητα με ισχυρή και σημαντική γλώσσα και έργα του που συναντάμε εδώ για πρώτη φορά.
Αρχεία μνήμης και πλούτου συναρπαστικού, εικονογραφήσεις της πόλης με ειρωνεία και σαρκασμό, αντιθέσεις και χιούμορ. Σήμερα πραγματευόμαστε τη διαχείριση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, αντιμετωπίζουμε τη συζήτηση που ανοίγουν τα έργα του Ιωάννου ως εργαλείο για να καταλάβουμε πώς χειρίζεται ο άνθρωπος το παρελθόν της πόλης του, που εδώ ο καλλιτέχνης εμφανίζει ως πεδίο σύγκρουσης και απειλής μέσα από τα χρώματα της πόλης και της διαφήμισης, τη γραφιστική, το γκράφιτι και τα κόμικς, σαν να φτιάχνει ιστορίες εικονογραφημένες.
Το σύνολο της έρευνας οδήγησε τη Συραγώ Τσιάρα κυρίως στην Αθήνα. Υπάρχουν όμως και άλλες εκδοχές μεγαλουπόλεων, η Καλαμάτα και ο Πειραιάς σε έργα του Τσαρούχη, αλλά και η μελαγχολική «αγγελοπουλική» ματιά του Βενετούλια στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και σε έργα του με ίχνη της βιομηχανικής ανάπτυξης της πόλης.
Σε μια ανοιχτή συζήτηση για την ανακατάταξη της πόλης, η έκθεση εντοπίζει τις αλλαγές και τις επιπτώσεις τους μέσα στις δεκαετίες, επιχειρώντας να δείξει ότι οι αναπαραστάσεις της συγκροτούν ταυτότητες. Η εργαζόμενη γυναίκας μπαίνει στο κάδρο των δημιουργών με το γλυπτό του Καπράλου «Η πλύστρα», και στους νέους Έλληνες ρεαλιστές στον Ψυχοπαίδη και τον Μπότσογλου. Αρχίζουν τα «όνειρα και οι συγκρούσεις» μιας ταραγμένης δεκαετίας, που αποτελούν την επόμενη ενότητα. Η πόλη γεννά προσδοκίες και όνειρα και επιφυλάσσει μεγάλες ματαιώσεις. Τη δεκαετία του ’60 αναδεικνύεται η ρεαλιστική πρόθεση ορισμένων δημιουργών να επισημάνουν τα προβλήματα και τις αντιθέσεις της καθημερινής ζωής στη μεγαλούπολη με κριτική ματιά για να μας αποκαλύψουν τον τρόπο που βιώνουν την πόλη άτομα και ομάδες διαφορετικού φύλου και κοινωνικής προέλευσης.
Στο επίκεντρο της ενότητας μια σπουδαία εικαστική δημιουργός, η Χρύσα Ρωμανού, με τους «Λαβυρίνθους» και τα κολάζ της δεκαετίας του ’60, μια «εφιαλτική ποπ» απεικόνιση με τους πριγκιπικούς γάμους, τον πόλεμο στο Βιετνάμ και τη διαφήμιση να συνυπάρχουν σε ένα παλίμψηστο της εποχής της. Για να περάσουμε στην τελευταία ενότητα, τις «Υλικότητες», διασχίζουμε τον «δρόμο» μπροστά από τη μεγαλειώδη «Φρίζα» του Μπότσογλου που αποτελείται από 18 πίνακες που δημιούργησε ο καλλιτέχνης το 1972. Ακολουθώντας μια γνώριμη πρακτική που σχετίζεται με τον κινηματογράφο, κατακερματίζει την ενότητα της ζωγραφικής επιφάνειας σε επιμέρους τμήματα που διαδέχονται το ένα το άλλο. Σε κάθε πίνακα, που θυμίζει κινηματογραφικό καρέ, απεικονίζει με ρεαλιστική ακρίβεια επεισόδια εμπνευσμένα από την προσωπική του ζωή, από την καθημερινότητα στο Παρίσι ή από την ταραγμένη κοινωνικοπολιτική κατάσταση στην Ελλάδα.
