Καλλιτέχνες και πρόσωπα που ξεχώρισαν, έργα και ιδέες που δημιουργήθηκαν τη φετινή σεζόν σκιαγραφούν τη ζωντανή σκηνή της σύγχρονης τέχνης στην Αθήνα και φιλοξενούνται στο Μέγαρο Ησαΐα.
Στο πλαίσιο του «Back to Athens 2024» φιλοξενείται η έκθεση «Άσπα Στασινοπούλου: Οι καραμπινιέροι», σε επιμέλεια Χριστόφορου Μαρίνου.
«Γνώρισα την Άσπα στο σπίτι της Ρένας Παπασπύρου. Ήταν μια εντυπωσιακή γυναίκα, που δεν περνούσε απαρατήρητη: ψηλόλιγνη, ξερακιανή, με κοντά μαλλιά, έμοιαζε με πουλί. Είχε κοφτερό μυαλό, φοβερή αίσθηση του χιούμορ και αξέχαστο γέλιο. Το 2010 είχα τη χαρά να δω την αναδρομική της έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς, σε επιμέλεια της Μαρίας Μαραγκού. Ήταν μια αποκάλυψη. Ειδικά τα έργα της δεκαετίας του 1970. Νομίζω πως λίγοι Έλληνες καλλιτέχνες κατάφεραν να συλλάβουν το πνεύμα ή το κλίμα –το zeitgeist– της εποχής. Και λέω σκόπιμα “της εποχής” και όχι “της Μεταπολίτευσης”, γιατί η Άσπα έχει να επιδείξει σημαντικό έργο και πριν το 1974, όπως η Mail Art έκθεση με τίτλο “Art is You”.
»Το 2013 συνεργαστήκαμε στην τέταρτη Μπιενάλε της Αθήνας “AGORA” και έπειτα από δική μου πρόταση παρουσιάσαμε τη δουλειά της στο Παλαιό Χρηματιστήριο στη Σοφοκλέους. Μετά την Μπιενάλε, με τον συγγραφέα Κωνσταντίνο Χατζηνικολάου την επισκεφτήκαμε στο σπίτι της και είδαμε παρέα αρκετά από τα σούπερ 8 φιλμ που είχε τραβήξει τη δεκαετία του ’70. Ήταν μια συγκινητική στιγμή, τόσο για μας όσο και για την ίδια, καθώς είχε να δει τα συγκεκριμένα φιλμ από τότε. Μάλιστα, σε μια προσπάθεια να αποτυπώσει το πορτρέτο αυτής της σημαντικής γυναίκας, ο Κωνσταντίνος έγραψε ένα ποιητικό κείμενο για εκείνη και κινηματογράφησε τη μορφή της, το βλέμμα και τα χέρια της», λέει ο επιμελητής της έκθεσης.
Η Άσπα ήταν λεσβία και φεμινίστρια, αγαπούσε τις γυναίκες, ωστόσο κάποιοι άντρες είχαν ξεχωριστή θέση στη ζωή της και στην καρδιά της, όπως ο γλωσσολόγος Τάσος Χριστίδης και ο Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος υπήρξε φίλος της και είχε προλογίσει την πρώτη της έκθεση το 1966, επισημαίνοντας την «τρελή πειθαρχία της».
«Η Άσπα ήταν μαγκιόρα, δεν μάσαγε τα λόγια της και μιλούσε συχνά με αθυρόστομες ατάκες – δεν τη συμπεριέλαβα τυχαία στην έκθεση “Ρεμπέτικο”. Θυμάμαι την είχα ρωτήσει ποιους Έλληνες άντρες καλλιτέχνες της γενιάς της εκτιμά και μου είχε απαντήσει: “Κανέναν. Είναι βαρετοί”».
Η Άσπα ήταν λεσβία και φεμινίστρια, αγαπούσε τις γυναίκες, ωστόσο κάποιοι άντρες είχαν ξεχωριστή θέση στη ζωή της και στην καρδιά της, όπως ο γλωσσολόγος Τάσος Χριστίδης και ο Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος υπήρξε φίλος της και είχε προλογίσει την πρώτη της έκθεση το 1966, επισημαίνοντας την «τρελή πειθαρχία της». Συγχρόνως η Άσπα θαύμαζε βαθιά τον Marcel Duchamp, όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο. Η ίδια γυναίκα που πόζαρε ως Άνοιξη στις «Τέσσερις Εποχές», φωτογραφήθηκε γυμνή από τη Μαρία Δάρα να ανεβαίνει και να κατεβαίνει μια παλιά ξύλινη σκάλα, αποτίνοντας έτσι φόρο τιμής στο γνωστό έργο του Duchamp.
