Ο 83χρονος Γκέοργκ Μπάζελιτς, πρωτοπόρος της γερμανικής νεο-εξπρεσιονιστικής ζωγραφικής, τιμάται στο μουσείο Ζορζ Πομπιντού στο Παρίσι με μια ρετροσπεκτίβα με τίτλο «Baselitz - The retrospective», που θα διαρκέσει μέχρι τις 7 Μαρτίου του 2022. Είναι η πρώτη μεγάλη έκθεση που οργανώνεται στο Παρίσι για έναν από τους σημαντικότερους ζωγράφους που ανέδειξε η μεταπολεμική Γερμανία - μαζί με τον Γκέρχαρντ Ρίχτερ και τον Ανσελμ Κίφερ, του οποίου η αφιερωμένη στον ποιητή Πάουλ Τσέλαν έκθεση θα ανοίξει τον Δεκέμβριο στο Γκραν Παλέ.
Η αναδρομική έκθεση του Μπάζελιτς στο Πομπιντού συγκεντρώνει αριστουργήματά του ζωγράφου από τις τελευταίες έξι δεκαετίες, αποκαλύπτοντας τις πιο εντυπωσιακές δημιουργικές περιόδους του: από τους πρώτους πίνακες ζωγραφικής και το μανιφέστο του «Pandemonium» στις αρχές της δεκαετίας του 1960 μέχρι τη σειρά «Heroes», και από τις συνθέσεις «Fractured» και τα ανεστραμμένα μοτίβα του 1969, συμπεριλαμβανομένων των διαδοχικών ομάδων έργων στα οποία ο καλλιτέχνης πειραματίστηκε με αριστοτεχνικό τρόπο με νέες εικαστικές τεχνικές ποικίλης αισθητικής, που υποστηρίζονται από αναφορές στην ιστορία της τέχνης και τη βαθιά γνώση του έργου πολλών καλλιτεχνών, όπως ο Έντβαρντ Μουνκ, ο Ότο Ντιξ και ο Βίλεμ ντε Κούνινγκ.
Θυελλώδης, προκλητικός, αλλά με κοινωνική ευαισθησία, με τα έργα του να αποφέρουν πολλές χιλιάδες ευρώ στις φιλανθρωπικές δημοπρασίες της «Art help give» για τους άστεγους ή τους καλλιτέχνες με προβλήματα διαβίωσης, ο Μπάζελιτς χάρισε την άνοιξη του 2021 έξι «ανάποδους» πίνακες στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης για να ενισχύσουν το μουσείο που με την πανδημία αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, λέγοντας ότι με αυτή τη δωρεά θέλησε να τιμήσει το μουσείο που αγαπά και τη χώρα που «ήταν πάντα ένα σύμβολο ελευθερίας για εμάς», όπως δήλωσε, εκπροσωπώντας και τη σύζυγό του.
Αυτός ο χαρακτήρας της ζωγραφικής του, προερχόμενος από πλήθος επιρροών, τον βοηθά να αναπτύξει μια προσωπική ζωγραφική γλώσσα που μιλά για την αντιστροφή των αξιών: όσο στιβαρά είναι τα έργα του τόσο ρευστές είναι οι έννοιες.
Ο Μπάζελιτς, τρίτος στη λίστα των σημαντικότερων διεθνών καλλιτεχνών που εκδίδει κάθε χρόνο το οικονομικό περιοδικό «Capital», έχει ζήσει μια μυθιστορηματική ζωή που επηρέασε με διαφορετικό αλλά καθοριστικό τρόπο τα καλλιτεχνικά του βήματα. Γεννήθηκε το 1938 στο Ντοϊτσμπάζελιτς της Σαξονίας και όταν μπήκαν οι Ρώσοι στρατιώτες στα γερμανικά εδάφη, στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν επτά ετών.
Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος δημοτικού και η οικογένεια ζούσε στο κτίριο του τοπικού σχολείου. Για να γλιτώσουν από τους βομβαρδισμούς, ο Μπάζελιτς -που τότε ονομαζόταν Χανς-Γκέοργκ Κερν- και η οικογένειά του κρύφτηκαν στο υπόγειο του σχολείου, το οποίο ισοπεδώθηκε.
Όταν τελείωσαν οι βομβαρδισμοί, η μητέρα του ξεκίνησε, μαζί με άλλες οικογένειες, να περπατάει προς τη Βαυαρία, στην οποία είχαν εγκατασταθεί συμμαχικές δυνάμεις των Αμερικανών. Ο Μπάζελιτς, όταν περιγράφει τα παιδικά του χρόνια στη μεταναζιστική Γερμανία, δεν παραλείπει να περιγράψει την ισοπεδωμένη από τους βομβαρδισμούς Δρέσδη που είδε ως παιδί και τη βαριά μυρωδιά και την ασχήμια της κατεστραμμένης πόλης.
Αυτές οι σκηνές ζωντάνεψαν στη δουλειά του στη δεκαετία του 1960, με τους πίνακές του να αναπαριστούν ακρωτηριασμένα μέλη, ματωμένα ίχνη από πέλματα, δάχτυλα παγωμένα πάνω στο χώμα.
Η ζωή της οικογένειάς του, που έκανε ένα νέο ξεκίνημα στην Ανατολική Γερμανία, ήταν τόσο μετρημένη, δεν είχαν τίποτα, φορούσαν και έτρωγαν ό,τι έβρισκαν. Ο Μπάζελιτς ακόμα και σήμερα θυμάται ότι έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι, ευγνώμονες που είχαν ακόμα και κουρέλια, κάτι που σιχαίνεται και αντιμάχεται σθεναρά ως συνθήκη ζωής.
