Ένα από τα νεότερα μεγάλα αστέρια της εικαστικής σκηνής της Αθήνας κάθεται απέναντί μου. Περίμενα κάποιο υπερφίαλο πλάσμα της τέχνης, έναν άνθρωπο ιδρυματοποιημένο και αμήχανο μπροστά σε ιδέες, θεωρίες και μεγάλα «ζητήματα». Ο Πάνος Γιαννικόπουλος, όμως, είναι δεν έχει καμία σχέση με αυτό. Η περίπτωσή του είναι αυτή ενός ευγενικού ακροβάτη μέσα σε ένα σύστημα κλειστό, που ορισμένες φορές μοιάζει σχεδόν να ασφυκτιά στο ναρκισσιστικό και χωρίς οξυγόνο μικρόκλιμα του. Είναι ένας ακούραστος επιμελητής που το 2023 προσπάθησε να αφήσει πίσω του τον «καλό μαθητή» και να αγκαλιάσει μια πιο funky και παιχνιδιάρικη εκδοχή του, ψάχνοντας μέσα από τις πολλαπλές εκθέσεις που έχει επιμεληθεί τα όρια και τις ραφές του προστατευμένου μαγικού κήπου μέσα στον οποίο απλώνει τη ζωή του.
Είναι αδιαμφισβήτητα ο πιο επιδραστικός επιμελητής της γενιάς του και ένας από τους ανθρώπους που δουλεύουν ώστε να μπορούμε να μιλάμε πράγματι για μια ενεργή και δημιουργική νέα γενιά καλλιτεχνών. Κι αυτό το καταφέρνει είτε μέσα από τις επιμέλειές του είτε μέσα από τη σχεδόν ιεραποστολική δουλειά που κάνει τα τελευταία έξι χρόνια ως συντονιστής προγράμματος στην αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία ARTWORKS, η οποία κυρίως ασχολείται με το Πρόγραμμα Υποστήριξης Καλλιτεχνών του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (SNF Artist Fellowship Program) που μέχρι σήμερα έχει παράσχει πολύτιμη και έμπρακτη υποστήριξη σε περισσότερους από 390 καλλιτέχνες και επιμελητές.
Η δουλειά μας είναι να μπαίνουμε σαν ιοί σε αυτούς τους χώρους, να αλλάζουμε τον τρόπο που κινούνται, χωρίς αφήνουμε να μας αλλάζουν αυτοί. Είναι ίσως λίγο ουτοπικό σκεπτικό, αλλά πιστεύω ότι μπορείς να μπεις κάπου και να λειτουργήσεις κριτικά μέσα σε αυτό το “κάπου”, γιατί στο τέλος θες και τα χρήματα, και τον χώρο, και το πλαίσιο και να κάνεις ό,τι θες!
Για τον ίδιο η φετινή χρονιά ήταν λιγάκι σαν να μπήκε σε τρανς και οι έννοιες του χρόνου ή του ύπνου να έχασαν κάθε νόημα, αφού, μεταξύ άλλων, επιμελήθηκε, μαζί με τη Γεωργία Λιάπη, τη μεγαλειώδη ομαδική έκθεση «This current between us» στο εγκαταλελειμμένο και παράξενης ομορφιάς εργοστάσιο της ΔΕΗ, την ομαδική έκθεση «A scattering of salts» στο Deree, το πρόγραμμα «Performances» της φετινής έκδοσης της Art Athina καθώς και μια έκθεση την οποία ακόμα μπορείτε –και αξίζει– να επισκεφτείτε, το Μυστήριο 151 - A Rave Down Below στο Παλαιό Ελαιουργείο Ελευσίνας. Μια έκθεση που βλέπει τον χορό ως παρεκτόπιση της κοινωνικής εξάντλησης, ως απόδραση και αντίδραση και φέρνει την απόλαυση σε πρώτο πλάνο, βάζοντας τη θεωρία στην άκρη, για βγουν μπροστά η έκσταση και ένα νέο είδος διεκδικητικότητας, ηδονικό και ενεργητικό αυτήν την φορά.
