Τη λένε Ντόρις Λι (Doris Lee) και το όνομά της ήταν ξεχασμένο για δεκαετίες. Η Αμερική την ανακαλύπτει ξανά και τα έργα της, ένα μείγμα λαϊκής τέχνης και μοντερνισμού, παρουσιάζονται σε μουσεία και γκαλερί.
Η Λι υπήρξε μια από τις πιο αναγνωρισμένες καλλιτέχνιδες κατά τις δεκαετίες του 1930 και του 1940 και ηγετική φυσιογνωμία στην αποικία καλλιτεχνών του Γούντστοκ, με τα έργα της να γίνονται εξώφυλλα στο περιοδικό «Life». Είναι γνωστή ως μία από τις πιο επιτυχημένες καλλιτέχνιδες της εποχής της Ύφεσης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά τη δεκαετία του ’60, ξεχάστηκε.
Ως απάντηση στην άνοδο του αφηρημένου εξπρεσιονισμού τις δεκαετίες μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Λι απορρόφησε επιδέξια τις καινοτομίες του σε μια συνέχεια του δικού της οπτικού κώδικα. Το σύνολο της δουλειάς της αποκαλύπτει μια αξιοσημείωτη ικανότητα να συγχωνεύει την αφαίρεση με την ελκυστικότητα της καθημερινότητας και να προσφέρει μια συνεκτική οπτική ταυτότητα που γεφύρωσε επιτυχώς διάφορα καλλιτεχνικά «στρατόπεδα» που προέκυψαν στη μεταπολεμική εποχή. Αλλά όπως πολλοί ζωγράφοι της εποχής, ειδικά γυναίκες, η Λι έπεσε σε σχετική αφάνεια όταν ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός κυριάρχησε ως ρεύμα. Τέτοιοι καλλιτέχνες που εργάζονταν τις δεκαετίες του 1930 και του 1940 «περιθωριοποιήθηκαν, έφυγαν από τη μόδα», λέει η έμπορος έργων τέχνης Ντίντι Γουίγκμορ, η οποία εκπροσωπεί το Ίδρυμα Doris Lee από το 1990.
Η Λι έμαθε σε νεαρή ηλικία ότι για να παραμείνει στο παιχνίδι έπρεπε τουλάχιστον να προσποιείται ότι παίζει σύμφωνα με τους κανόνες. Οι σκηνές στις οποίες απεικονίζει αγροκτήματα και οικογενειακές συγκεντρώσεις θυμίζουν συναισθηματικά τα έργα του Ρόκγουελ, με τον οποίο τη συγκρίνουν κάποιες φορές, αλλά κάτω από την επιφάνεια της Αμερικανίδας γυναίκας κρύβεται ένας φεμινισμός που σιγοβράζει.
Η Ντόρις Λι γεννήθηκε το 1905 στο Ιλινόι, από πατέρα τραπεζίτη-έμπορο και μητέρα δασκάλα, και μεγάλωσε σαν «αγοροκόριτσο» στις φάρμες των παππούδων της, ενώ έκανε μαθήματα ζωγραφικής στη βεράντα του γείτονά της. Το 1927 αποφοίτησε από το Rockford College, όπου την έστειλαν για να μάθει τρόπους και να προετοιμαστεί για το κολέγιο. Εκείνη έκοψε τα μαλλιά της για να επαναστατήσει ενάντια στο περιβάλλον της και στη «λιγότερο περιπετειώδη και ευφάνταστη περίοδο» της ζωής της, αφού δεν είχε πρόσβαση στη ζωγραφική. Αυτή η πράξη εξέγερσης αντιμετωπίστηκε με αποβολή και την υπόδειξη του σχολείου ότι «τα ωραία κορίτσια έχουν μακριά μαλλιά». Κρίνοντας από τις πολλές φωτογραφίες της Λι, δεν έκοψε ποτέ ξανά τα μαλλιά της. Όμως συνέχισε να χαράζει τον δικό της δρόμο για τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες. Συνέχισε τις σπουδές της κοντά στον Έρνεστ Λόσον, Αμερικανό ιμπρεσιονιστή και ζωγράφο της σχολής Ashcan, στο Ινστιτούτο Τέχνης του Κάνσας Σίτι το 1929. Παρακολούθησε επίσης τη Σχολή Καλών Τεχνών της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο το 1930. Σπούδασε ζωγραφική στο Παρίσι με τον ζωγράφο του κυβισμού Αντρέ Λοτ, και επίσης στο Σαν Φρανσίσκο με τον ρεαλιστή ζωγράφο Άρνολντ Μπλαντς. Το 1931 έφτασε μαζί με τον σύζυγό της στην αποικία καλλιτεχνών του Γούντστοκ. Αργότερα χώρισε και από το 1939 ζούσε με τον Μπλαντς. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ, περνούσαν τα καλοκαίρια στο Γούντστοκ, όπου ήταν κεντρικές προσωπικότητες στην κοινωνική σκηνή του κόσμου της τέχνης, και έκαναν τακτικά εκθέσεις εκεί και τους χειμώνες στη Φλόριντα.