Η Άσπα Στασινοπούλου συγκαταλέγεται στους καλλιτέχνες που τη δεκαετία του ’70 άλλαξαν μέσο έκφρασης για να ανταποκριθούν σε μια νέα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Επηρεασμένη από τον Μάη του ’68, η δουλειά της φέρει τα βασικά γνωρίσματα της πολιτικής τέχνης: εναντίωση, αντίσταση, αμφισβήτηση, αντιπειθαρχία, μηνύματα ανατροπής και διαμαρτυρίας, μίσος για τον καπιταλισμό. Το 1972, όσο ζούσε στο Λονδίνο, εγκατέλειψε τη ζωγραφική και δημιούργησε περιβάλλοντα με μεγεθυμένες φωτογραφίες, ήχο και φιλμ. Ο επιδραστικός εκδότης και στενός της φίλος Νίκος Στάγκος την έφερε σε επαφή με τα γραπτά του John Berger, που την επηρέασαν βαθύτατα και τα ενσωμάτωσε στο έργο της. Ιδίως το «Ways of Seeing» («Η εικόνα και το βλέμμα», 1972) γίνεται για εκείνη σημείο αναφοράς. Η επιρροή της ματιάς του Berger είναι έκδηλη στην ατομική έκθεση «Images to Look Through» που πραγματοποίησε στην Αρχιτεκτονική Σχολή Bartlett τον Σεπτέμβριο του 1972.
Η Άσπα θα αναφερθεί στην έκθεση του Λονδίνου στην τηλεοπτική συνέντευξη που παραχώρησε στη Βεατρίκη Σπηλιάδη το 1984: «Έφτιαξα μιαν έκθεση “χώρου”, αν θέλεις, και χρησιμοποίησα πάρα πολλές φωτογραφίες συν τα φιλμ που είχα τραβήξει, τα οποία ήταν μέρος του χώρου, μαζί με ήχο. Οι φωτογραφίες αυτές ήταν μαζεμένες από περιοδικά, εφημερίδες, από την καθημερινή επικαιρότητα και μερικές δικές μου, τις οποίες τύπωσα σε διαφανές υλικό και τις κρέμασα σε έναν χώρο από τεράστια παραπετάσματα που άρχιζαν από το ταβάνι και έφταναν στο πάτωμα (διαφανή παραπετάσματα) και οι ένθετες επάνω τους φωτογραφίες έδιναν τη δυνατότητα στον κόσμο να τις βλέπει και από τις δύο μεριές. Οι φωτογραφίες αυτές ήταν σε αντιπαράθεση και γκρουπαριστά» (εκπομπή «Ζωντανό Μουσείο», πρώτη προβολή: 1 Ιανουαρίου 1984, ΕΡΤ2, σκηνοθέτις: Άννα Κεσίσογλου).
Το 1974, με τη Μεταπολίτευση, επιστρέφει μόνιμα στην Αθήνα. Αρχίζει να συλλέγει από τους δρόμους της πόλης μεταχειρισμένα αντικείμενα καθημερινής χρήσης (καρέκλες, τραπέζια, πόρτες, παράθυρα, ξύλινα κουτιά) και τυπώνει σε αυτά φωτογραφίες με ντοκουμέντα από περιοδικά και εφημερίδες, αλλά και δικές της. «Με αυτό τον τρόπο κάνω μια προσπάθεια ανατροπής αφενός μεν της σημασίας της φωτογραφίας-ντοκουμέντο έτσι όπως παρατίθεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αποδυναμωμένη από το πραγματικό της νόημα, αφετέρου της έννοιας των αντικειμένων που μας περιστοιχίζουν και χρησιμοποιούμε καθημερινά και που, πέρα από τη συμβατική και καθορισμένη χρήση τους, μπορούν να λειτουργήσουν και σαν μέσο έκφρασης κάποιας άλλης πραγματικότητας», γράφει η ίδια στον κατάλογο της ομαδικής έκθεσης «Περιβάλλον-Δράση: Τάσεις της ελληνικής τέχνης σήμερα», που διοργάνωσε η Εταιρεία Ελλήνων Τεχνοκριτών στο Ζάππειο το 1981.
