Μια μεγάλη Ντίσνεϊλαντ της σύγχρονης τέχνης: αυτό είναι η Μπιενάλε της Βενετίας – τουλάχιστον έτσι την αντιλήφθηκα εγώ, στην πρώτη μου χαοτική, διήμερη επίσκεψη στην ιταλική πόλη όπου τα πάντα είναι, φωνάζουν και αναπνέουν τέχνη. Γιατί δεν είναι μόνο τα εκατοντάδες νέα έργα απ’ όλο τον κόσμο που συμμετέχουν, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, στην Μπιενάλε, είναι και οι δορυφορικές εκθέσεις πολύ σπουδαίων καλλιτεχνών που πλαισιώνουν τη διοργάνωση – φέτος έχουμε, μεταξύ άλλων, από Ζαν Κοκτό μέχρι Ρικ Λόου, Γουίλιαμ Κέντριτζ, Βίλεμ ντε Κούνινγκ και ένα σωρό άλλες ενδιαφέρουσες προτάσεις που είναι, βέβαια, φύσει αδύνατο να τις χωρέσεις μέσα σε 48 ώρες.
Τέχνη πολιτική, επίκαιρη, που ενσωματώνει διαφορετικά μέσα, που φωνάζει ότι είναι επείγουσα, που πλέον, σε έναν μεγάλο βαθμό, δεν σχολιάζει ή εμπνέεται από το επείγον, αλλά υπαγορεύεται από αυτό – κι αυτό το τελευταίο στοιχείο δεν ξέρω κατά πόσο επηρεάζει την ελευθερία που οφείλει να τη χαρακτηρίζει, πάντως σίγουρα ο κόσμος της, η διεθνής κοινότητα των καλλιτεχνών, αλλά και τα ιδρύματα, οι συλλέκτες, οι επιμελητές, οι χορηγοί, οι σελέμπριτι επισκέπτες, βρίσκονται σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής, από το οποίο θα προκύψει κάτι νέο. Απομένει να δούμε τι ακριβώς θα είναι αυτό.
Ο καθένας μπορεί να δημιουργήσει ό,τι αφήγημα θέλει. Δεν θέλαμε να φτιάξουμε ένα έργο που να απασχολεί πρώτα την κριτική σου σκέψη, αλλά πρώτα να αισθανθείς κάτι και να ξεκινήσεις εσύ ο ίδιος να αφηγηθείς στον εαυτό σου τι είναι αυτό που σου συμβαίνει στο περίπτερο.
«Ξένοι παντού» αναφέρει ο τίτλος της 60ής Μπιενάλε και αυτές οι δύο λέξεις δίνουν τον τόνο για ένα μεγάλο σώμα έργων που θα εκτίθενται μέχρι τον Νοέμβριο στην Arsenale και στους Giardini της Βενετίας, τόσο στην κεντρική έκθεση όσο και στα εθνικά περίπτερα. Μετανάστευση, περιβάλλον και κλιματική κρίση, εξάντληση των φυσικών πόρων, αποικιοκρατία, οι αυτόχθονες πληθυσμοί και οι παραδόσεις τους, queer και έμφυλα ζητήματα, στέκουν ως οι πυρήνες και τα επείγοντα της ατζέντας της εποχής, την ώρα που η Ρωσία για δεύτερη συνεχή φορά, μετά την εισβολή στην Ουκρανία, απέχει από τη διοργάνωση δανείζοντας το περίπτερό της σε άλλη χώρα (εν προκειμένω στη Βολιβία), ενώ η καλλιτέχνις και οι επιμελητές της συμμετοχής του Ισραήλ αποφασίζουν να μην παρουσιάσουν το έργο τους μέχρι να επέλθει κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, με πάνοπλους στρατιωτικούς να φυλάνε την είσοδο του περιπτέρου καθ’ όλη τη διάρκεια των ωρών επίσκεψης.
