«Η εκλογή μου δικαιώνει τις γυναικείες παρουσίες στη σχολή», λέει η Ερατώ Χατζησάββα και εξομολογείται ότι η μεγαλύτερη ικανοποίηση είναι όταν οι νεαρές φοιτήτριες που τη συναντούν στους χώρους της σχολής τρέχουν να τη συγχαρούν. Μου υπενθυμίζει ότι οι γυναίκες άργησαν πολύ να κατακτήσουν μια θέση στη σχολή, ο δρόμος δεν ήταν εύκολος για τις φοιτήτριες που όταν μπήκαν στην ΑΣΚΤ δεν επιτρεπόταν να ζωγραφίσουν μοντέλο. Έχει κυλήσει πολύ νερό από τότε που η Έλλη Βοΐλα έγινε η πρώτη καθηγήτρια, η Ρένα Παπασπύρου η πρώτη διευθύντρια εργαστηρίου στην ΑΣΚΤ και η Σοφία Ντενίση η πρώτη αντιπρύτανης.
Η κ. Χατζησάββα, που διευθύνει το ΙΓ’ εργαστήριο ζωγραφικής, μου επισημαίνει ότι το περιβάλλον εξακολουθεί να είναι ανδροκρατούμενο. «Τα κορίτσια ξεκινούν δυναμικά, με ανεπτυγμένη τη συναισθηματική νοημοσύνη τους, αλλά δύσκολα συνδυάζουν την τέχνη τους με την επιθυμία να κάνουν οικογένεια. Δίνουν και σήμερα τη μάχη τους για να γίνει σεβαστή η επιθυμία τους να εκφράζονται. Η κοινωνία δεν μας φροντίζει. Κατοικούμε στους μικρούς χώρους που κατοικούμε, δεν μπορούμε να έχουμε εργαστήριο, δεν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα. Ακόμα και οι συλλέκτες επενδύουν πιο εύκολα σε άνδρες καλλιτέχνες, φοβούμενοι ότι οι γυναίκες θα εγκαταλείψουν. Στην πρώτη μου ατομική έκθεση έκρυβα την εγκυμοσύνη μου, και όντως για έξι χρόνια μέχρι να μεγαλώσει το παιδί μου η έρευνά μου στην τέχνη είχε μείνει πίσω».
Αν η ΑΣΚΤ είναι μια μικρή κοινωνία και καθρέφτης της μεγάλης, με τα ελαττώματα και τα προτερήματά της, «οι φοιτητές είναι αναντίρρητα το μέλλον της τέχνης και της κοινωνίας».
«Οι γυναίκες μεταμόρφωσαν το τοπίο της τέχνης και σε αυτές οφείλουμε εντυπωσιακές αλλαγές. Είναι πιο τολμηρές, αισθάνονται ότι δεν έχουν να χάσουν κάτι, νιώθουν ότι πρέπει να πατήσουν γερά, σταθερά στα πόδια τους, να ζήσουν από την τέχνη τους, κινούνται και εκφράζονται πολύ πιο δυναμικά από τα αγόρια που πολλές φορές, ακόμα και στη σχολή, αισθάνονται ότι πρέπει να απολογηθούν για την τέχνη που κάνουν. Όμως όλοι όσοι φτάνουν στη σχολή ονειρεύονται ότι θα κάνουν σπουδαία πράγματα στην τέχνη τους. Το πρώτο είναι να βρεθούν σε έναν χώρο τέχνης, στη μήτρα που είναι η Καλών Τεχνών».
Για την εκλογή της μιλά με μετριοπάθεια. «Ήμασταν δύο γυναίκες υποψήφιες και είχαμε μεγαλύτερες πιθανότητες» λέει, ενώ δείχνει να την ενδιαφέρει περισσότερο να λύσει προβλήματα που και η ίδια με την 27χρονη εμπειρία της αντιμετωπίζει καθημερινά. «Πρέπει να πατάς σε στέρεες βάσεις, προχωρώντας και διορθώνοντας ελαττώματα. Η ΑΣΚΤ είναι μια σχολή εξαιρετική, καταγράφει τον ακραιφνή χαρακτήρα της εικαστικής έκφρασης, μια σχολή που βγάζει καλλιτέχνες με υψηλή ποιότητα. Όλα τα παιδιά που έχουν τολμήσει να φύγουν στο εξωτερικό έχουν κάνει εξαιρετικά πράγματα, καταγράφεται η δυναμική τους, κάνουν καριέρα και αναγνωρίζονται, ζουν από τη ζωγραφική, κάτι που είναι δύσκολο στη χώρα μας».
Η Ερατώ Χατζησάββα έφτασε στην Αθήνα για να σπουδάσει στην ΑΣΟΕΕ, αλλά όταν έμαθε ότι υπάρχει Σχολή Καλών Τεχνών πήρε την απόφαση να αλλάξει προσανατολισμό, να ακολουθήσει αυτό που της άρεσε πάντα να κάνει, να τολμήσει να κάνει αγιογραφία, να φτάσει στον Γιάννη Ψυχοπαίδη που την πήρε βοηθό όταν ήταν 30 ετών για ένα εξάμηνο. Έμεινε δίπλα του στο εργαστήριο ζωγραφικής για δεκαεπτά χρόνια και σήμερα τον θεωρεί τον μεγαλύτερό της δάσκαλο. «Έμεινα γιατί υπήρχε ελευθερία και συλλογικότητα».