Το μεγαλύτερό του στοίχημα για φέτος υπήρξε το άνοιγμα σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό, η έξοδός του από τον κλειστό κόσμο του αθηναϊκού art-crowd, αυτής της λιγότερο ή περισσότερο συμπαγούς περιοδεύουσας μάζας ανθρώπων που συμπεριλαμβάνει καλλιτέχνες, εικαστικούς και επιμελητές, και την πορεία του προς το μεγάλο κοινό. Όπως μου εξηγεί, το να κινείσαι στο art-scene της Αθήνας αφορά προπαντός την αναζήτηση της ασφάλειας, την ανάγκη της συνύπαρξης με ανθρώπους-συγγενείς οι οποίοι παραμένουν εντός ενός άτυπου τείχους προστασίας.
Αλλά με τις εκθέσεις που επιμελήθηκε φέτος είναι λιγάκι σαν να φύσηξε και να έσπασε το τζάμι που γράφει πάνω του πως η τέχνη είναι ένας niche χορός τον οποίο καλλιτέχνες και επιμελητές στήνουν μαζί για να αυτοεπιβεβαιωθούν και να παίξουν τα θεωρητικά παιχνίδια τους. Η διαδικασία αυτή τον γείωσε και τον βοήθησε να ξεφύγει και από τα δικά του όρια και θεωρητικά κολλήματα, χωρίς όμως να κάνει εκπτώσεις – στην πραγματικότητα απόλαυσε τη συνάντησή του με νέα κοινά. «Είναι ωραίο και σημαντικό να έρχεται κάποιος που δεν έχει σχέση με την Ιστορία της Τέχνης ή την κριτική θεωρία και να ενεργοποιεί τα έργα με έναν διαφορετικό τρόπο.
Ορισμένες φορές αυτό μπορεί να σημαίνει ότι τα έργα που θα δείξεις ίσως είναι πιο statement ή πιο flashy, και κάποιος μπορεί να σε κατηγορήσει ότι αυτό τα τοποθετεί στην ομάδα των έργων που φτιάχνονται για να καταλήξουν στο Instagram. Αλλά στην έκθεση στη ΔΕΗ προσπαθήσαμε ακόμη και τα έργα που καταλάμβαναν μεγαλύτερο χώρο να διατηρούν πάντα μια λεπτότητα και να παραμένουν δυνατά, ενδεχομένως αποκτώντας και μια μεγαλύτερη απεύθυνση».
Η χρήση της λέξης «ακροβάτης» παραπάνω δεν ήταν καθόλου τυχαία, καθώς το παιχνίδι της τέχνης στην Αθήνα απαιτεί γερά νεύρα για όσους ζουν από αυτό. Οι πηγές χρηματοδοτήσεις είναι μετρημένες στα δάχτυλα, ενώ το 99% των απαντήσεων στις προτάσεις που θα κατατίθενται είναι, όπως μου λέει ο ίδιος, αρνητικές. Ο Πάνος Γιαννικόπουλος μεγάλωσε στη Νίκαια και οι γονείς του ήταν δάσκαλοι. Παρότι δεν είχε ποτέ τρομερά βιώματα γύρω από την τέχνη, από πολύ μικρός ερωτεύτηκε τα μουσεία και αποφάσισε να γίνει αρχαιολόγος, μια επιλογή για την οποία μετάνιωσε πολύ, αφού η πραγματική του αγάπη, ήδη από το γυμνάσιο και την πρώτη έκθεση που είδε στο τότε δίχως στέγη ΕΜΣΤ, υπήρξε η σύγχρονη τέχνη. Σήμερα, όμως, αναγνωρίζει ότι οι πιο συντηρητικές βάσεις τις οποίες έλαβε στη σχολή του τον βοήθησαν στη συνέχεια σε επίπεδο μεθοδολογίας. Ξεκίνησε να εργάζεται από τα 18 του, πρώτα στην εστίαση κι έπειτα στην Greenpeace, γιατί, για να κυνηγήσει το όνειρο της ανεξάρτητης επιμέλειας, ήξερε πως έπρεπε να καταφέρει να έχει μια σταθερή δουλειά. Έτσι έφτασε να κάνει την πρακτική του στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης (ΙΣΕΤ), όπου παρέμεινε για πέντε πολύ δημιουργικά χρόνια, και μπόρεσε με αυτόν τον τρόπο να χρηματοδοτήσει το πρώτο του πρότζεκτ με τίτλο «Χωρογραφίες, σημεία φυγής» στην πλατεία Αμερικής του 2014.
Όσον αφορά την κατάσταση της αθηναϊκής σκηνής, επιλέγει να βλέπει τα πράγματα αισιόδοξα, και αναφορικά με τον τωρινό οργασμό τέχνης στην Αθήνα, μου λέει: «Τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργηθεί πάρα πολλά artist-run και project spaces τα οποία στην πραγματικότητα είναι που δημιουργούν την αφήγηση του τι συμβαίνει αυτήν τη στιγμή στην πόλη. Όλοι αυτοί οι χώροι παράγουν έναν πολύ σημαντικό έργο και δείχνουν πως υπάρχει μια ενεργή σκηνή εδώ. Γιατί η ουσιαστική παραγωγή δεν έρχεται από τα πάνω, αντίθετα προκύπτει από αυτά τα μικρότερα πρότζεκτ, τα οποία, έπειτα, τα ιδρύματα και οι επιμελητές τα μεταφέρουν σε διοργανώσεις μεγαλύτερων διαστάσεων, “υιοθετώντας” τα μερικές φορές, όχι πάντα με θετικό τρόπο. Ορισμένες φορές γίνεται κι ένα καπέλωμα των grassroots διαδικασιών από τα ιδρύματα.
Πώς προσεγγίζουμε το queerness όταν αυτό μπαίνει σε ένα πολύ flashy περιτύλιγμα, δηλαδή πώς μπορεί να παραμείνει πολιτικό σε αυτήν τη συνθήκη; Γι’ αυτό είναι ωραίο κάποια πράγματα να παραμένουν στο ενδιάμεσο, δηλαδή να μπαίνεις στο πλαίσιο που έχει ένα σύστημα και να το αναταράσσεις. Η δουλειά μας είναι να μπαίνουμε σαν ιοί σε αυτούς τους χώρους, να αλλάζουμε τον τρόπο που κινούνται, χωρίς να αφήνουμε να μας αλλάζουν αυτοί. Είναι ίσως λίγο ουτοπικό σκεπτικό, αλλά πιστεύω ότι μπορείς να μπεις κάπου και να λειτουργήσεις κριτικά μέσα σε αυτό το “κάπου”, γιατί στο τέλος θες και τα χρήματα, και τον χώρο, και το πλαίσιο και να κάνεις ό,τι θες! Θεωρώ ότι με αυτή την ταραχή που δημιουργούμε όλοι μαζί ως ομάδα κάτι μπορεί να βγει που θα κάνει τη σκηνή λίγο καλύτερη. Το στοίχημα είναι να υπάρξει και μια πιο σταθερή μορφή υποστήριξης, γιατί παραμένουμε όλοι πολύ επισφαλείς σε αυτό το επάγγελμα, είτε μιλάμε για τους καλλιτέχνες είτε για οποιονδήποτε άλλον εργαζόμενο στον χώρο της τέχνης».
Η Joan Didion γράφει εξαιρετικά εύστοχα «we tell ourselves stories in order to live» και σκέφτομαι μήπως η τέχνη είναι η δική του ψευδαίσθηση, η αφήγηση την οποία έχει επιλέξει για τον εαυτό του, ώστε να συνεχίζει να βρίσκει ένα νόημα στη ζωή του. Αναρωτιέμαι, κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας, τι είναι τελικά αυτό που αναζητούμε όλοι οι άνθρωποι που παρακολουθούμε τα εικαστικά δρώμενα, όταν αντιμετωπίζουμε συχνά έργα που αδυνατούμε να καταλάβουμε ή και να δικαιολογήσουμε, νεύουμε καταφατικά από άγχος μη φανούμε άσχετοι και φεύγουμε ακόμα πιο μπερδεμένοι, αλλά τουλάχιστον ικανοποιημένοι που παίξαμε κι εμείς το ρολάκι μας σε αυτό το παράλογο παιχνίδι χωρίς οδηγίες χρήσεως.