Από το πολύχρωμο, εντελώς positive και καθόλου καταγγελτικό στην προσέγγισή του περίπτερο των ΗΠΑ, που βρίσκεται ακριβώς πάνω στο σημείο όπου τέμνονται δύο από τις ταυτότητες του καλλιτέχνη Τζέφρι Γκίμπσον, αυτές του queer ατόμου και του native American, ως το αξέχαστο, άψογα κινηματογραφημένο αντιαποικιοκρατικό μιούζικαλ που προτείνει ο Ουάελ Σόκι στο περίπτερο της Αιγύπτου, οι πρώτες μέρες των προ-εγκαινίων που απευθύνονται σε δημοσιογράφους και ανθρώπους του χώρου από όλο τον κόσμο είναι θορυβώδεις, με ουρές που μπορεί να ξεπερνάνε ακόμα και τις δύο ώρες για να μπεις σε ένα εθνικό περίπτερο (όπως συνέβη φέτος με το περίπτερο της Γερμανίας), με το κυνήγι του hype, τα σχόλια και τις λίστες με τα καλύτερα –και τα χειρότερα– να δίνουν και να παίρνουν, κλίμα που μετά τις πρώτες 72 ώρες –και αφού δοθούν τα βραβεία και ανοίξει η έκθεση για το γενικό κοινό–, κάπως καταλαγιάζει, και το κάθε έργο, ο κάθε καλλιτέχνης αρχίζει την πραγματική συνομιλία του με τους θεατές.
Κάπου εκεί, στους εντυπωσιακούς Κήπους της Μπιενάλε, στο νησάκι του Σαν Μάρκο, δυο στάσεις μόλις με βαπορέτο από τη φημισμένη ομώνυμη πλατεία, βρίσκεται και το ελληνικό περίπτερο που φιλοξενεί τη φετινή εθνική συμμετοχή. Για το «Ξηρόμερο» του δημιουργού διαμεσικών έργων και συνθέτη Θανάση Δεληγιάννη και του δραματουργού και φιλολόγου Γιάννη Μιχαλόπουλου έχουμε καιρό που ακούμε πολλά – από τότε που είχε ξεκινήσει ως Margaroni Residency, ένα ερευνητικό πρόγραμμα για τη μελέτη του πανηγυριού και του μουσικού πολιτισμού στην ελληνική περιφέρεια, με την υποστήριξη του Onassis Culture. Τα αποτελέσματα της έρευνας προσαρμόστηκαν σε ένα ενιαίο έργο που επιλέχθηκε από το ΕΜΣΤ να εκπροσωπήσει τη χώρα μας στην Μπιενάλε, με τη συμμετοχή της εικαστικού και κινηματογραφίστριας Έλιας Καλογιάννη, του φωτογράφου και ντοκιμαντερίστα Γιώργου Κυβερνήτη, του ηχολήπτη και σχεδιαστή ήχου Κώστα Χαϊκάλη και του εικαστικού και αρχιτέκτονα Φώτη Σαγώνα, και υπό την επιμελητική φροντίδα του Πάνου Γιαννικόπουλου.
Η αλήθεια είναι πως όλα αυτά τα επίπεδα έρευνας, παραγωγής και όλες οι πληροφορίες που διαβάζαμε κατά καιρούς γι’ αυτό το πρότζεκτ είχαν δημιουργήσει –τουλάχιστον στο δικό μου μυαλό– μια εικόνα κάπως θολή για το τι ακριβώς θα έβλεπα: τόσο για την όψη όσο και για την ουσία του «Ξηρόμερου». Τελικά το μεσημέρι της 18ης Απριλίου, ανάμεσα στον ήχο του κλαρίνου του Σπύρου Ράκη Νικολάου, της φωνής της Νατάσας Τσακηρίδου και με τη βοήθεια κερασμάτων με τσίπουρο και παξιμάδια, όλα κάπως άρχισαν να βγάζουν νόημα, το τοπίο του «Ξηρόμερου» ξεδιάλυνε μεμιάς και έδεσε με την περιρέουσα ατμόσφαιρα και τις ανησυχίες της φετινής Μπιενάλε, ίσως με όχι τόσο προφανή τρόπο.
Και μια και, όπως επεσήμανε η καλλιτεχνική διευθύντρια του ΕΜΣΤ, Κατερίνα Γρέγου, στην τοποθέτησή της πριν από τα εγκαίνια, οι Έλληνες δεν υπήρξαν αποικιοκράτες, εστιάσαμε φέτος στο στοιχείο του locality, στην εντοπιότητα, μέσα από τη σύνθεση εικόνων, ήχων και καταστάσεων που είναι σύμφυτες με το ελληνικό θυμικό και αναφέρονται στο πανηγύρι.
