Η Μαντάμ ντε Πομπαντούρ και το όνομά της έχουν ταυτιστεί μέσα στους αιώνες με μια έννοια: ερωμένη του Λουδοβίκου ΙΕ΄. Ήταν η πιο σημαντική ερωμένη του Λουδοβίκου από τις 15 που είχε στη διάρκεια της ζωής του. Παρόλο που η επιρροή σε έναν βασιλιά δεν ήταν μικρή υπόθεση, η Πομπαντούρ δεν έπαιζε απλώς αυτόν τον ρόλο. Διανοούμενη και δημιουργικός νους, όχι μόνο παρήγγειλε και συνέλεξε έργα τέχνης, αλλά παρήγαγε και μερικά δικά της.
Τασσόταν υπέρ των μεταρρυθμίσεων και του «φιλοσοφικού» κόμματος που υποστήριζε τον Διαφωτισμό, ενώ λειτουργούσε ουσιαστικά ως υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου, από τη στιγμή που έγινε ερωμένη του βασιλιά το 1745 ως τον θάνατό της το 1764. Η μαρκησία ήταν υπέρ των μεταρρυθμίσεων. Η πρώτη από αυτές ήταν να φορολογηθεί η αριστοκρατική τάξη και ο κλήρος, που μέχρι τότε απαλλάσσονταν από τη φορολογία. Αυτό συνέβαινε για πρώτη φορά στη γαλλική ιστορία. Η αντίσταση του κλήρου και των αριστοκρατών ήταν όμως πολύ ισχυρή, και έτσι το 1751 ο φόρος αυτός καταργήθηκε με διαταγή του βασιλιά. Η πρώτη αλλά και τελευταία απόπειρα μεταρρυθμίσεων είχε αποτύχει.
Η Μαρκησία ντε Πομπαντούρ, που γνωρίστηκε το 1745 με τον Λουδοβίκο σε έναν χορό μεταμφιεσμένων στις Βερσαλλίες με αφορμή τον γάμο του γιου του και διαδόχου του θρόνου, κόρη τραπεζίτη από το Παρίσι, είχε αστική καταγωγή, κάτι το οποίο η γαλλική αυλή δεν συγχώρησε ποτέ στον βασιλιά.
Μια καλά μορφωμένη γυναίκα, η Μαντάμ ντε Πομπαντούρ συνδέθηκε με Γάλλους διανοούμενους και απεικονίστηκε από μερικούς από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της Γαλλίας, όπως ο François Boucher και ο Maurice-Quentin de La Tour.
Ο γαλλικός λαός μίσησε τη Μαρκησία, ακόμη και κοροϊδευτικά τραγούδια βγήκαν γι’ αυτήν. Αλλά παρ’ όλη την κριτική του γαλλικού λαού εις βάρος της, η Μαρκησία άσκησε πολύ σημαντική επιρροή στην καλλιτεχνική ζωή της Γαλλίας κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΕ΄.
Δημιούργησε έναν κύκλο από φίλους και συμμάχους, χειριζόμενη σωστά τις διάφορες ίντριγκες στη βασιλική αυλή. Επί πέντε χρόνια διηύθυνε στις Βερσαλλίες ένα δικό της θέατρο, με το οποίο προσέφερε ψυχαγωγία στον βασιλιά.
Έκανε συλλογή από πολύτιμα και σπάνιας αξίας έπιπλα και από διάφορα είδη τέχνης. Χάρη σε αυτήν ιδρύθηκε το εργοστάσιο πορσελάνης των Σεβρών έξω από το Παρίσι. Επίσης έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αρχιτεκτονική. Χρησιμοποίησε τη θέση της για να προωθήσει συγγραφείς και καλλιτέχνες. Η έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας, που ολοκληρώθηκε σταδιακά από το 1750 έως το 1760, οφείλεται σε αυτήν, καθώς προστάτεψε τους συγγραφείς της κυρίως από τις επιθέσεις της Εκκλησίας. Πολλοί ζωγράφοι ήταν υπό την προστασία της, όπως ο Φρανσουά Μπουσέ (Boucher) και ο Ντρουέ (Drouais).
Με την πάροδο των χρόνων απέκτησε πολλές εκτάσεις γης ως δώρο από τον βασιλιά, όπως και πολλά κάστρα και πύργους, τα οποία ανακαίνισε και επίπλωσε με πολυτέλεια. Αλλά η συντήρηση αυτών των δεκάδων κατοικιών καθώς και οι μόνιμοι καλλιτέχνες στην υπηρεσία της απαιτούσαν μεγάλο μέρος από τις βασιλικές δαπάνες.
Χρηματοδότησε την κατασκευή της Place Louis XV, της αποκαλούμενης σήμερα Πλας ντε λα Κονκόρντ, στο Παρίσι. Επέβλεψε την ανέγερση του Μικρού Τριανόν (Petit Trianon) στις Βερσαλλίες, ενώ υποστήριξε και την κατασκευή μιας στρατιωτικής σχολής έξω από το Παρίσι, που ολοκληρώθηκε το 1756. Κατά τη διάρκεια του Επταετούς Πολέμου συμβούλεψε τον βασιλιά να συμμαχήσει με την Αυστρία κατά της Πρωσίας. Μετά το 1750 η Μαντάμ ντε Πομπαντούρ έγινε από ερωμένη στενή φίλη του βασιλιά. Πέθανε στις Βερσαλλίες στις 15 Απριλίου 1764 σε ηλικία 43 ετών.
Κάτι παραπάνω από ερωμένη
Μια καλά μορφωμένη γυναίκα, η Μαντάμ ντε Πομπαντούρ συνδέθηκε με Γάλλους διανοούμενους και απεικονίστηκε από μερικούς από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της Γαλλίας, όπως ο François Boucher και ο Maurice-Quentin de La Tour.
Σε ένα από τα διάσημα πορτρέτα της από τον Boucher, τα αντικείμενα γύρω της συμβολίζουν τις γνώσεις και τα καλλιτεχνικά της ενδιαφέροντα. Στη ζωή της περιβαλλόταν από ακριβά και ωραία έργα τέχνης. Διακοσμώντας ξανά και ξανά τα σπίτια της, αγόραζε συνεχώς ταπετσαρίες, αγάλματα, κεραμικά και πολλά άλλα αντικείμενα διακοσμητικών τεχνών.
Εκτός από κορυφαίους Γάλλους καλλιτέχνες, έβαλε και το δημιουργικό της μυαλό να δουλέψει. Έμαθε σχέδιο, που ήταν μια δεξιότητα των μορφωμένων γυναικών της εποχής της. Έκανε χαρακτικά, εξασκήθηκε στη μικρογλυπτική.
Στην κατοχή του Μουσείου Τέχνης Walters βρίσκεται το μόνο πλήρες αντίγραφο που έχει απομείνει από το «The Suite of Prints Engraved by Madame de Pompadour After the Carved Gems of Jacques Guay», το τετράδιο με τα έργα της. Το αντικείμενο αγοράστηκε από έναν Παριζιάνο έμπορο βιβλίων, τον Henry Walters, ιδρυτή του μουσείου το 1895. Ο δερμάτινος χαρτοφύλακας με τα έργα της ανακαλύφθηκε πρόσφατα μεταξύ των αντικειμένων του μουσείου από την ιστορικό τέχνης Susan Wager. Αυτό το σπάνιο σετ με 52 χαρακτικά δημιουργήθηκε από τη Μαντάμ ντε Πομπαντούρ τη δεκαετία του 1750 και πιθανότατα δεν παρήχθησαν περισσότερα από 20 αντίγραφα. Ήταν ένα εκλεπτυσμένο και σύνθετο έργο που συνδύαζε πολυάριθμους καλλιτέχνες και καλλιτεχνικές διαδικασίες.
Αρχικά, ο Jacques Guay σκάλισε μια εικόνα σε έναν πολύτιμο λίθο. Στη συνέχεια, ένας καλλιτέχνης —ο François Boucher ή ο Joseph-Marie Vien— δημιούργησε ένα σχέδιο. Στη συνέχεια, η ίδια η Πομπαντούρ χάραξε το σχέδιο σε μια μεταλλική πλάκα. Τέλος, έγινε αποτύπωση της πλάκας σε χαρτί για να προκύψει η τελική εκτύπωση. Ο Jacques Guay, ο καλλιτέχνης που σκάλισε τους πολύτιμους λίθους, εργάστηκε στην κατοικία της Μαρκησίας στις Βερσαλλίες. Χάραξε τα πετράδια αλλά τη δίδαξε και πώς να το κάνει η ίδια. Αυτό το έργο κατέληξε να είναι μια σημαντική καταγραφή των πολύτιμων λίθων του Guay, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του έχει πλέον χαθεί. Στις εκτυπώσεις, τα σχέδια των πολύτιμων λίθων μπορούν να εκτιμηθούν σε μεγέθυνση και τα διαγράμματα σηματοδοτούν το μέγεθος και τον τύπο των λίθων.