Με τα μουσεία και τις βιβλιοθήκες να έχουν αδειάσει στη διάρκεια του πολέμου, με ελάχιστες πληροφορίες και πηγές γνώσης στη διάθεσή τους, με μια πολύ συγκεκριμένη πολιτική και ιδεολογική ευθυγράμμισή που όλοι έπρεπε να ακολουθήσουν χωρίς επιλογές.
«Γεννήθηκα σε μια κατεστραμμένη τάξη, ένα κατεστραμμένο τοπίο, έναν κατεστραμμένο λαό, μια κατεστραμμένη κοινωνία. Και δεν ήθελα να αποκαταστήσω την τάξη: είχα δει αρκετά. Αναγκάστηκα να αμφισβητήσω τα πάντα, να είμαι ναΐφ, να ξαναρχίσω από την αρχή», λέει ο Μπάζελιτς, που μέχρι σήμερα εξακολουθεί να αντιστρέφει όλους τους πίνακές του, ένα μοναδικό και καθοριστικό χαρακτηριστικό του έργου του, για να διαταράξει κάθε εντολή και να σπάσει κάθε κοινά αποδεκτή σύμβαση.
Άρχισε να ζωγραφίζει από την εφηβική του ηλικία πορτρέτα, θρησκευτικά θέματα, νεκρές φύσεις και τοπία, μερικά σε φουτουριστικό ύφος, και όταν το 1955 έκανε αίτηση για σπουδές στην Kunstakademie της Δρέσδης, απορρίφθηκε. Το 1956 γράφτηκε στο Hochschule für Bildende und Angewandte Kunst στο Ανατολικό Βερολίνο. Μετά από δύο εξάμηνα, ωστόσο, αποβλήθηκε για «κοινωνικοπολιτική ανωριμότητα» επειδή δεν συμμορφώθηκε με τις σοσιαλιστικές ιδέες της Ανατολικής Γερμανίας.
Το 1957 συνέχισε τις σπουδές του στο Hochschule der Künste στο Δυτικό Βερολίνο, και τις ολοκλήρωσε το 1962. Ο Πόλοκ και ο Φίλιπ Γκάστον όπως και οι θεωρίες των Μαλέβιτς και Καντίνσκι ήταν οι βασικές επιρροές του έργου του. Το 1961 υιοθέτησε το όνομα Γκέοργκ Μπάζελιτς ως φόρο τιμής στη γενέτειρά του.
Το 1963, η πρώτη του ατομική έκθεση προκάλεσε σκάνδαλο και δύο από τους πίνακες του, «The Big Night Down The Drain» («Die große Nacht im Eimer») (1962/63) και «The Naked Man» («Der Nackte Mann») (1962), κατασχέθηκαν από τον εισαγγελέα λόγω του άσεμνου χαρακτήρα τους.
Η εικονογραφία των σεξουαλικά γκροτέσκων σκηνών προκαλούσε τον θεατή και το έργο του αποτελούσε μια ανησυχητική υπενθύμιση θεμάτων της σύγχρονης πραγματικότητας που ήθελαν να παραβλέπεται στην τέχνη. Ο Μπάζελιτς μέσα από την ένταση των έργων του εξερευνούσε ένα ακανθώδες θέμα: τι σημαίνει να είναι Γερμανός καλλιτέχνης σε έναν μεταπολεμικό κόσμο.
Ο Μπάζελιτς παράγει από το 1964 τα πρώτα του χαρακτικά, που έκτοτε αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του καλλιτεχνικού ρεπερτορίου του. Ταξιδεύει στη Φλωρεντία, επηρεάζεται από τους εξπρεσιονιστές Die Brücke και όταν επιστρέφει στο Δυτικό Βερολίνο δημιουργεί τη σειρά «Heroes», φιγούρες που αντιπροσωπεύουν μια μεταφορική εικόνα ενός ανθρώπου που, χωρίς εθνικότητα ή σχέση με έναν τόπο, ασκεί κριτική στα απατηλά και μεγαλομανή ιδεώδη του Τρίτου Ράιχ και της Ανατολικής Γερμανίας με την ερημική, σπασμένη, ξεφτισμένη εμφάνισή του.
Λίγα χρόνια αργότερα, αντιστρέφει τους πίνακές του. Ο καθένας μπορεί να δώσει τη δική του ερμηνεία στις ανεστραμμένες φιγούρες, με τα σώματα, τα τοπία και τα κτίρια να αγνοούν την πραγματικότητα του φυσικού κόσμου.
Αυτός ο χαρακτήρας της ζωγραφικής του, προερχόμενος από πλήθος επιρροών, τον βοηθά να αναπτύξει μια προσωπική ζωγραφική γλώσσα που μιλά για την αντιστροφή των αξιών: όσο στιβαρά είναι τα έργα του τόσο ρευστές είναι οι έννοιες.
Η παθιασμένη ζωγραφική του θεωρείται μέχρι σήμερα αταξινόμητη, με τον ίδιο να ταλαντεύεται ανάμεσα στην εικονογράφηση και την αφαίρεση, και την εννοιολογική προσέγγιση να συνδέει την εμπειρία και τη φαντασία του καλλιτέχνη.
Παραμένει ενεργός, αμφιλεγόμενος, προκλητικός -λίγα χρόνια νωρίτερα δήλωσε ότι «οι γυναίκες ζωγράφοι δεν περνούν το τεστ της αγοράς τέχνης»-, ιδιαίτερα επικριτικός για τη γερμανική πολιτική, με το ισχυρό του έργο να προτείνει αισθητικές μορφές, μια σύνοψη των ρευμάτων και των αισθητικών καθεστώτων του 20ού αιώνα σε μια ανεπανάληπτα πειραματική καλλιτεχνική παραγωγή.