Ρωτώντας τη νέα πρύτανη για τις προκλήσεις της θέσης της αρχίζει να μιλά για τα βασικά προβλήματα της σχολής που πρέπει να επιλυθούν για να τη φέρουν στην πρώτη γραμμή των σύγχρονων ιδρυμάτων.
«Δεν γίνεται να έχουμε τόσες οροφές και να μην έχουμε φωτοβολταϊκά, να μην έχουμε πράσινη ενέργεια, να πλημμυρίζουν οι αίθουσες, δεν γίνεται τα παιδιά με αναπηρία να μην μπορούν να έρθουν στα εργαστήριά τους. Είμαστε ένα δημόσιο ίδρυμα, αλλά δεν μπορεί να θεωρείται πολυτέλεια το να έχουμε ζεστό νερό και καθαριότητα, δεν γίνεται να μην υπάρχει καλή και οικονομική σίτιση όταν οι σπουδαστές περνούν όλη τη μέρα τους στη σχολή, είναι το σπίτι τους. Θα τα κοιτάξουμε όλα αυτά πολύ προσεκτικά. Κάποια σίγουρα λύνονται. Υπάρχουν τρόποι και πρέπει να δοκιμάσουμε να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον πιο φιλικό, ασφαλές και προστατευτικό σε όλα τα επίπεδα».
Όταν αναφέρομαι στα οικονομικά ζητήματα της σχολής, μου εξηγεί ότι η χρηματοδότηση δεν αλλάζει, ωστόσο είναι προτεραιότητα να διεκδικήσουν προγράμματα που θα βοηθήσουν την οικονομική αναβάθμιση της σχολής, όπως προτεραιότητα είναι να ζητηθούν θέσεις για νέους διδάσκοντες. «Είμαστε μια σχολή υποστελεχωμένη. Φεύγουν δέκα καθηγητές και δεν φτάνουμε όσοι απομένουμε και για να λύνουμε τα διοικητικά προβλήματα και για να διδάσκουμε. Και οι συνυποψήφιοί μου και οι αντιπρυτάνεις και όλοι οι διδάσκοντες θα έχουμε θεσμικό ρόλο. Είμαστε μια μικρή σχολή που πρέπει να λειτουργήσει σαν μεγάλη. Και αυτό μπορεί να συμβεί με συλλογικότητα και ενεργοποίηση όλου του δυναμικού της σχολής».
Η κ. Χατζησάββα αισιοδοξεί για τις βελτιώσεις, πιστεύει ότι σε μια σχολή πρέπει να υπάρχει δημοκρατία, καινοτομία και αριστεία. «Το σύστημα είναι πρυτανοκεντρικό, αλλά το σωστό είναι να μην παίρνει αποφάσεις μόνος του ο πρύτανης, πρέπει να αποφασίζει η κοινότητα. Οι δημοκρατικές διαδικασίες μόνο ωφελούν τη σχολή», λέει. «Η καινοτομία είναι κάτι που συνδέεται με τους πόρους που μας λείπουν. Είναι σημαντική η αναβάθμιση των συστημάτων, αλλά τα έργα με νέα μέσα είναι ακριβά. Όσο για την αριστεία, φυσικά έναν καλλιτέχνη δεν τον κάνει καλό ο βαθμός, ωστόσο ιεραρχεί τις δυνατότητες των σπουδαστών για υποτροφία. Αλλιώς πώς θα ξεχωρίσει κάποιος;».
Ως φοιτήτρια είχε να αντιμετωπίσει ένα βαρύ πρόγραμμα σπουδών. «Σήμερα», παρατηρεί, «οι καλοί φοιτητές μας ζουν το ίδιο πράγμα. Πρέπει να θεραπεύσουμε αυτή την κατάσταση και ως πρόεδρος τμήματος επέμεινα να ελαφρύνουμε το πρόγραμμα, αφαιρώντας μερικά μαθήματα θεωρητικά. Πιστεύω ότι οφείλουμε να δίνουμε μια πυκνή θεωρητική γνώση αλλά και τον χρόνο να αποδίδουν οι φοιτητές ενεργά στο αντικείμενό τους. Έχουμε ένα μοντέλο σπουδών με δομή και πυκνό λόγο, που τόσα χρόνια έχει δουλευτεί πάνω σε ένα πρόγραμμα το οποίο εξελίσσεται.