Την ώρα τον εγκαινίων, καθώς μιλώ με μια επιμελήτρια από το Άμστερνταμ που με ρωτά περισσότερα για την ελληνική συμμετοχή, προσπαθώ να της εξηγήσω τι ακριβώς είναι αυτό το «Greek festivity». Δεν είναι τόσο απλό να εξηγήσεις σε κάποιον «ξένο» πώς συνδέονται οι σκηνογραφικές επιλογές της ομάδας που έφτιαξε το «Ξηρόμερο»: πλαστικές καρέκλες (σαφώς), λευκές πλάκες που χάσκουν ημιτελείς, λαϊκοί καλλιτέχνες που εμφανίζονται και εξαφανίζονται περιοδικά, ανάλογα με την εκάστοτε πανηγυριώτικη σεζόν, φωτογραφημένοι σε αφίσες που έχουν μείνει διαχρονικά κολλημένες σε ό,τι συνεπάγεται η «αισθητική της δεκαετίας του ‘80», neon επιγραφές («δώρο η μπλούζα»), ντουντούκες και στη μέση ένα υπερμέγεθες ποτιστικό μηχάνημα να εκτελεί το χρέος του με μια περιοδικότητα που συντονίζει όλα τα στοιχεία της συνολικής εγκατάστασης σε μια αναπάντεχη «χορογραφία».
«Το έργο αυτό επιλέχθηκε πριν ανακοινωθεί η θεματική της φετινής Μπιενάλε, γιατί τα εθνικά περίπτερα έχουν συγκεκριμένη διαδικασία επιλογής» ξεκινά να μου εξηγεί την επομένη των εγκαινίων ο Θανάσης Δεληγιάννης όταν του ζητώ να συνδέσει το έργο τους με τις φετινές θεματικές. «Φυσικά, επειδή στο έργο υπάρχει έντονο το στοιχείο του community, προκύπτει το ερώτημα ποιος ανήκει και ποιος δεν ανήκει σε αυτό το community: σε ποιον ανήκει ο χορός, ποιος θα σηκωθεί να χορέψει πρώτος ή δεύτερος, πώς ο ξένος θα μπει μέσα, τι σημαίνει αυτός ο αυστηρός τοπικός κώδικας. Επειδή ερευνήσαμε έναν ολόκληρο κόσμο, συναντήσαμε και μετανάστες στα χωράφια.
»Υπάρχουν πλάνα στο έργο από πόδια ανθρώπων που πλένονται, είναι μετανάστες που χρησιμοποιούν αρδευτικό νερό. Και από τη στιγμή που θα μιλήσεις για νερό, για τη Θεσσαλία και για το Ξηρόμερο ειδικά, το περιβαλλοντικό κομμάτι είναι εδώ. Εγώ κατάγομαι από τη Θεσσαλία και θυμάμαι ακόμα έναν θείο μου να έρχεται στο σπίτι του παππού μου και να ρωτά αν μπορεί να τραβήξει νερό για να ποτίσει το καλοκαίρι, γιατί η κάθε γεώτρηση στέρευε. Με τα χρόνια πέφτει ο υδροφόρος ορίζοντας. Από την άλλη υπάρχει ένα χωριό στην περιοχή, το Αρχοντοχώρι, που για πολύ καιρό, μέχρι πολύ πρόσφατα, δεν είχε τρεχούμενο νερό, μόνο στέρνες που αντλούσαν από τη βροχή».
«Υπάρχει μια πραγματικότητα που συχνά το οικολογικό trend αγνοεί: οι μαζικές μέθοδοι αγροτικής εκμετάλλευσης, η μονοκαλλιέργεια, ο τρόπος ποτίσματος με μηχανές όπως αυτή που έχουμε στο έργο, μπορεί να φαίνονται πιεστικές για τη φύση, από την άλλη αυτοί οι τρόποι επέτρεψαν την αύξηση της παραγωγής και την αύξηση του εισοδήματος των αγροτών, πράγμα που δεν μπορεί να αγνοεί κανείς όταν έχει στοιχειώδεις κοινωνικές ευαισθησίες» προσθέτει στη συνέχεια ο Γιάννης Μιχαλόπουλος. «Δεν είμαι σίγουρος ότι η αστική οπτική για το τι είναι οικολογικό, τι εξάντλησε τους πόρους, υπάρχει στο έργο. Το δικό μας ερώτημα είναι πώς στοιχεία που ήταν αναγκαία για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των πληθυσμών αυτών επέφεραν μια περεταίρω εκμετάλλευση των φυσικών πόρων αλλά και μια μεγάλη βελτίωση των συνθηκών τους. »Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι τα χωριά στα οποία πήγαμε ήταν οικισμοί που δημιουργήθηκαν μετά από εκτεταμένα αποξηραντικά έργα, επί της ουσίας κοντά σε μέρη που ήταν προορισμένα για αγροτική εκμετάλλευση. Γι’ αυτό και έχουν ξεκάθαρο ρυμοτομικό σχέδιο. Έγιναν ακριβώς για να μπορούν οι αγρότες να πηγαινοέρχονται από τα χωράφια.