Εκείνος βλέπει τα πράγματα λιγάκι πιο ρομαντικά: «Δεν ξέρω αν είναι τόσο αναγκαία όλα αυτά, αλλά για μένα, αν έβγαζες το κομμάτι της τέχνης εκτός, θα ήταν σαν να ακύρωνες ένα κομμάτι ευχαρίστησης. Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την αισθητική απόλαυση –που παραμένει πολύ σημαντική, γιατί πιστεύω πολύ στην απόλαυση–, αλλά είναι ένας ολόκληρος τρόπος να βλέπεις τον κόσμο και να φιλτράρεις την πραγματικότητα. Η τέχνη με κάνει να σκέφτομαι διαφορετικά, να αντιμετωπίζω την καθημερινότητα διαφορετικά, τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και μη ανθρώπων, τον τρόπο που διαχειριζόμαστε την υλικότητα ή ερχόμαστε αντιμέτωποι με το περιβάλλον. Ταυτόχρονα με βάζει στη διαδικασία να σκεφτώ πώς και το τι παράγουμε, αλλά και πώς διαχειριζόμαστε τον χρόνο μας. Είναι πολύ σημαντικό να κάνουμε πράγματα που δεν είναι χρήσιμα κι εγώ δεν θέλω να βλέπω την τέχνη ως κάτι χρήσιμο, θέλω να διεκδικήσω την μη χρησιμότητα της».
Μιλώντας για τα επιτεύγματα του 2023, δεν γίνεται να παραλείψουμε την ανάληψη της επιμέλειας από την ελληνική συμμετοχή στην 60ή Μπιενάλε της Βενετίας με την εγκατάσταση «Ξηρόμερο/ Dryland», μια ανάθεση από το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού και εθνικό επίτροπο και φορέα υλοποίησης το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. «Με προσέγγισαν οι καλλιτέχνες που δούλευαν ήδη κάποια χρόνια σε ερευνητικό επίπεδο ένα πρότζεκτ, από το οποίο προέκυψε το Margaroni Residency, και αφορά την έννοια του πανηγυριού, με αφετηρία τη θρυλική τραγουδίστρια των πανηγυριών προηγούμενων δεκαετιών Κική Μαργαρώνη· με την υποστήριξη το Ιδρύματος Ωνάση, δημιουργήθηκε ένα σώμα δουλειάς. Η καλλιτεχνική ομάδα συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία του δημιουργού διαμεσικών έργων και συνθέτη Θανάση Δεληγιάννη και του δραματουργού και ερευνητή Γιάννη Μιχαλόπουλου, που συνέλαβαν και την ιδέα. Στην ομάδα συνδημιουργών του έργου είναι η video artist και εικαστικός Έλια Καλογιάννη, ο φωτογράφος και κινηματογραφιστής Γιώργος Κυβερνήτης, ο σχεδιαστής ήχου και ηχολήπτης Κώστας Χαϊκάλης, και ο εικαστικός και αρχιτέκτονας Φώτης Σαγώνας. Καλλιτεχνικοί συνεργάτες του πρότζεκτ είναι η ηθοποιός Φωτεινή Παπαχριστοπούλου και το Studio Precarity (Βασιλική-Μαρία Πλαβού και Μάριος Σταμάτης).
» Η καλλιτεχνική ομάδα με κάλεσε να παρακολουθήσω τη δουλειά τους και να τους πω αν με ενδιέφερε να καταθέσω πρόταση ως επιμελητής για το ελληνικό περίπτερο. Αναπτύχθηκε, λοιπόν, η έρευνά τους αλλά και η πρόταση του περιπτέρου που θα οδηγήσει στην εγκατάσταση η οποία θα παρουσιαστεί. Υποστήριξα το έργο από την αρχή λόγω του τρόπου που, τουλάχιστον μέσω της δικής μου ματιάς, προσέγγιζε τη σχέση παράδοσης - παρόντος, γιορτής και πένθους και τη σχέση κοινωνικής συμμετοχής ή αποκλεισμού. Η έννοια του εορτασμού, του χορού και κατ’ επέκταση του πανηγυριού στο ελληνικό πλαίσιο, με την κοινωνική και πολιτική σημασία που φέρει, με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Ήταν κάτι που διερεύνησα και σε μια σειρά άλλων εκθέσεων που είχα επιμεληθεί, όπως το “It moves and it shouts” στο Haus N Athen, το “Dancing Plague” στο GAMeC ή το πρόσφατο “A rave down below” στην Ελευσίνα Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, θεωρώντας τη διασκέδαση και τον εκστατικό χορό ως μέσο αντίδρασης, διαφυγής και αντίστασης, και σκεπτόμενος την εμπορική εκμετάλλευσή τους, τις σχέσεις εργασίας, την έννοια της παύσης».
