Η Ρένα Παπασπύρου, καλλιτέχνιδα της γενιάς του '70 και της αμφισβήτησης, με πλούσιο διδακτικό παρελθόν στην ΑΣΚΤ, τιμάται από την Εθνική Πινακοθήκη με την παρουσίαση του έργου της, το οποίο διατρέχει έξι γόνιμες δεκαετίες, στην έκθεση «Επιφάνειες, οδηγίες χρήσης*» που ξεκινά στις 12 Δεκεμβρίου.
Έχοντας ανοίξει βιβλία, καταλόγους, σχέδια και χαρτιά με σημειώσεις, η Ρένα Παπασπύρου, μια γυναίκα αποφασιστική, με χιούμορ, φιλοπερίεργη και ευαίσθητη, αφηγείται με αφορμή την έκθεσή της μια περιπετειώδη, ενδιαφέρουσα και γεμάτη εκπλήξεις διαδρομή, τις επιρροές, τις εμπειρίες και τη χαρά της ανακάλυψης κάθε φορά που το ευτελές, το αναμενόμενο, το ασήμαντο, το καθημερινό μεταμορφώνεται σε κάτι οργανικό, σε έναν κόσμο τέχνης με αλληγορίες, εντάσεις, ερμηνείες και οπτικές προκλήσεις.
«Ξεκίνησα με τις ύλες από πολύ νωρίς, από την Καλών Τεχνών ανακάτευα διάφορα υλικά. Στη σχολή έκανα ψηφιδωτό, που και αυτό ήταν ζωντανές ύλες, πραγματικές ύλες, κεραμίδια, γυαλιά, στοιχεία προερχόμενα από το περιβάλλον μου. Μετά, όταν βρέθηκα στο Παρίσι, το 1961, συνέχισα να το κάνω. Είχα μια υποτροφία γι' αυτή την τεχνική στην Μποζάρ, αλλά είχα μια άλλη προσέγγιση εκεί, μπορούσα να μαζεύω υλικά από τον δρόμο, πήγαινα από το σπίτι μου μέχρι τη σχολή, μάζευα γυαλάκια από σπασμένα παρμπρίζ, λαμαρίνες, και τα ενέτασσα στα έργα με όλες τις παραλλαγές.
Τον χειμώνα του ’80, κάθε μέρα πηγαίνοντας στη σχολή είχα αποφασίσει να μαζεύω ένα στοιχείο από τον αστικό χώρο και να πηγαίνω να το φωτοτυπώ στο καινούργιο μηχάνημα της σχολής. Μια λαμαρίνα, ένα σκισμένο κομμάτι χαρτί, ένα κουρέλι, ό,τι μου τύχαινε στον δρόμο. Έτσι έγιναν μέσα σε έναν χειμώνα οι «Φωτοτυπίες» που κατέγραψαν τις διαδρομές μου. Όταν δεν έβρισκα τίποτα, φωτοτυπούσα τα χέρια μου ή το πρόσωπό μου.
Όταν γύρισα στην Αθήνα, περίπου το 1967, συνέχισα με όλων των ειδών τις παραλλαγές και κάπου στις αρχές του ’70 έβλεπα το βράδυ να κινούνται σκιές από τα αυτοκίνητα που περνούσαν και να αλλάζουν το περιβάλλον και τον χώρο του δωματίου και θέλησα αυτές τις σκιές να τις περάσω στη δουλειά μου και να αλλάζει πάλι η πραγματικότητα σε σχέση με μια σκιά η οποία μετέβαλλε αυτό που ήξερα.
Για έναν άνθρωπο –είχα τότε τα παιδιά μου μικρά– που ζούσε πολλές ώρες μέσα στο σπίτι, το τοπίο μου ήταν το δωμάτιό μου, το τραπέζι, το ταβάνι, ήταν το αστικό τοπίο ή ό,τι έφερνα απ' έξω όταν έβγαινα να κάνω τη δουλειά μου, η άσφαλτος, οι λαμαρίνες.
Σε εκείνη την υπέροχη δεκαετία των ‘70s, που γινόταν μια παγκόσμια ανανέωση του εικαστικού λεξιλογίου, ήταν χαρά να δουλέψεις και να το διευρύνεις αυτό. Για μένα ήταν μια μεγάλη επιθυμία να ασχοληθώ με το τι συμβαίνει γύρω μου, αλλά και στην άμεση γειτονιά μου, ήταν ο κόσμος μου. Έτσι επικεντρώθηκα σε πέντε υλικά, ο τοίχος, το ξύλο, το μέταλλο, το χαρτί και το πάτωμα σε οποιαδήποτε μορφή. Κάνω αυτό τον αδέξιο πρόλογο γιατί όλο αυτό το story μέχρι σήμερα, που είμαι πάρα πολλών χρόνων, θεωρώ ότι δεν το έχω εξαντλήσει. Και έτσι ξεκινάει.
Η αφετηρία είναι ο διαχωρισμός φωτός και σκιάς που έγινε στις αρχές του '70 και με έκανε να κατανοήσω ότι η επιφάνεια είναι αυτοτελής και ένας οργανισμός με τα επεισόδιά του, με τις καταστάσεις του που είναι ανεπανάληπτες.
Αφετηρία της δουλειάς µου ήταν µια σειρά µικρά σχέδια από το φυσικό. Σχεδίαζα βότσαλα διάτρητα, μελετώντας τις σχέσεις ανάμεσα στα κενά και στα πλήρη, καθώς και τις σκιές που έριχνε το φως όταν περνούσε µέσα από τις τρύπες.
Έπειτα άρχισα να τα προβάλλω µέσα στον καθηµερινό χώρο, με ένα προτζεκτοράκι, αλλά όταν πήγα να διαχωρίσω το φως από τη σκιά κατάλαβα κάτι που δεν ήξερα και δεν είχα φανταστεί ποτέ, ότι το υλικό έχει μια αυτοτέλεια που δεν μπορείς να ταράξεις χωρίς να την παραβιάσεις. Η αυτοτέλεια της ύλης οφείλεται στη σύστασή της, στη χρήση που έχει γίνει σε οτιδήποτε της συμβαίνει. Όλα τα γεγονότα, ό,τι της συμβαίνει, έχει αντανάκλαση και αποτέλεσμα πάνω στις ύλες που μας περιβάλλουν. Το ονόμασα «Επεισόδια στην ύλη» και αυτή η ιστορία του θέματος που δεν επαναλαμβάνεται ποτέ και είναι μοναδικό όσο και αν μοιάζει με το άλλο με έχει ακολουθήσει μέχρι τώρα.
Έκανα μια έκθεση πριν τη χούντα στο Παρίσι και από εκεί και πέρα έκανα αυτό που κάναμε όλοι: εξέθεσα μετά τη χούντα και πολύ αργότερα. Πρώτη έκθεση ήταν στον «Δεσμό», με ξύλινες επιφάνειες στις οποίες αναγραφόταν τι συμβαίνει πάνω στην επιφάνεια. Δηλαδή, το ζητούμενο ήταν διαρκώς το ίδιο αλλά μεταβαλλόμενο, δηλαδή τι συμβαίνει πάνω στις επιφάνειες και ποια σημεία εντοπίζω επάνω τους ως καινούργιες παραμέτρους που έχουν καινούργιο ενδιαφέρον.
Μετά τα «Επεισόδια» ήρθε η Στίλπωνος. Πριν από λίγο μού μίλησες για τον Jean Fautrier, ο οποίος ανήκε στους καλλιτέχνες που έκαναν τις υπέροχες επιφάνειες που κατασκεύαζαν οι ίδιοι. Όλη η αντίθεση που είχα εγώ με αυτά είναι ότι εγώ δεν έφτιαχνα την επιφάνεια, έβρισκα την επιφάνεια. Έπαιρνα στοιχεία του αστικού χώρου, του χώρου ζωής, και έκανα αυτή την περφόρμανς. Εγώ δεν είμαι περφόρμερ, αλλά το έκανα για να καταλάβει το κοινό, το οποίο ήταν μαθημένο στις φτιαχτές επιφάνειες, που η Ζουζού (Χαρίκλεια Μυταρά), π.χ., ονόμαζε ματιέρες. Εγώ χρησιμοποιούσα την πραγματική ύλη. Αφού δούλεψα σε αυτό το σπίτι, έβγαλα μερικές επιφάνειες και μετά έκανα μια in situ αποτοίχιση και έδειξα τη διαδικασία.
Τον χειμώνα του ’80, κάθε μέρα πηγαίνοντας στη σχολή είχα αποφασίσει να μαζεύω ένα στοιχείο από τον αστικό χώρο και να πηγαίνω να το φωτοτυπώ στο καινούργιο μηχάνημα της σχολής. Μια λαμαρίνα, ένα σκισμένο κομμάτι χαρτί, ένα κουρέλι, ό,τι μου τύχαινε στον δρόμο. Έτσι έγιναν μέσα σε έναν χειμώνα οι «Φωτοτυπίες» που κατέγραψαν τις διαδρομές μου. Όταν δεν έβρισκα τίποτα, φωτοτυπούσα τα χέρια μου ή το πρόσωπό μου.
Μετά τα «επεισόδια» των υλών βρήκα το θάρρος να τα συγκροτώ σε εικόνα. Η εικόνα είχε περάσει από έναν περίεργο «κορεσμό» και όλες τις κινήσεις που προχωρούσαν την τέχνη, δεν ήθελες συνεπώς να πέσεις σε περιγραφή ενός γεγονότος χωρίς λόγο. Είδα ότι τα επεισόδια, οι μικροκαταστάσεις που μπορούσα να απομονώσω πάνω στις επιφάνειες, αν τις συνέδεα, μπορούσαν να συγκροτήσουν μια εικόνα. Και το έκανα, αν και ήταν δύσκολο για μένα, είχα περάσει από πολύ αφαιρετική δουλειά και το να βρω την εικόνα από έναν άλλο δρόμο ήταν μια άλλη απόφαση. Έτσι ξεκίνησαν οι «Εικόνες στην ύλη» που και αυτές κρατάνε μέχρι σήμερα. Ξανάβρισκες την εικόνα αλλά μέσω μιας εσωτερικής προβολής και πάνω σε αντικειμενικά στοιχεία της επιφάνειας.
Όσο προχωράς σε αυτήν τη δουλειά, αρχίζει και σε τρελαίνει. Δηλαδή, βλέπεις ότι στις εικόνες, όταν αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο, μπορείς να δεις οτιδήποτε. Τα λέω «Μαγικά δωμάτια». Εκτέθηκαν το 1985 και η ιδέα ήταν, όπως περπατάς στον δρόμο και βλέπεις από το παράθυρο ένα κομμάτι τοίχου, ότι φαντασιώνεσαι κάτι. Αυτό δεν υπάρχει ποτέ. Δηλαδή αν περπατήσεις στον δρόμο, βλέπεις κομμάτια, λίγο τοίχο, λίγο ξύλο και η εικόνα φεύγει. Γι’ αυτό τα ονόμασα έτσι, δωμάτια μαγείας όπου δεν ξέρεις τι υπάρχει αληθινά. Είναι ένα κομμάτι από αποτοίχιση με μια φιγούρα που προβάλλω φαντασιακά επάνω του. Προσέθετα στοιχεία για να αυξήσω την ένταση της εικόνας. Υπάρχει ένας τοίχος που δούλευα στην Ευριπίδου, ήταν το σπίτι του Ξενόπουλου. Η ταράτσα ήταν κλεισμένη και από κάτω ήταν μαγαζιά. Εγώ έμπαινα από το πλαϊνό ξενοδοχείο, ένα hotel de passe στο οποίο πλήρωνα για ένα δωμάτιο και από το παράθυρο έβγαινα στην ταράτσα για να δουλέψω, με τη σκάλα και τον κουβά.
Μετά από τα «Μαγικά Δωμάτια» αρχίζω να βρίσκω κομμάτια τοίχου που έχουν πολύ μεγάλα και έντονα στοιχεία αποτυπώσεων στην επιφάνεια. Οπότε εκεί παίζω και εγώ το παιχνίδι της επιφάνειας, κάνω μια πολύ έντονη επέμβαση. Αυτό έστω για μια φορά στη ζωή σου πρέπει να το κάνεις, είναι πάρα πολύ ωραίο και πολύ επικίνδυνο. Δηλαδή, να αφήσεις την επιφάνεια να σε πάει εκεί που θέλει και να κρατηθείς στο όριο. Δέχομαι το παιχνίδι που μου προτείνει η επιφάνεια και κάνω κι εγώ μια έντονη επέμβαση. Προσπαθούσα να έχω μια επέμβαση που να σημαίνει αυτό που ήθελα με τα φερτά στοιχεία, αλλά συγχρόνως να είναι τόσο ήπια όσο αυτά, να μην πάρει μεγαλύτερη σημασία σε σχέση με τα υπόλοιπα στοιχεία. Αυτά ονομάζονται «Baalbeks», τα κομμάτια τοίχου με τις μεγάλες επεμβάσεις. Είχα δει μια φωτογραφία στο «TIME» ενός ναού υστερορωμαϊκού στη Συρία όπου οι επαναστάτες τα είχαν κάνει όλα λίμπα. Δεν τολμούσε να πλησιάσει κανείς. Ήταν ο αντάρτης μπροστά και πίσω ο ναός που ήταν ρόδινος και τρελάθηκα. Βλέπω και ένα καμένο σπίτι στα Μελίσσια που είχε το ρόδινο αυτό χρώμα. Στην πραγματικότητα μου είχε πει ο Ξύδης ότι δεν είχε καμία σχέση αυτό που είδα στο «TIME» με το τι έγινε μετά.
Η ενότητα «Φωτιές στην Πόλη» αποτελείται από την επιφάνεια τοίχου, το ηλεκτρικό φως και ορισμένες χαρακτηριστικές πλαστικές αναφορές στο έργο του Χέιτζι Μονογκατάρι Εμάκι «Η πυρπόληση του ανακτόρου Σάντζο». Τα στοιχεία αυτά αλληλεπιδρούν με τρόπο που το ένα μετατρέπει το άλλο. Έτσι η προσθήκη του φωτός και του χρώματος μετατρέπει την καφέ επιφάνεια του τοίχου σε καμένη και η επίδραση του τοίχου μετέτρεψε το φως σε χρώμα. Στο ζωγραφικό έργο του Χέιτζι Μονογκατάρι Εμάκι αναλύθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν με απόλυτη αυθαιρεσία ορισμένα χαρακτηριστικά πλαστικά στοιχεία που αφορούσαν τη ροή της φωτιάς.
Όταν τόλμησα να απλώσω χέρι στα μωσαϊκά, ήταν δύσκολο, έπρεπε να μπορείς να δουλέψεις μονοκοντυλιά και το χέρι σου να μπορεί να δουλέψει καλά. Είναι συνειρμικές εικόνες όπου προβάλλεις το δικό σου φαντασιακό, αυτό μοιάζει με δέντρο, αυτό μοιάζει με χώρο. Έκανα την πρώτη εγκατάσταση του πρώτου χώρου στο σπίτι μου στο Κρυονέρι, το 1989, δεν υπάρχει πια, υπάρχει κάτι άλλο στη θέση του. Για να μπορώ να βγάλω άκρη σε όλη αυτήν τη διαδικασία έπρεπε –κάτι που κάνω μέχρι σήμερα– να δηλώνω τα όριά μου, αυτό ήταν κάτι πολύ σημαντικό, να βάζω όρια μόνη μου, όχι στραγγαλιστικά αλλά καθοριστικά. Αυτά τα όρια δεν θα τα πειράξω, θα κινηθώ εκεί μέσα για να μπορώ να βρω και τη ροή του έργου και τη ροή της εικόνας και να μη χαθώ. Τα μωσαϊκά υπάρχουν ανάμεικτα με άλλες ύλες και γίνονται σαν βιβλία, σαν αναγνώσματα. Δίπλα εκεί έχουν δημιουργηθεί μικρές αυτοτελείς ιστορίες, μικρά κομμάτια που το καθένα διηγείται μια εικόνα.
Ο έναστρος ουρανός είναι το πρώτο πεδίο που ο ανθρώπινος νους/ψυχισμός προσπάθησε να οργανώσει φαντασιακά και κατά συνέπεια να οικειοποιηθεί με εικόνες. Έτσι πίστευα ότι ο πρώτος άνθρωπος τα πρώτα σχέδια που έκανε τα έκανε ανάσκελα, τη νύχτα, κοιτάζοντας τον ουρανό. Πήρα βιβλία που αναπαριστούσαν αστερισμούς και από αυτά διάλεξα, αφού τα πείραξα, εκτός από τα σχέδια του Ντίρερ –που είναι μέγιστος σχεδιαστής και δεν άγγιξα τίποτα– και υπάρχει φυσικά και ο Μπούλης, ο τότε γάτος μας, στον ουρανό των γάτων.
Μετά περνάω πάλι στις φωτοτυπίες. Είχα περάσει ένα πρωί σε ένα νοσοκομείο όπου περίμενα μια φίλη μου. Καθόμουν στην αναμονή και χάζευα το πάτωμα που ήταν λινόλεουμ και έκανα εικόνες και είπα «ωραίο υλικό είναι αυτό, ας το πάρω». Αυτά εκτέθηκαν το 2006. Και πήγα στην αγορά και το πήρα και στη συνέχεια ξεκίνησα να κάνω τα κεφαλάκια, που αφορά το βαθύ παιχνίδι των εικόνων. Είχα διαβάσει ένα ποίημα του Πολ Ελιάρ που έλεγε «η απόλυτη ορατότητα με τυφλώνει», το μεγάλο τσιτάτο των σουρεαλιστών που πιστεύω χαρακτηρίζει όλη τη δουλειά αυτή. Αυτό που έχουμε μπροστά στα μάτια μας δεν το βλέπουμε. Έβγαλα αυτά τα κεφαλάκια σε λινόλεουμ, φωτοτυπίες με επεξεργασία του χρώματος, εκατοντάδες, χιλιάδες, άρχισα να κόβω και συγκροτήθηκαν σε πολύ μεγάλες επιφάνειες. Το βασικό θέμα είναι ότι δεν υπάρχει κανένα ίδιο με το άλλο, παρόλο που προέρχονται από το ίδιο φύλλο χαρτί. Το έργο ήταν επτά μέτρα και φτιάχνω ένα παρόμοιο για την έκθεση στην Πινακοθήκη, λέγεται και αυτό «Η απόλυτη ορατότητα με τυφλώνει».
Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 2018, κάνω τις «Κλίμακες». Είναι ένα θέμα που αγαπώ ιδιαίτερα. Μια σκάλα στενή, για τον πάνω όροφο, ανάμεσα σε δυο τοίχους στον αρχαιολογικό χώρο της Σαντορίνης. Μια σκάλα τόσο στενή που μοιάζει σχεδόν ψεύτικη στο ανάκτορο του Γαλέριου στη Θεσσαλονίκη. Μια σκάλα αδέξια σχεδιασμένη ή από καλογεροπαίδι, είτε από εντελώς ατάλαντο καλόγερο, σε ένα χειρόγραφο που άνοιξα τυχαία και στα κλεφτά στη βιβλιοθήκη της Μονής της Πάτμου, η σκάλα του Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος. Μια σκάλα στα Λιόσια που γκρεμιζόταν σκαλί σκαλί καθώς την κατέβαιναν τρέχοντας μια μάνα με τον γιο της. Οι αναβαθμοί στο αρχαίο θέατρο του Άργους που αναπτύσσονται πάνω στο πρανές του λόφου, αλλά και οι αναβαθμοί στο φράγμα του Μαραθώνα. Για αυτή την έκθεση έφτιαξα μια οπτική Χαλιμά προσώπων που συνωστίζονται συναθροισμένα σε αναβαθμούς και σχεδίασα με καλουπόχαρτο τις δικές μου φαντασιακές και αδιάβατες διαδρομές πάνω στις κλίμακες της πολυκατοικίας μου, τις οποίες μετά αποκόλλησα.
Το τελευταίο μεγάλο έργο που παρουσίασα ήταν η εγκατάσταση στο ισόγειο της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση «Βρυάξιδος και Ασπασίας». Πρόκειται για την ανασύσταση ενός τοίχου από μια κατεδαφισμένη κατοικία στο Παγκράτι. Σε έναν ειδικά διαμορφωμένο γωνιακό τοίχο υπάρχουν διάφορες αποτοιχισμένες επιφάνειες από ένα κτίριο που σήμερα πια είναι κατεδαφισμένο. Τα τμήματα αποκαλύπτουν την αθέατη όψη των εξωτερικών τοίχων του κτιρίου, ενώ σε πολλά από αυτά διακρίνονται αποτυπώματα από τα γκράφιτι, διαστρωματώσεις και άλλα ίχνη που είχαν συσσωρευτεί στο πέρασμα των χρόνων. Η διαδικασία της αποτοίχισης ξεκίνησε το 2015, διακόπηκε και ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2020. Τα περισσότερα κομμάτια αποσπάστηκαν την περίοδο του πρώτου lockdown. Ήταν ο σκοπός της ημέρας, ο σηματοδότης της ημέρας· ήταν ένας τρόπος να μετράω τις μέρες, ένας τρόπος να μη χάνεις τον εαυτό σου.