Κλείνεις τα μάτια και παρελαύνουν «εργάρες». Αρχικά είκοσι. Μετά τις πιέζεις, μέχρι να αποχωρήσουν οι μισές. Φτάνεις λοιπόν σε μια δεκάδα. Το πέρασμα όμως στην τελική πεντάδα γίνεται με πληγωμένη ψυχολογία Κλυταιμνήστρας που πρέπει να στείλει πέντε Ιφιγένειες στην Αυλίδα. Και αυτές θα ήταν: οι βιτρίνες της Μπιάφρας του Olu Oguibe, η ταινία του Douglas Gordon,τα κολάζ της Elisabeth Wild, το γλυπτό της Nairy Baghramian και το «ηχητικό γκράφιτι» από ήχους βατράχων που κοάζουν του Benjamin Patterson.
Στο τέλος, όμως, διαπιστώνεις ότι τα πέντε έργα που σου μένουν έχουν εκείνη την επιπλέον ικανότητα να «διογκώνουν το παρόν, για να κυριαρχήσουν στη μνήμη», όπως θα έλεγε ο ποιητής William Butler Yeats (σε εξωφρενικά ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά). Έχουν τη δύναμη της στιγμής που εκπλήσσει, επειδή κάτι μπροστά σου υπερβαίνει τις προσδοκίες σου από αυτό.
Χωρίς άλλα λόγια, λοιπόν, αυτά τα πέντε έργα είναι τα εξής:
➽ Όλα μαζί ως ένα ανσάμπλ, αλλά και καθένα μόνο του, τα έργα της Lala Rukh (γ. 1948, Πακιστάν). Στην κλίμακα της φωτογραφίας μοιάζουν ανύπαρκτα, τόσο μικρά και τόσο φίνα σε σύγκριση με την αδρότητα των τούβλινων τοίχων στο Ωδείο. Και όμως, από κοντά είναι τόσο ανελέητα ρυθμικά, τόσο βελούδινα και ζωντανά, τόσο χαρούμενα και σοβαρά, που είναι αδύνατο να μη σε αιχμαλωτίσουν. Κάτι αναδύεται μαγικά, σαν το χαρτί να είχε ψυχή κι αυτή να αφηνόταν να αναπαυτεί στην επιφάνειά του, καταλαμβάνοντας έναν χώρο ιδεατό, που πάλλεται μεταξύ μικρόκοσμου και γιγαντόκοσμου. Επιπλέον, τα έργα της Lala Rukh είναι ένα αντικλείδι που ξεκλειδώνει τη σχέση σχεδίων - μουσικής. Φανερώνουν το παιχνίδι που σε μεταφέρει μαγικά από τη ζωγραφισμένη γραμμή σε μια ηχητική εικόνα. Αλλά και με αντίθετη φορά, ελευθερώνουν το μυστικό πέρασμα από τον μουσικό ρυθμό σε μια γραφή θελκτική, η οποία υπερβαίνει τον ρόλο της ως καλλιγραφίας και ηχεί με λαμπρότητα, σαν παρτιτούρα.
➽ Η μαρμάρινη σκηνή της Rebecca Belmore (γ. 1960, Καναδάς) στον λόφο του Φιλοπάππου με θέα την Ακρόπολη. Το πιο «έργο για όλη την οικογένεια» ολόκληρης της documenta 14 έχει να κάνει με την καθήλωση του οδυνηρού στο διηνεκές. Και όμως, καταφέρνει να είναι το πιο «έργο για όλη την οικογένεια». Αυτό συνιστά άθλο, καθότι οι οικογένειες προτιμούν happy end. Πέραν τούτου, είναι ένα από τα ελάχιστα έργα (όχι μόνο αυτής της έκθεσης αλλά και ευρύτερα) που δεν χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για το προσφυγικό, παρά εστιάζουν σε δύο φρικώδεις μονιμότητές του: α) εκείνη του αφόρητου προσωρινού και β) εκείνη της διαπολιτισμικής τάφρου, όπου λιμνάζει η αμηχανία.
➽ Στο Μουσείο Μπενάκη το κατακόκκινο βιβλίο του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου (γ. 1974, Αθήνα), στο οποίο το γύρισμα της κάθε σελίδας γίνεται σημείο στίξης που κόβει την ανάσα. Επίσης, αναποδογυρίζει μια αόρατη κλεψύδρα λύπης, για να ξεκινήσει και πάλι η αντίστροφη χρονομέτρησή της ως το χείλος του γκρεμού. Κοντά στο βιβλίο προβάλλεται ένα κινηματογραφικό υλικό από μπανάλ πλάνα συνοικιακών πεζοδρομίων στην περιοχή του Γκύζη, κάπως υπερφωτισμένα, σαν από τη λήθη που ξυρίζει την κρούστα των υπαρκτών μορφών για να φανεί καλύτερα το τραύμα.
➽ Στο ΕΜΣΤ τα γλυπτά του Dan Peterman (γ. 1960, Μινεάπολις, Μινεσότα), των οποίων οι ξαφνικές και αστάθμητες μεταλλικές λάμψεις αναπηδούν υγρές σαν βλέμματα θυμού και θερμές σαν φλόγες διαφωνίας με το πεπρωμένο, το οποίο, όμως, στο τέλος θα υπερισχύσει.
➽ Στο ΕΜΣΤ το «Πεδίο Χαλασμάτων» του Lois Weinberger (γ. 1947, Αυστρία) είναι το έργο που δεν αφήνει κανέναν ατάραχο. Το δραστικότερο διαλυτικό φλέγματος σε όλη την documenta 14. Πρόκειται για ένα ρεσιτάλ μεθοδικής ανοικείωσης με το παρελθόν. Και αυτή μάλλον προτείνεται ως η σωστή διαδικασία για να επιτευχθεί ένας οριστικός ενταφιασμός του. Ωστόσο, πριν από αυτόν, παράλληλος στόχος είναι ο καλός αερισμός των αδύτων του εγκλήματος, με την ελπίδα ότι κάτι ίσως ανθίσει μετά από αυτό.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια