«Ανάμεσα στην κόλαση και τον παράδεισο: Ο αινιγματικός κόσμος του Ιερώνυμου Μπος» είναι o τίτλος της έκθεσης που παρουσιάζεται στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βουδαπέστης στην Ουγγαρία και η οποία θα διαρκέσει έως τις 17 Ιουλίου.
Ζωγραφισμένα στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αιώνα, τα κολασμένα τοπία του Ολλανδού καλλιτέχνη αποτελούν ταυτόχρονα προειδοποιήσεις για τους χριστιανούς που ελπίζουν να αποφύγουν μια μεταθανάτια ζωή αιώνιου πόνου και οπτικά πολυτελή επιτεύγματα της φαντασίας.
«Επινοητής τεράτων και χιμαιρικών οπτασιών», ο Ιερώνυμος Μπος σφράγισε τον Μεσαίωνα και την ολλανδική ζωγραφική, ενώ από το 1600 ήδη ο ιστορικός τέχνης Κάρελ φαν Μάντερ χαρακτήρισε τους πίνακές του ως «θαυμαστές και παράξενες φαντασιώσεις, συχνά ανατριχιαστικές».
Μερικούς αιώνες αργότερα, οι μελετητές των έργων του δεν σταματούν να προσπαθούν να ερμηνεύσουν το νόημα και τις καταβολές της ζωγραφικής του. Υπερρεαλιστής και αποκρυφιστής, με τους απίστευτα λεπτομερείς πίνακές του απεικονίζει τη μυστηριώδη και σκοτεινή όψη φανταστικών χώρων και χαρακτήρων, που συχνά είναι απόλυτα τρομακτικοί. O εγγενής κρυπτικός συμβολισμός των έργων του έχει προκαλέσει πολλές διαφωνίες ανάμεσα στους ειδικούς σε όλο τον κόσμο.
Έξι χρόνια αφότου η γενέτειρα του Μπος, το Χερτόγκενμπος, φιλοξένησε τη μεγαλύτερη αναδρομική έκθεση του έργου του, μια μικρότερη αλλά εξίσου φιλόδοξη έκθεση εγκαινιάζεται στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βουδαπέστης (MFAB) στην Ουγγαρία. Πρόκειται για την «πιο ολοκληρωμένη έκθεση» έργων του καλλιτέχνη που έχει πραγματοποιηθεί ποτέ στην Κεντρική Ευρώπη και περιλαμβάνει σχεδόν τους μισούς από τους λίγους πίνακες –μόλις 25 συνολικά– που του αποδίδονται.
«Η έκθεση διερευνά αιώνια ανθρώπινα θέματα που αποδίδονται από τον Μπος με μια εντελώς πρωτότυπη ζωγραφική γλώσσα: η επιλογή μεταξύ αρετής και κακίας, τα ζητήματα της πίστης και της αλήθειας, οι ακόρεστες επιθυμίες και η τιθάσευσή τους, καθώς και η πνευματική ποιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης», σημειώνει το μουσείο στην ιστοσελίδα του.
Στα σημαντικότερα έργα της έκθεσης περιλαμβάνονται το τρίπτυχο της «Υπέρτατης Κρίσης» του Musea Brugge, το «Πλοίο των Τρελών» του Λούβρου, η «Προσκύνηση των Μάγων» του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης και το «Ίδε ο Άνθρωπος» του Μουσείου Städel. Αυτά τα αριστουργήματα τίθενται σε συνομιλία με έργα που ενέπνευσαν τον Ιερώνυμο Μπος και αντίστροφα. Κάθε μία από τις επτά ενότητες της έκθεσης εξετάζει μια διαφορετική πτυχή της ζωής και του έργου του ζωγράφου, από τις θρησκευτικές απόψεις που διαμόρφωσαν την τέχνη του μέχρι την εξελισσόμενη κληρονομιά του.
«Η έκθεση διερευνά αιώνια ανθρώπινα θέματα που αποδίδονται από τον Μπος με μια εντελώς πρωτότυπη ζωγραφική γλώσσα: η επιλογή μεταξύ αρετής και κακίας, τα ζητήματα της πίστης και της αλήθειας, οι ακόρεστες επιθυμίες και η τιθάσευσή τους, καθώς και η πνευματική ποιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης», σημειώνει το μουσείο στην ιστοσελίδα του.
Ο ίδιος ο Μπος είναι βουτηγμένος στο μυστήριο. Γεννημένος μεταξύ 1450 και 1456 σε μια οικογένεια ζωγράφων, πιθανότατα έγινε μάρτυρας μιας καταστροφικής πυρκαγιάς στη γενέτειρά του κατά τη διάρκεια της νεότητάς του. Η καταστροφή μπορεί να «επηρέασε τα μεταγενέστερα έργα του Μπος, μερικά από τα οποία περιλαμβάνουν πυρκαγιές που μαίνονται στο φόντο τους» γράφει η Κλερ Σέλβιν στο ArtNews. H χρονιά του θανάτου του είναι καταγραμμένη στα αρχεία της αδελφότητας στην οποία ανήκε: «Θάνατος αδελφών. Έτος 1516: Ιερώνυμος Άκεν, άλλως Μπος, διακεκριμένος ζωγράφος».
Ο Μπος γεννήθηκε στο Δουκάτο της Βραμάνδης. Το «Μπος» είναι η τελευταία συλλαβή της γενέτειράς του, του Χερτόγκενμπος ή, στα γαλλικά, Μπουά-λε-Ντυκ. Στην Ιταλία τον ήξεραν με το εξιταλισμένο όνομα Μπόσκο ντι Μπολντούκ. Ωστόσο το πραγματικό του επώνυμο ήταν Βαν Άκεν, χωρίς άλλο γιατί η οικογένειά του καταγόταν από το Άαχεν κι ας είχε εγκατασταθεί στο Χερτόγκενμπος από τα τέλη του 14ου αιώνα.
Ήταν μέλος της Αδελφότητας της Παναγίας, στα αρχεία της οποίας έχουν βρεθεί αρκετές πληροφορίες γι' αυτόν. Το 1486 ο Ιερώνυμος, γιος του Αντωνίου Βαν Άκεν, έγινε δεκτός σ’ αυτή την ένωση, που τα μέλη της ήταν κουρεμένα και φορούσαν στολή από χοντρό μάλλινο ύφασμα. Ο Μπος έπαιρνε μέρος στη σκηνοθεσία «μυστηρίων», θεατρικών παραστάσεων που παρουσίαζε κατά παράδοση η Αδελφότητα της Παναγίας, και στην οργάνωση αρμάτων με θρησκευτικές σκηνές που ακολουθούσαν ορισμένες λιτανείες. Οι δραστηριότητές του αυτές βοήθησαν τη γόνιμη φαντασία του να εκφραστεί και άφησαν τα ίχνη τους στην τέχνη του.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1480, ο Μπος παντρεύτηκε μια πλούσια γυναίκα, τα χρήματα της οικογένειας της οποίας του επέτρεψαν να ακολουθήσει καριέρα ως καλλιτέχνης. Αρχικά, ζωγράφιζε αρκετά παραδοσιακές θρησκευτικές σκηνές, όπως η Σταύρωση, αλλά καθώς το κύρος του μεγάλωνε κατά την επόμενη δεκαετία άλλαξε ρότα προς τα αποκαλυπτικά τοπία για τα οποία είναι γνωστός σήμερα. Πέθανε στο Χερτόγκενμπος το 1516, αφού πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη γενέτειρά του.
Ο «Κήπος των Επίγειων Απολαύσεων», το τρίπτυχο που δημιουργήθηκε μεταξύ 1490 και 1510 είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα έργα του. Η μορφή του τρίπτυχου είναι χαρακτηριστική για έργα ζωγραφικής που έγιναν για να χρησιμοποιηθούν ως altarpieces (έργα που τοποθετούνταν πίσω από την Αγία Τράπεζα), αλλά είναι πολύ πιθανό ότι ο πελάτης που παρήγγειλε αυτό το έργο τέχνης ήταν λαϊκός και όχι κληρικός, αφού οι εικόνες του τρίπτυχου ήταν υπερβολικά παράξενες για να εμφανιστούν σε εκκλησία.