Τα παιδιά δουλεύουν σε εργαστήρια, δεν κάνουν απλώς μάθημα. Ένα έργο βγαίνει συλλογικά, μέσα από τη ζύμωση, η ενέργεια του εργαστηρίου είναι αυτή που βγάζει καλλιτέχνες. Δεν υπάρχει σε καμία άλλη σχολή αυτό, οι καλλιτέχνες μας είναι εξαιρετικοί. Δεν ευλογώ τα γένια μας, είναι παιδιά που έχουν ζυμωθεί και έχουν δουλέψει πολύ, έχουν όνειρα, που πιστεύουν ότι θα αλλάξουν τον κόσμο, αγαπούν αυτό που κάνουν, είναι παθιασμένα, παλεύουν να μπουν σε μια σχολή που αγαπούν. Έχουν αυτοπεποίθηση που θαυμάζω, με το που πατάνε το πόδι τους στη σχολή γίνονται από ερασιτέχνες καλλιτέχνες, ερευνητές».
Στα σχέδιά της η νέα πρύτανης έχει την καλύτερη ενεργοποίηση των σταθμών της ΑΣΚΤ σε όλη την Ελλάδα. «Τα οικονομικά της σχολής έχουν συρρικνωθεί και αυτό έχει επιπτώσεις στην εξωστρέφειά της. Ξέρετε, εγώ είδα Πικάσο για πρώτη φορά όταν συμμετείχα σε εκδρομή της σχολής. Οι σπουδαστές πρέπει να μπορούν να πηγαίνουν με τη σχολή στις μεγάλες διοργανώσεις του εξωτερικού και στα μουσεία για να μορφώνονται εικαστικά. Η σχολή πρέπει να συνομιλεί με τις σχολές καλών τεχνών στην Ελλάδα και το εξωτερικό, να προχωρήσει σε σοβαρές συνέργειες, με προσκλήσεις καλλιτεχνών και εργαστήρια. Οι σταθμοί έχουν πολλές δυνατότητες, χρειάζεται να τους προβάλλουμε, να τους αναβαθμίσουμε. Έχουν δυνατότητα να γίνουν πόλοι συγκέντρωσης καλλιτεχνών απ’ όλο τον κόσμο».
Αν η ΑΣΚΤ είναι μια μικρή κοινωνία και καθρέφτης της μεγάλης, με τα ελαττώματα και τα προτερήματά της, «οι φοιτητές είναι αναντίρρητα το μέλλον της τέχνης και της κοινωνίας», πιστεύει η κ. Χατζησάββα. «Δεν υπάρχει περίπτωση να μη στηρίξουμε ένα παιδί που θέλει να φύγει στο εξωτερικό, έχουμε καλές υποτροφίες και θεωρώ ότι όλοι στηρίζουμε τέτοιες περιπτώσεις. Στη σχολή διδάσκουμε αξίες, πλαστικές φόρμες και καταλήγουμε στο ότι κάθε καλλιτέχνης πρέπει να μπορεί να εκφραστεί με τον δικό του τρόπο και να πει αυτό που θέλει. Έχοντας καλή γνώση του παλιού και του σύγχρονου, αν βγάλει τον αληθινό του εαυτό, θα κάνει ένα ξεχωριστό έργο. Καθένας από εμάς είναι μοναδικός, όπως και κάθε έργο του».
Στο εικαστικό της έργο η Ερατώ Χατζησάββα προχώρησε ερευνητικά, καταγράφοντας εξπρεσιονιστικά στην αρχή την κυπριακή της ταυτότητα, την πίεση του πολέμου, τη βία, τον ξεριζωμό. Η αφήγησή της μαλάκωσε μέσα στον χρόνο, διατηρώντας παράλληλα την ένταση της γραφής της, όταν άρχισε να παντρεύει τη ζωγραφική με τα πολυμέσα και τις ψηφιακές μορφές τέχνης, προβάλλοντας ένα δυναμικό αποτέλεσμα. Αν και έχει βραβευτεί για τις εγκαταστάσεις που έχει δημιουργήσει ως εικαστικός, υπερασπίζεται με πάθος τη ζωγραφική.
«Θεωρώ ότι μια καλή εγκατάσταση έχει ακριβές σχέδιο και πολλή ζωγραφική. Αυτό έχω μάθει και αυτό διδάσκουμε στο εργαστήριό μου, ότι η αυστηρή ζωγραφική γεννά πολύ δυνατές εγκαταστάσεις, σε μαθαίνει να κάνεις βίντεο, γι’ αυτό και δεν πρόκειται να πεθάνει ποτέ». Όταν τη ρωτώ αν οι διοικητικές της υποχρεώσεις θα την απομακρύνουν από τη διδασκαλία, το αποκλείει κατηγορηματικά.
«Η διδασκαλία είναι αυτό που με τροφοδοτεί και θα συνεχίσω να διδάσκω, να είμαι μαζί με τους φοιτητές μου και να οργανώνουμε δράσεις όπως τα προγράμματα Ποίηση και Ζωγραφική, Ζωγραφική και Ιστορία και άλλα. Μία από τις μεγάλες προκλήσεις αυτής της θέσης είναι ο χρόνος. Τίποτα δεν μοιάζει εύκολο, αλλά αξίζει να τολμήσουμε μια γενικότερη αναβάθμιση που θα δώσει στη σχολή δυνατότητα για μεγαλύτερη παρέμβαση στον ευρύτερο καλλιτεχνικό χώρο. Προηγείται όλων μας, ακόμα και των φιλοδοξιών μας, το προφίλ της σχολής».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.