»Αυτό που μας αφορά κυρίως δεν είναι να κάνουμε μια κριτική για την εξάντληση των πόρων αλλά να πούμε πώς τρόποι όπως το πιο εκβιομηχανισμένο πότισμα επέτρεψε μεγαλύτερη παραγωγή ή οι επιδοτήσεις επέτρεψαν, τουλάχιστον για μια περίοδο, υψηλότερο βιοτικό επίπεδο. Αξίζει κανείς να αναρωτηθεί τι βαρύνει σ’ αυτήν τη ζυγαριά. Δεν είμαι σίγουρος ότι για τους τοπικούς πληθυσμούς έχει προτεραιότητα η “οικολογική ευαισθησία” της πόλης, αλλά μάλλον η πραγματικότητά τους. Η τοπικότητα έχει αυτή την έννοια: τα πανηγύρια είναι πολιτισμικά προϊόντα που δημιουργούνται σε έναν τόπο, όπου είναι κυρίαρχα. Η παραδοσιακή μουσική ήταν πάντα ζήτημα της επαρχίας. Σε ό,τι αφορά τη διεθνή συνθήκη, προσωπικά δεν πιστεύω ότι στο πλαίσιο διάδοσης της σύγχρονης τέχνης είναι σοβαρό να αισθάνεται κανείς ότι μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτά τα προβλήματα. Φαίνεται στα μάτια μου αφελές, όταν συμμετέχει κανείς σε εθνική εκπροσώπηση, να προσπαθεί να κάνει τον επαναστάτη. Οι δράσεις που αλλάζουν τα πράγματα προέρχονται από μια βάση που δρα και λίγο αυτόνομα. Εμείς, καλώς ή κακώς, σε αυτήν τη συνθήκη φοράμε ένα καπέλο, με τα χρώματα του οποίου δεν συμφωνούμε, και φορώντας αυτό το καπέλο πρέπει κανείς να έχει συνείδηση του τι λέει, γιατί μπορεί, αν πάει να τα πει ή να τα κάνει όπως θέλει, να βγάλει αυτό το καπέλο».
Σε αυτό το σημείο τους αναφέρω την αδυναμία της Ολλανδής συνομιλήτριάς μου, την προηγούμενη μέρα, να συνδέσει το ποτιστικό μηχάνημα με την έννοια του πανηγυριού και την απορία της για την πυρηνική θέση που κατέχει στην εγκατάσταση. Τους ρωτώ τελικά τι θέλουν να μείνει στους διεθνείς θεατές, που δεν είναι εξοικειωμένοι με όλες αυτές τις τόσο γνώριμες για τους Έλληνες εικόνες.
«Έχει να κάνει με το τι ψάχνει ο καθένας να δει όταν μπαίνει. Είχαμε ανθρώπους που συγκινήθηκαν, ένας κύριος έκλαιγε. Άλλοι το είδαν πιο αποστασιοποιημένα αλλά τους άρεσε και κάποιοι άνοιξαν απλά την κουρτίνα και έφυγαν. Σαν να τρόμαξαν με το που είδαν το μηχάνημα. Κάτι που χαροποιεί αρκετά το κοινό, όταν το μαθαίνει, είναι ότι το νερό που χρησιμοποιεί το μηχάνημα ανακυκλώνεται. Πολλοί με ρωτάνε αν είναι “έργο του καλλιτέχνη” ή πραγματικό μηχάνημα. Ο καθένας μπορεί να δημιουργήσει ό,τι αφήγημα θέλει. Δεν θέλαμε να φτιάξουμε ένα έργο που να απασχολεί πρώτα την κριτική σου σκέψη, αλλά πρώτα να αισθανθείς κάτι και να ξεκινήσεις εσύ ο ίδιος να αφηγηθείς στον εαυτό σου τι είναι αυτό που σου συμβαίνει στο περίπτερο» αναφέρει ο Θανάσης Δεληγιάννης.
