Για να μη χαθείτε στη μετάφραση, ακόμα και αν δεν έχετε ιδέα από το πώς διακινείται η τέχνη, μη βαρεθείτε να δείτε αυτό το ντοκιμαντέρ. Δεν έχει να κάνει ακριβώς με την τέχνη και τα έργα της, οι πίνακες είναι το όχημα για να αφηγηθούν οι δημιουργοί μια αληθινή ιστορία που εμπεριέχει τη βεντάλια των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων, και πάνω από όλα την απληστία. Τη θεότητα απληστία των πλουσίων, των ειδημόνων, των γκαλερί, των συλλεκτών, των κριτικών τέχνης.
Όλοι οι παραπάνω είναι άπληστοι για χρήμα και δόξα. Και όπως λέει στο ντοκιμαντέρ του Netflix «Made You Look: Μια Αληθινή Ιστορία για Πλαστά Έργα Τέχνης» ο κριτικός τέχνης Κάρτερ Ράτκλιφ, «κανένας δεν είπε "έκανα λάθος"» στην πιο μεγάλη υπόθεση πλαστογραφίας στις ΗΠΑ, με περισσότερα από 60 πλαστά έργα να διακινούνται και να πωλούνται στους δισεκατομμυριούχους του κόσμου, σε μανιώδεις συλλέκτες ή επενδυτές, με πωλήσεις που αγγίζουν τα 80 εκατομμύρια δολάρια και μοναδικό θύμα στο τέλος μια ιστορική γκαλερί τη Νόντλερ, με ιστορία 165 ετών, έναν αξιοσέβαστο ναό της τέχνης που έκλεισε άδοξα το 2011 πριν καν αρχίσει η δίκη της υπόθεσης, μια διαδικασία που κράτησε οκτώ χρόνια και απέδειξε ότι κανένας δεν είναι τελικά «τόσο αθώος» σε αυτή την αγορά.
Η ιστορική γκαλερί από το 1990 ανήκει στον εγγονό του βιομήχανου και συλλέκτη Άρμαντ Χάμερ, Μάικλ. Έχει άγνοια για την τέχνη αλλά ξοδεύει πολλά. Οπότε η γκαλερί πρέπει να έχει έσοδα. Αν και μέχρι τέλους δηλώνει αθώος και φέρεται να μην έχει καμία ανάμειξη, η γκαλερί του «ζει» από τη διακίνηση των πλαστών. Είναι αθώος;
Την γκαλερί διευθύνει η φιλόδοξη και, όπως θέλει να υποστηρίζει μέχρι σήμερα, «αθώα» Αν Φρίντμαν. Το 1995 σε μια κρίσιμη καμπή της καριέρας της, εμφανίζεται μια άγνωστη γκαλερίστα, η Γκλαφίρα Ροζάλες, σύντροφος του επίσης γκαλερίστα Χοσέ Κάρλος Μπερναντίνος Ντιαζ (που παλαιότερα έχει κατηγορηθεί για διακίνηση πλαστών, αλλά τότε ακόμα δεν το ξέρει κανένας) και ισχυρίζεται ότι έχει έναν πελάτη, που ο πατέρας του έμενε στις ΗΠΑ και ο ίδιος θέλει να πουλήσει μια συλλογή έργων Αμερικανών εξπρεσιονιστών «επειδή δεν του αρέσει η σύγχρονη τέχνη».
Η Φρίντμαν αρχίζει να αγοράζει Ρόθκο, Ντε Κούνινγκ, Πόλοκ, Μάδεργουελ, ανάμεσα σε άλλα έργα. Δεν υποψιάζεται λεπτό ότι μπορεί να είναι πλαστά γιατί οι ειδικοί στους οποίους απευθύνεται τη διαβεβαιώνουν ότι τα έργα, παρόλο που προέρχονται από άγνωστο ιδιοκτήτη, είναι καλά. Είναι όμως μια έμπειρη γκαλερίστα, πώς φέρθηκε με τόση αφέλεια; Δεν φαντάστηκε ότι η άγνωστη γκαλερίστα βρήκε μια πόρτα ενός αξιοσέβαστου οίκου, που τον χρησιμοποίησε σαν ρουλεμάν στην επιχείρησή της; Από την άλλη μεριά, ποιος πλαστογράφος θα ήταν τόσο ικανός να πλαστογραφήσει τόσο διαφορετικά στιλ;
Το 2015 ένας ντε Κούνινγκ πουλήθηκε για 300 εκ. δολάρια, το 2019, ένα έργο του Ρόθκο για 186 εκ. δολάρια, ένα του Τζάκσον Πόλοκ την ίδια χρονιά για 202 εκ. δολάρια. Οπότε το να αγοράσεις ένα από αυτά τα ονόματα με τιμή κάτω από δέκα εκατομμύρια δεν είναι δελεαστικό απλώς, είναι ακαταμάχητο.