Οι κραδασμοί και οι μετασχηματισμοί που χαρακτηρίζουν τη ζωή της πόλης αναδεικνύονται στη συνάντησή μας με το έργο της Άσπας Στασινοπούλου και της Ρένας Παπασπύρου που αναδεικνύουν την εννοιολογική και κοινωνική διάσταση της υλικότητας. Οι προσδοκίες, οι διαψεύσεις, οι συγκρούσεις και οι διεκδικήσεις έχουν υλικό βάρος, αφήνουν το ίχνος τους όχι μόνο στον δρόμο αλλά και στην επιφάνεια του καμβά, αιχμαλωτίζονται από τον φακό, χαράσσονται στο ξύλο, σχεδιάζονται ή τυπώνονται στο χαρτί, αναπτύσσονται στον χώρο, τροφοδοτούν τα όνειρα, τις διεκδικήσεις και τη φαντασία μας. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Παπασπύρου που με το εμβληματικό έργο «Φωτοτυπίες απευθείας απ’ την ύλη», όπου απεικονίζει υλικά που περισυνέλεξε η ίδια στις περιπλανήσεις της μέσα στην πόλη σε μια προσπάθεια προσωπικής ταξινόμησης και αρχειοθέτησης του αστικού τοπίου.
«Όπως και στη ζωή, σε αυτή την έκθεση ο θεατής μπορεί να κάνει τη δική του περιήγηση και να χαράξει τις δικές του διαδρομές, να ακολουθήσει τον δρόμο που θέλει. Να κάνει τη δική του ανάγνωση, να διατυπώσει τα ερωτήματά του, να αισθανθεί. Συνειδητά άφησα το πεδίο πολύ ανοιχτό», διευκρινίζει η Συραγώ Τσιάρα.
Η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης θεωρεί ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για να ανοίξει η συζήτηση για το τι σημαίνει «κατάλογος έκθεσης», που τον θεωρεί μέρος του δημόσιου προγράμματος της «Αστυγραφίας», το οποίο θα διαρκέσει δέκα μήνες και δίνει αφορμή για πολλές συζητήσεις. «Μας λείπει ο δημόσιος διάλογος όχι μόνο για τη μουσειακή πολιτική αλλά και για τις εκθέσεις και θέλω η Πινακοθήκη να είναι ένας χώρος ανταλλαγής απόψεων», προσθέτει.
Ο κατάλογος, που θα εκδοθεί το φθινόπωρο, θα αποτελεί οργανικό μέρος της έκθεσης. Τα κείμενα θα γραφτούν μέσα στο καλοκαίρι από ανθρώπους που θα έχουν δει την έκθεση και καλύπτουν διαφορετικούς τομείς: ιστορικούς, ιστορικούς τέχνης, του κινηματογράφου, της πολεοδομίας, του έμφυλου βλέμματος. Έτσι θα έχουμε ένα πρώτο μέρος της πρόσληψης αυτής της έκθεσης που δεν θα υποκαταστήσει την κριτική αλλά θα συμβάλει στη δημόσια συζήτηση. Εκτός από την παρουσίαση της έκδοσης, το φθινόπωρο θα γίνει μία από τις πρώτες εκδηλώσεις στον κινηματογράφο «Λαΐς» – η Μαρία Κομνηνού οργανώνει το δεύτερο κομμάτι της «Αστυγραφίας», το κινηματογραφικό αφιέρωμα, μέρος και αυτό του δημόσιου προγράμματος της έκθεσης.
Επιλέγοντας τη δική του οπτική, όπως και οι δημιουργοί, ο επισκέπτης έχει με αυτή την έκθεση μια μοναδική ευκαιρία να γνωρίσει σε βάθος τη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης, που έχει ανεξάντλητες δυνατότητες παρουσίασης. Ωστόσο τα μισά από τα έργα αυτής της έκθεσης είναι δάνεια, όπως τα περισσότερα έργα από τις ενότητες «Όνειρα και Συγκρούσεις» και «Υλικότητες». Το γεγονός αυτό και μόνο μας δίνει ένα ενδιαφέρον στοιχείο για το τι συνέλεξε και τι συλλέγει η Εθνική Πινακοθήκη∙ αντίστοιχα, τροφή για σκέψη δίνει και το τι δεν συλλέγει. Αξίζει να παρατηρήσουμε ακόμα ότι η Πινακοθήκη δεν έχει, για παράδειγμα, όση Χρύσα Ρωμανού θα έπρεπε, αλλά ούτε και Τσαρούχη. Δίνεται έτσι η ευκαιρία να συζητήσουμε τα κενά της, καθώς η προτεραιότητα της συλλεκτικής πολιτικής της είναι ο εικοστός αιώνας, ενώ δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι το σύγχρονο σε λίγα χρόνια θα αποτελεί ιστορία.