«Όντως έχει καταλήξει να είναι πυρηνικό στοιχείο του έργου το ποτιστικό μηχάνημα. Ο Θανάσης έχει αυτή την ανάμνηση, να παίζει ως παιδί με ένα τέτοιο μηχάνημα. Στη φάση των πειραματισμών και των δοκιμών, στο πλαίσιο του Margaroni Project, το ποτιστικό ήταν ένα αντικείμενο του εξωτερικού χώρου που το φέραμε μέσα, όπως και οι πλάκες, τα φώτα, οι ήχοι. Από την πρώτη στιγμή φαντασιωθήκαμε στο κέντρο του ελληνικού περιπτέρου το μηχάνημα ως ένα παιγνιώδες σχόλιο για το ιερό αντικείμενο, τον Επιτάφιο, το θεατό και το αθέατο σε έναν ναό, για όσα μπορεί να δει κανείς σε μια αγροτική αποθήκη. Το αν γίνεται κατανοητή αυτή η χειρονομία δεν είναι μέσα στις αγωνίες μας. Αν παρατηρήσει κανείς την πορεία του μηχανήματος, όντως ορίζει τον χρόνο –όπως και στην πραγματικότητα–, όντως συγχρονίζει με τρόπο άλλοτε συγκεκριμένο και άλλοτε τυχαίο αυτά που συμβαίνουν, οπότε η πρόκληση ήταν να είναι όντως λειτουργικό, όπως και η ανακύκλωση του νερού. Έχουμε εμπιστοσύνη στη συναισθηματική αμεσότητα των αντικειμένων, νομίζω ότι ο επισκέπτης νιώθει τι συμβαίνει. Συλλάβαμε μια εγκατάσταση γι’ αυτόν τον συγκεκριμένο χώρο. Η εμπειρία θέασης και ο τρόπος προσέγγισης είναι μέρος του έργου: ο τρόπος που μπαίνει κανείς, ο τρόπος που βγαίνει. Το σημείο επαφής που βρίσκω ως πιο ενδιαφέρον, σε σχέση με τα άλλα περίπτερα, είναι ότι η ιδιαιτερότητα της πρότασής μας και μάλλον το κυρίως κριτήριο επιλογής της είναι ότι όντως προερχόμαστε από διαφορετικά πεδία και κομίζουμε κάτι πιο performative στα εικαστικά. Αυτό για την Ελλάδα μάλλον ήταν πρωτοτυπία. Όμως είναι ένα στοιχείο που επανέρχεται σε πολλά περίπτερα, είτε ως μια multimedia εγκατάσταση είτε ως μια περιπατητική εμπειρία. Θέτουμε μάλλον ένα ερώτημα που δεν ξέρω αν μπορεί να απαντηθεί τόσο εύκολα. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ως δημιουργός αν το έργο που κάνει εγγράφεται συνειδητά ή ασυνείδητα σε ένα γενικότερο κύμα αναρώτησης ή κατεύθυνσης στην τέχνη και μέχρι πού ένα πιο προσωπικό βίωμα είναι δυνατότερο να γίνει αντικείμενο αφήγησης και να παρουσιαστεί με τρόπο πιο ειλικρινή. Σίγουρα στο δικό μας έργο υπάρχουν και τα δύο. Στο βάθος μιλάει περισσότερο για την απουσία μιας μορφής παρά για το περιβάλλον από το οποίο απουσιάζει. Αλλά αυτό θα το βιώσει μάλλον καλύτερα ο θεατής» καταλήγει ο Γιάννης Μιχαλόπουλος.
Ξηρόμερο/Dryland
Ελληνικό Περίπτερο στην 60ή Διεθνή Έκθεση Τέχνης - La Biennale di Venezia
Giardini, Βενετία, Ιταλία
Ώρες λειτουργίας: Τρ.- Κυρ. 11:00-19:00 (έως 30/9), 10:00-18:00 (1/10-24/11)
https://pavilionofgreece2024.emst.gr/
Συντελεστές
Μια σύλληψη των Θανάση Δεληγιάννη και Γιάννη Μιχαλόπουλου
Συνδημιουργοί: Έλια Καλογιάννη, Γιώργος Κυβερνήτης, Κώστας Χαϊκάλης, Φώτης Σαγώνας
Καλλιτεχνικοί Συνεργάτες: Φωτεινή Παπαχριστοπούλου, Βασιλική-Μαρία Πλαβού, Μάριος Σταμάτης
Επιμέλεια Ελληνικού Περιπτέρου: Πάνος Γιαννικόπουλος
Εθνικός Επίτροπος & Οργάνωση: ΕΜΣΤ
Σχεδιασμός φωτισμού: Στέφανος Δρουσιώτης
Υπεύθυνος σχεδιασμού και συντονιστής οπτικοακουστικής εγκατάστασης: Σταύρος Νικολακόπουλος
Τεχνικός σύμβουλος σχεδιασμού μηχανισμών και κατασκευής ειδικού εξοπλισμού: Μάνος Βορδοναράκης
Εθνικός Επίτροπος - Οργάνωση: ΕΜΣΤ