Σίγουρα ένοχη είναι η Γκλαφίρα Ροζάλες, που οργάνωσε όλο το σχέδιο, με την καθοδήγηση του συντρόφου της, και ανέθεσε σε έναν Κινέζο ζωγράφο, τον Πει Σεν Κιαν, να δημιουργήσει πίνακες στο στιλ των πιο διάσημων Αμερικανών του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Ο πλαστογράφος έναντι λίγων χρημάτων έδινε πίνακες τόσο αληθοφανείς, που μπήκαν σε καταλόγους, εκτέθηκαν σε φουάρ και μουσεία και πουλήθηκαν έναντι εκατομμυρίων δολαρίων. Ίσως είναι ο λιγότερος κερδισμένος οικονομικά από αυτή την ιστορία. Ήταν αληθινά ιδιοφυής στις αντιγραφές και δημιούργησε έργα που ξεγέλασαν για πολλά χρόνια σύσσωμο τον κόσμο της τέχνης.
Στην απίθανη αυτή ιστορία, ο Ντέιβιντ Άνφαμ, ειδικός στον Ρόθκο, αποφαίνεται ότι ο πρώτος πίνακας είναι αυθεντικός. Η Εθνική Πινακοθήκη περιλαμβάνει δυο έργα από αυτά (τα πλαστά) στον επίσημο κατάλογό της. Οι πολυεκατομμυριούχοι ντε Σόλε αγόρασαν ενώ ήξεραν ότι ο ιδιοκτήτης ήταν άγνωστος, μάλιστα δάνεισαν τον πλαστό Ρόθκο στην γκαλερί Μπάιλερ στην Ελβετία, σε μια έκθεση αφιερωμένη στον Ρόθκο.
Ούτε ο ίδιος ο Μπάιλερ αμφισβήτησε το έργο. Η γυναίκα του Μάδεργουελ βεβαιώνει ότι το έργο «είναι του Μπομπ». Το ίδιος και ο γιος του Ρόθκο. Το ίδιο και ο Ίρβινγκ Σάντλερ και ο Στίβεν Πόλκαρι, εμπειρογνώμονες που έχουν πάρει χιλιάδες δολάρια από τη Νόντλερ για να γράψουν τις απόψεις τους σχετικά με την εγκυρότητα των έργων.
Και όχι μόνο αυτοί αλλά και δεκάδες άλλοι εμπειρογνώμονες και σύμβουλοι των εκατομμυριούχων πελατών τους αποφάνθηκαν ότι τα έργα είναι αληθινά. Γιατί; Για να μην απογοητεύσουν τους εργοδότες τους, που έδειχναν λαιμαργία μικρού παιδιού μπροστά σε ένα παγωτό μια πολύ ζεστή μέρα. Γιατί αν το έργο θα πήγαινε σε άλλα χέρια ενός άλλου πλούσιου, θα είχαν πρόβλημα.
Όσο τα έργα αποκτούν μεγαλύτερη αξία τόσο περισσότερο ανοίγει η όρεξη των συλλεκτών να τα αποκτήσουν και μεγαλώνει ο πειρασμός των πλαστογράφων. Η μεγαλύτερη απάτη που διήρκεσε περίπου 20 χρόνια και συντήρησε πλουσιοπάροχα την γκαλερί και έναν ολόκληρο περίγυρο, πούλησε αυτά τα συγκεκριμένα έργα όχι μόνο γιατί είναι blue-chip στο χρηματιστήριο της τέχνης ή επειδή, τελικά, αντιγράφονται εύκολα.