Μιλώντας με τον Πάνο Γιαννικόπουλο, καταλαβαίνω πως το 2023 υπήρξαν για εκείνον λίγο δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ ευτυχίας και επιτυχίας. «Δεν είμαι σίγουρος αν η ύπαρξη του ενός εξασφαλίζει πάντα και το άλλο. Μέσα σε μια συνθήκη που δουλεύουμε και κάνουμε πράγματα συνεχώς, μια στιγμή ευτυχίας είναι το ότι μπορώ να βρω χρόνο για να χορέψω με τους φίλους μου ή να πάω μία εβδομάδα σε ένα νησί και να είμαι στην παραλία όλη μέρα, διαβάζοντας ένα βιβλίο χωρίς να σκέφτομαι την παραγωγή. Χάρηκα σίγουρα παρά πολύ που θα πάμε και στην Μπιενάλε, δεν θα πω ψέματα. Όπως χαίρομαι και με κάθε έναρξη έκθεσης και κάθε φορά που ένα πρότζεκτ εγκρίνεται. Σίγουρα το 2023 δεν ήταν μια χρονιά παρατεταμένης ευτυχίας, γιατί όλα αυτά συνοδεύονται με τρομερό άγχος, είσαι μόνιμα σε μια διαδικασία διαχείρισης διαφόρων πραγμάτων. Οπότε νομίζω πως μετά τη Βενετία θα έρθει και μια διεκδίκηση διαφορετικών χρόνων παραγωγής αλλά και περισσότερου χρόνου στην παραλία και περισσότερο χρόνο για κάθε πρότζεκτ. Γιατί, τελικά, διεκδικούμε πράγματα μέσω των έργων και των εκθέσεων και η ερώτηση είναι “κυνηγάμε και στη ζωή αυτά που συζητάμε και πραγματευόμαστε”; Ή συμμετέχουμε απλώς σε μια συνθήκη ανελέητης παραγωγής;».
Η όμορφη περίπτωση του Πάνου Γιαννικόπουλου θα μπορούσε να λειτουργήσει ως οδηγός ζωής για όλους τους νέους ανθρώπους που θέλουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να ασχοληθούν με τον κόσμο της τέχνης. Αρχικά, γιατί η πορεία του έχει υπάρξει καθαρή και γραμμική, δίχως ανεξήγητα άλματα ή ύποπτες προσπεράσεις, πράγμα σπάνιο σε κάθε χώρο. Έπειτα, γιατί η έμφυτη ευγένεια και συστολή του μας δείχνουν πως ο δρόμος για την επιτυχία δεν χρειάζεται να περνά απαραίτητα από τη φάση του θηρίου – δεν χρειάζεται να μετατραπεί κανείς σε ένα λυσσασμένο ζόμπι που μπαίνει σε έναν χώρο και λειτουργεί ισοπεδωτικά και τυχοδιωκτικά. Αντιθέτως, είναι μέσα από αυτήν ακριβώς την ανάγκη συλλογικότητας και συνεργασίας, στην οποία επιστρέφει συνεχώς κατά τη συζήτησή μας, που δυναμώνει ο ήχος της ζωής του. Ο Πάνος Γιαννικόπουλος ξέρει ακριβώς πού θέλει να πάει και με αυτή την καθησυχαστική του αυτάρκεια, που κινείται με τη δύναμη που το νερό σκάει στα βράχια, μας λέει: «Το νόημα, τελικά, είναι να καταφέρνεις να επιβιώνεις ο ίδιος και να βοηθάς και όσους είναι μαζί σου να επιβιώνουν κι εκείνοι. Να λες ότι, οk, είναι άλλη μία μέρα που είμαστε όλοι εδώ. Την ίδια στιγμή δεν κάνουμε καμία έκπτωση σε αυτά που πιστεύουμε κι αν τελικά μας πετάξει έξω το σύστημα, μας πέταξε».
Ο Πάνος Γιαννικόπουλος φωτογραφήθηκε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.