Ο πίνακας είναι γεμάτος αμέτρητους γυμνούς ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, ξανθούς, λεπτούς, με στενούς ώμους, που περπατάνε στις μύτες των ποδιών τους, σύμφωνα με τη γοτθική παράδοση. Οι περισσότεροι είναι όρθιοι, εκστατικοί και λίγο σαστισμένοι. Μερικοί βρίσκονται μέσα σε κρυστάλλινες σφαίρες ή σε πελώρια φρούτα. Άλλοι κάτω από γυάλινους θόλους ή ανάμεσα σε νεκρά ψάρια, κοχύλια και άλλα σεξουαλικά σύμβολα. Στον πίνακα παρελαύνουν και σύμβολα της σεξουαλικής ηδονής, όπως τα βατόμουρα που βρίσκονται δίπλα σε έναν κοκκινολαίμη, ο οποίος συμβολίζει τη φιληδονία.
Ανησυχητικό και παράξενο, το τρίπτυχο αυτό, όπως και όλα τα έργα του, επηρέασε άμεσα τους υπερρεαλιστές του 20ού αιώνα και διαμόρφωσε τις αντιλήψεις για την κόλαση κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης και για αιώνες μετά. Στην έκθεση του MFAB υπάρχει μια εκδοχή του «Κήπου των επίγειων απολαύσεων», μια ταπισερί που έγινε στα μέσα του 16ου αιώνα και μαρτυρά την απήχηση της τέχνης του κατά την εποχή της δημιουργίας της, ενώ κανένας άλλος καλλιτέχνης στη δυτική ζωγραφική δεν έχει αποτυπώσει ένα τόσο το δαιμονικό φαντασιακό όπως ο Μπος σε αυτό το έργο.
Κάθε λεπτομέρεια στη χαοτική φύση του έργου του Μπος είναι αξιοσημείωτη και εξαιρετική. Δεν υπάρχει κεντρική φιγούρα και κάθε σημείο του πίνακα έχει τα δικά του μυστικά, κάτι που συμβαίνει και σε άλλα έργα του Μπος, φαινομενικά σχεδιασμένα για να τρομοκρατούν, αλλά και παραδόξως να διασκεδάζουν με τις λεπτομέρειές τους.
Για παράδειγμα, ο αριστερός πίνακας του «Κήπου των Επίγειων Απολαύσεων» απεικονίζει τη γαλήνια ατμόσφαιρα της στιγμής που ο Θεός δημιούργησε την Εύα και τον Αδάμ στον παράδεισο, με μερικούς υπαινιγμούς για την αγριάδα των ζώων, ενώ στο βάθος δεσπόζουν σουρεαλιστικά όρη.
Αντίθετα, ο δεξιός πίνακας απεικονίζει ένα φοβερό τοπίο φωτιάς και σκοταδιού, όπου οι αμαρτωλοί βασανίζονται και καταβροχθίζονται από φρικτές μεταλλάξεις και σουρεαλιστικά πλάσματα. Μια μουσική Κόλαση, με μαρτύρια και πελώρια μουσικά όργανα. Το φόντο έχει αλλάξει, είναι μολυβένιο, ενώ σε μια παγωμένη λίμνη διαγράφονται οι φλόγες μιας πυρκαγιάς.
Μέσα στην πυκνότητα των απεικονίσεών του, ο Μπος, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι μελετητές, ζωγράφισε τις φιγούρες του για να χρησιμεύσουν ίσως ως ηθική προειδοποίηση για την ανθρωπότητα, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι θέλησε να απεικονίσει μια λεπτομερή, πανοραμική εικόνα του χαμένου παραδείσου.
Είναι ίσως ο μόνος που μπόρεσε να δώσει με τόσες λεπτομέρειες την αίσθηση της θανάσιμης αγωνίας και του παιγνιώδους συναισθήματος της εφήμερης παρουσίας μας σε αυτό τον κόσμο.