Ο βασικός λόγος είναι ότι αυτοί οι συγκεκριμένοι καλλιτέχνες ανήκουν μεν στο ισχυρότερο καλλιτεχνικό κίνημα της αμερικανικής τέχνης, αλλά αυτό συνέβη όταν οι καλλιτέχνες πλησίαζαν τα 40 και είχαν ήδη πουλήσει έργα κυριολεκτικά για ένα κομμάτι ψωμί στην αρχή της καριέρας τους, σε άγνωστους αγοραστές. Είναι πολύ φυσικό ότι έχουν πουλήσει από το στούντιο και σήμερα δεν είναι κανένας εν ζωή να μαρτυρήσει τι έχει συμβεί.
Όλοι αυτοί οι σημερινοί «γίγαντες της ζωγραφικής», γεννημένοι από τις αρχές του 1900 έως το 1915 περίπου, βλέπουν την τέχνη τους να αναγνωρίζεται από το 1951, όταν στο μουσείο μοντέρνας τέχνης στη Νέα Υόρκη οργανώνεται η έκθεση με τίτλο «Αφηρημένη ζωγραφική και γλυπτική στην Αμερική», ενώ η δεύτερη γίνεται το 1957-1958 ξανά στο ΜοΜΑ, περιοδεύοντας σε 8 ευρωπαϊκές χώρες και καθιερώνοντας τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό διεθνώς.
Ο κόσμος της τέχνης διψά για ανακαλύψεις. Παθαίνει κανονική φρενίτιδα για ένα άγνωστο σχέδιο του βαν Γκογκ, ένα σκίτσο του Πικάσο, ένα έργο που χάρισε ο Μπασκιά σε έναν φίλο του, αδημονεί να δει τι έργα έχει χαρίσει ο ένας καλλιτέχνης στον άλλο και όταν βγουν μετά το θάνατό του σε δημοπρασία, ανεβάζουν τις τιμές χωρίς όριο και φυσικά χωρίς καμία ντροπή για τον ρόλο που παίζουν εκείνη τη στιγμή στην αγορά και τον κόσμο της τέχνης. Οι τιμές θα έκαναν τους ζωγράφους να σηκωθούν από τον τάφο τους.
Το 2015 ένας ντε Κούνινγκ πουλήθηκε για 300 εκ. δολάρια, το 2019, ένα έργο του Ρόθκο για 186 εκ. δολάρια, ένα του Τζάκσον Πόλοκ την ίδια χρονιά για 202 εκ. δολάρια. Οπότε το να αγοράσεις ένα από αυτά τα ονόματα με τιμή κάτω από δέκα εκατομμύρια δεν είναι δελεαστικό απλώς, είναι ακαταμάχητο.
Ποιος δεν θέλει να έχει έναν τέτοιο Ρόθκο ή Πόλοκ; Και μάλιστα σε πολύ καλύτερη τιμή από όσο αν τον αγόραζε σε μια δημοπρασία, γιατί εκεί οι τιμές είναι πια απλησίαστες, ακόμα και για τους πολύ πλούσιους συλλέκτες που καταβαραθρώνονται από τους ακόμα πιο πλούσιους Κινέζους και Σαουδάραβες. Οι συλλέκτες με μια τέτοια αγορά νιώθουν έξυπνοι, πιο έξυπνοι από τους άλλους.
Στην περίπτωση της γκαλερί Νόντλερ, το αξιοσημείωτο είναι ότι πανέξυπνοι επιχειρηματίες αγοράζουν αφελώς, μην μπορώντας να αντισταθούν στον πειρασμό ότι θα έχουν κάτι που κανένας άλλο στον κόσμο δεν θα μπορέσει να αποκτήσει. Ο απατεώνας πίσω από όλο αυτό το σχέδιο γνωρίζει πολύ καλά αυτή την ανάγκη τους. Και τους «ταΐζει» τέχνη ασταμάτητα.
Το 2009, η γκαλερί λύνει τη συνεργασία της με την Αν Φρίντμαν εν μέσω φημών για διακίνηση πλαστών έργων τέχνης. Το 2011 η γκαλερί κλείνει οριστικά. Οι πολυεκατομμυριούχοι πελάτες κάνουν αγωγές και η υπόθεση φτάνει στα δικαστήρια. Εκεί παίζεται το ωραιότερο κομμάτι που αφορά τον κόσμο της τέχνης και τα παράδοξά του.
Αξίζει να δείτε τη συνέχεια στο ντοκιμαντέρ. Είναι σαν σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες. Το μόνο που θα ξέρετε είναι ότι εσείς είστε σίγουρα αθώοι.