Το Γούντστοκ ήταν προοδευτικό μέρος και η Λι ταίριαζε εκεί απόλυτα. Έγινε μέλος του Αμερικανικού Κογκρέσου Καλλιτεχνών, το οποίο είχε στόχο να καταπολεμήσει την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη, και διατύπωνε ξεκάθαρα τις απόψεις της για την ανισότητα. Σε μια ομιλία το 1951 με τίτλο «Γυναίκες ως καλλιτέχνες», επισήμανε πόσο «ανόητο» ήταν που οι νεαρές γυναίκες διδάσκονταν να βρίσκουν συζύγους και είπε στο κοινό: «Δεν έχουμε την πολυτέλεια να παραμελούμε ή να αποθαρρύνουμε οποιοδήποτε ταλέντο λόγω των τεχνητών φραγμών της φυλής, της τάξης ή του φύλου».
Κατά τη δεκαετία του 1930, της ανατέθηκε η δημιουργία πολλών τοιχογραφιών από το υπουργείο Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ουάσιγκτον. Το 1937, ζωγράφισε δύο τοιχογραφίες στο Main Post Office στην Ουάσιγκτον και μια άλλη στο Ταχυδρομείο της Τζόρτζια. Την ίδια χρονιά το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης απέκτησε τον πίνακά της «Καταστροφή» για τη μόνιμη συλλογή του. Ο πίνακάς της «Μεσημέρι» του 1935 αναφέρεται στο βιβλίο του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ «Λόλιτα». Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1930 και του 1940 δημιούργησε μια σειρά από λιθογραφίες για τους Associated American Artists. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η Λι ανέλαβε πολλές παραγγελίες για το περιοδικό «Life», συμπεριλαμβανομένων άρθρων και εικονογραφήσεων για ταξίδια σε μέρη όπως η Βόρεια Αφρική, το Μεξικό και η Κούβα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η δουλειά της έγινε πολύ πιο στυλιζαρισμένη, με πιο ενδιαφέρουσα οπτική για το χρώμα και καθαρές φόρμες.
Η Λι έμαθε σε νεαρή ηλικία ότι για να παραμείνει στο παιχνίδι έπρεπε τουλάχιστον να προσποιείται ότι παίζει σύμφωνα με τους κανόνες. Οι σκηνές στις οποίες απεικονίζει αγροκτήματα και οικογενειακές συγκεντρώσεις θυμίζουν συναισθηματικά τα έργα του Ρόκγουελ, με τον οποίο τη συγκρίνουν κάποιες φορές, αλλά κάτω από την επιφάνεια της Αμερικανίδας γυναίκας κρύβεται ένας φεμινισμός που σιγοβράζει.
Γυναίκες ατρόμητες και με αυτοπεποίθηση πρωταγωνιστούν στα περισσότερα έργα της και δεν περιορίζονται σε στερεοτυπικά γυναικείες δραστηριότητες. Τις βλέπουμε να τιθασεύουν άλογα, να ρίχνουν βέλη και να το απολαμβάνουν. Είναι μια οπτική που δεν βλέπουμε αλλού εκείνη την εποχή.
Αν και το έργο της δεν ήταν απροκάλυπτα πολιτικό, έστελνε κρυφά μηνύματα, συνδυάζοντας την πολιτισμική κριτική με μια παιχνιδιάρικη και ανθρωπιστική αίσθηση του χιούμορ.
Η Λι ανήκε σε ένα κίνημα Αμερικανών ζωγράφων που άκμασε κατά τη διάρκεια της Ύφεσης, όταν καλλιτέχνες όπως ο Γουντ και ο Μπέντον εγκατέλειψαν τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό για να αναπτύξουν τη δική τους μορφή τέχνης, καταγράφοντας ό,τι φαντάζονταν ότι έκανε την Αμερική αμερικανική − τη γη της, τα έθιμά της, ιδανικά και φιλοδοξίες. Η Λι έφερε επίσης στο προσκήνιο τη λαϊκή τέχνη, την οποία συνέλεγαν η ίδια και ο Μπλαντς και την οποία το MoMA είχε αναγνωρίσει ως μια σαφώς αμερικανική μορφή τέχνης. Και δεν ξέχασε ποτέ την ευρωπαϊκή της μόρφωση.
Η δουλειά της δεν ήταν για όλους. Η δημόσια κριτική ενός έργου της την εκτόξευσε στην εθνική σκηνή, όταν ο πίνακάς της «Ημέρα των Ευχαριστιών» −μια σκηνή στην κουζίνα με γυναίκες πολλών γενεών− κέρδισε το διάσημο βραβείο Logan Purchase στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο το 1935. Αν οι φιγούρες της, που μοιάζουν με κινούμενα σχέδια, μοιάζουν να είναι επηρεασμένες από τον Γερμανό καλλιτέχνη του dada George Grosz, η εστίασή της −η ένταση της γυναικείας εργασίας− είναι πολύ πιο αληθινή από τις πιο τυπικές απεικονίσεις του ειδυλλιακού τραπεζιού της Ημέρας των Ευχαριστιών της εποχής.
Η δωρήτρια του βραβείου Josephine Hancock Logan, αποκάλεσε δημοσίως το έργο «απαίσιο» και στη συνέχεια ίδρυσε το κίνημα Sanity in Art για να καθαρίσει τις «μοντερνιστικές και γκροτέσκες» επιρροές του σουρεαλισμού και του dada από την αμερικανική τέχνη. Το Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο απάντησε αγοράζοντας το έργο. Η Λι, εν τω μεταξύ, είπε στη «Washington Post» ότι «δεν ήταν ο στόχος μου να ζωγραφίζω όμορφες εικόνες» και ότι αν κάποια από τα πρόσωπα έμοιαζαν «σαν κινούμενα σχέδια», όπως είχε πει το περιοδικό «Time» και άλλοι, «έτσι μοιάζουν και μερικοί άνθρωποι».
Σύντομα τράβηξε την προσοχή των καλλιτεχνικών διευθυντών και των αρχισυντακτών των περιοδικών. Το στυλ της είχε γίνει πιο επίπεδο, με μεγάλες επιφάνειες ζωηρού χρώματος. Είχε επίσης ένα έμφυτο γούστο για λεπτομέρειες στο design −έπιπλα, αρχιτεκτονική, φυτά, τεχνολογία, κοσμήματα− οι οποίες προσφέρονταν για εικονογραφήσεις. Το έργο της Λι γινόταν όλο και πιο αφηρημένο τη δεκαετία του 1950, αλλά συνέχισε να ζωγραφίζει χαρούμενες, απελευθερωμένες γυναίκες.
«Είναι ένα πραγματικά ενδιαφέρον μείγμα λαϊκής τέχνης, αμερικανικής σκηνής και μοντερνισμού», λέει η Μελίσα Γουλφ από το Μουσείο Τέχνης του Σεντ Λιούις. «Αλλά, βασικά, θεωρήθηκε πολύ ανόητη για να την πάρουμε στα σοβαρά. Το έργο της είναι εικονιστικό, προσιτό και θα μπορούσε να είναι διακοσμητικό, και αυτά τα πράγματα θεωρήθηκαν θηλυπρεπή και δεν ελήφθησαν σοβαρά υπόψη. Ξέρω ότι η Σχολή της Νέας Υόρκης δεν ήταν μονολιθική, αλλά έπαιρναν στα σοβαρά τη δουλειά που θεωρούσαν αρρενωπή − δραστήρια, μεγάλη, επιθετική, προβληματική, γεμάτη αμφιβολίες».
Το 1941 εντάχθηκε στους Associated American Artists, την γκαλερί του επιχειρηματία Reeves Lewenthal, ο οποίος είχε στόχο να βγάλει χρήματα φέρνοντας τις καλές τέχνες στις μάζες. Καθώς ο καταναλωτισμός και η εποχή της διαφήμισης ανθούσαν, εργάστηκε σε εταιρείες όπως η American Tobacco και η General Mills, ενώ σχεδίαζε υφάσματα και κεραμικά και εικονογραφούσε βιβλία και άλμπουμ, συμπεριλαμβανομένου του «Rogers & Hart Songbook».
Δεν την ενδιέφερε να κάνει καμία διάκριση μεταξύ της τέχνης της και της εμπορικής τέχνης, ενώ επέμενε να δείχνει τις γυναίκες χαρούμενες και με αυτοπεποίθηση. «Δεν ζητά συγγνώμη για τις γυναίκες της και τη χαρά τους, κάτι που νομίζω ότι δείχνει μεγάλη απελευθέρωση», λέει η Έμιλι Λενζ, διευθύντρια της γκαλερί D. Wigmore.
Το 1968 η Λι διαγνώστηκε με Αλτσχάιμερ. Πέθανε το 1983 στο Κλιαργουότερ της Φλόριντα. Δεν έκανε παιδιά και σε μια ομιλία του 1951 συζήτησε για τον τρόπο με τον οποίο αυτό εξόργιζε τους ανθρώπους. «Θυμάμαι ότι άκουσα μια γυναίκα να μου λέει: “Το πιο υπέροχο πράγμα που μπορεί να δημιουργήσει μια γυναίκα είναι η οικογένειά της και το σπίτι της και δεν θα το γνωρίσεις ποτέ αυτό το συναίσθημα”. Της απάντησα: “Και εσύ δεν θα μάθεις ποτέ την αίσθηση τού να είσαι καλλιτέχνης”».