Έκθεση μεγάλη, με όλα τα είδη της τέχνης να λειτουργούν ισότιμα και συμπληρωματικά, τροφή για σκέψη, αφετηρία για ενδοσκόπηση και προβληματισμό πάνω στον ρόλο που παίζουμε στη διαμόρφωση της πόλης, επίκαιρη, σε ιδανικό χρόνο, καθώς η πόλη και το αττικό τοπίο αλλάζουν οριστικά και αμετάκλητα.
Πληροφορίες:
Η έκθεση «Αστυγραφία / Urbanography. Η ζωή της πόλης τις δεκαετίες 1950-1970» θα φιλοξενείται έως και την 3η Μαρτίου 2024 στην Αίθουσα Περιοδικών Εκθέσεων του Κεντρικού Κτιρίου της Εθνικής Πινακοθήκης.
Δημιουργοί: Ιωάννης Αβραμίδης, Θεόδωρος Αγγελόπουλος, Θεόδωρος Αδαμόπουλος, Αλέκος Αλεξανδράκης, Αχιλλέας Απέργης, Μίνως Αργυράκης, Μιχάλης Αρφαράς, Αγήνωρ Αστεριάδης, Γεώργιος Βακιρτζής, Σπύρος Βασιλείου, Γιώργος Βελισσαρίδης, Λουκάς Βενετούλιας, Νικόλαος Βεντούρας, Παντελής Βούλγαρης, Ανδρέας Βουρλούμης, Γιάννης Γαΐτης, Δανιήλ Γουναρίδης, Γρηγόρης Γρηγορίου, Δανιήλ (Παναγόπουλος), Ντίνος Δημόπουλος, Διαμαντής Διαμαντόπουλος, Κλεοπάτρα Δίγκα, Νίκος Εγγονόπουλος, Γιώργος Ιωάννου, Μιχάλης Κακογιάννης, Λευτέρης Κανακάκις, Βλάσης Κανιάρης, Χρήστος Καπράλος, Νίκη Καραγάτση, Στέλιος Κασιμάτης, Τάκης Κατσουλίδης, Νίκος Κεσσανλής, Κλέαρχος Κονιτσιώτης, Δημοσθένης Κοκκινίδης, Αλέκος Κοντόπουλος, Αλέξανδρος Κορογιαννάκης, Νίκος Κούνδουρος, Πάνος Κουτρουμπούσης, Αριστέα Κριτσωτάκη, Γιώργος Λαζόγκας, Γιούλικα Λακερίδου, Κωνσταντίνος Μαλάμος, Ροβήρος Μανθούλης, Γεώργιος Μανουσάκης, Τώνια Μαρκετάκη, Δημήτρης Μεγαλίδης, Γιάννης Μιγάδης, Γιάννης Μίχας, Γιάννης Μόραλης, Χρόνης Μπότσογλου, Εύα Μπουλγουρά, Δημήτρης Μυταράς, Νίκος Νικολαΐδης, Ίρα Οικονομίδου, Κλεάνθης Παντιάς, Ρένα Παπασπύρου, Γιώργος Παραλής, Μαρία Πλυτά, Χρύσα Ρωμανού, Αλέκος Σακελλάριος, Γιώργος Σκαλενάκης, Δήμος (Δημοσθένης) Σκουλάκης, Βασίλης Σπεράντζας, Γιάννης Σπυρόπουλος, Άσπα Στασινοπούλου, Δημήτρης Σταύρακας, Παύλος Τάσιος, Τάσσος (Αλεβίζος Αναστάσιος), Παναγιώτης Τέτσης, Γιώργος Τζαβέλλας, Γεώργιος Τούγιας, Γιάννης Τσαρούχης, Αλέκος Φασιανός, Κώστας Φέρρης, Δημήτρης Χαρισιάδης, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Μαρία Χρουσάκη, Γιάννης Ψυχοπαίδης.
Σύλληψη - Επιμέλεια: Συραγώ Τσιάρα
Συμβολή στην έρευνα: Έφη Αγαθονίκου, Ελπινίκη Μεϊντάνη, Κατερίνα Ταβαντζή, Άρτεμις Ζερβού, Μαρία Κομνηνού, Ιουλία Μέρμηγκα
Μουσειογραφική μελέτη: Μαρία Μανέτα
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.