Ταυτόχρονα, ενσωματώνει στα έργα της αποσπάσματα από κείμενα του Peter Schneider («Η φαντασία στον όψιμο καπιταλισμό και η πολιτιστική επανάσταση», 1969) αλλά και βιβλία με θέμα την αποξένωση, την εξαθλίωση και τη φθορά του ανθρώπου («Αλλοτρίωση», εκδ. Επίκουρος, 1973). Επίσης, καταγράφει με την κινηματογραφική της μηχανή γεγονότα με συμβολική σημασία, όπως την πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, την άφιξη του Μίκη Θεοδωράκη στην Ελλάδα από το Παρίσι στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, την κηδεία του Αλέκου Παναγούλη. Το 1977, με την Άννα Κεσίσογλου γυρίζουν το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ «Απεργία πείνας», αποτυπώνοντας τη σαρανταήμερη απεργία πείνας του ποιητή Μιχάλη Αναστασιάδη (1939-2012) έξω από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Τέλος, η συμμετοχή της στο Κέντρο Εικαστικών Τεχνών (ΚΕΤ) και στην ομάδα τέχνης «4+» (η ίδια αποχώρησε το 1985) φέρνει στο φως μια καλλιτέχνιδα η οποία πρότεινε έναν διαφορετικό τρόπο χρήσης, διακίνησης και κατανάλωσης της εικόνας, δίνοντας έμφαση στη σωματικότητα, τη συλλογικότητα, την εκπαίδευση και το παιχνίδι.
Η επιστροφή του Μίκη Θεοδωράκη στην Ελλάδα μετά την πτώση της Χούντας το 1974
«Στην έκθεση που επιμελούμαι στο φετινό “Back to Athens” παρουσιάζω μια σειρά από σκηνοθετημένες φωτογραφίες που πρέπει να τραβήχτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις, έτσι και εδώ η Άσπα συνεργάστηκε με τη φωτογράφο και σύντροφό της, Μαρία Δάρα (1946-2000). Κάποιες απ’ αυτές τις εικόνες, με πρωταγωνιστή τον οπλισμένο Παναγιώτη, ο οποίος ποζάρει γυμνός και ντυμένος, ενίοτε μαζί με μία γυμνή γυναίκα που δεν βλέπουμε το πρόσωπό της (μάλλον πρόκειται για την ίδια την καλλιτέχνιδα), μεγεθύνθηκαν και επιζωγραφίστηκαν, ενώ μία από τις δύο φωτογραφίες του ξαπλωμένου άντρα τυπώθηκε πάνω σε ένα τραπέζι με την τεχνική εμουλσιόν. Μολονότι λειτούργησαν ως προπαρασκευαστικό υλικό για έργα που θα εκθέσει τις δεκαετίες του ’80 και ’90, οι φωτογραφίες αυτές διατηρούν την αυτοτέλειά τους, έχοντας από μόνες τους μια εκφραστική δύναμη.
»Ο τίτλος της έκθεσης, “Οι καραμπινιέροι”, αναφέρεται στην ταινία του Jean-Luc Godard, την οποία η καλλιτέχνις είχε μελετήσει και ήταν μία από τις βασικές αναφορές της. Τις φωτογραφίες συνοδεύει ο κατάλογος της έκθεσης “Art in Revolution: Soviet Art and Design since 1917”, την οποία η Άσπα είχε την ευκαιρία να δει στη Hayward Gallery του Λονδίνου το 1971», λέει ο Χριστόφορος Μαρίνος. «Φυλλομετρώ τον κατάλογο της περιοδικής έκθεσης “Women in Revolt! Art and Activism in the UK 1970-90” (εγκαινιάστηκε στην Tate Britain το φθινόπωρο του 2023 και τώρα παρουσιάζεται στο Εδιμβούργο) και σκέφτομαι ότι η Άσπα, αν δεν επέστρεφε στην Αθήνα, θα ήταν πιθανότατα ανάμεσα σε αυτές τις καλλιτέχνιδες, που έδρασαν –οι περισσότερες στην αφάνεια– στη Μεγάλη Βρετανία τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Η φωτογράφος Michael Ann Mullen, μέλος της ομάδας Hackney Flashers (1974-1980), που συμμετέχει στην έκθεση, ήταν στενή φίλη της Άσπας και της είχε αφιερώσει μάλιστα ένα βιβλίο της, στο οποίο συνδυάζει κείμενο και φωτογραφίες. To βιβλίο της Ann Mullen κλείνει με μια εξομοίωση (“να ελπίζεις σημαίνει να μάχεσαι”) και ανοίγει με τη συγκινητική αφιέρωση: “Για την Άσπα / που έσπειρε ελπίδα”».
Η Ασπασία Στασινοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935 και πέθανε στην ίδια πόλη το 2017. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (1959-1963). Εξέθεσε για πρώτη φορά το 1963 στον «Ζυγό», όπου παρουσίασε παραμορφωτικές φιγούρες. Στη συνέχεια στράφηκε στην αφαίρεση. Συμμετείχε στις Πανελλήνιες Εκθέσεις του 1965 και του 1967. Το 1966 πραγματοποίησε στην γκαλερί «Astor» την πρώτη ατομική της έκθεση. Από το 1969 έως το 1974 έζησε και εργάστηκε στο Λονδίνο.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Κέντρου Εικαστικών Τεχνών (ΚΕΤ) και της ομάδας τέχνης «4+». Το 1983 παρουσίασε την εγκατάσταση «Ένα οπτικοακουστικό τοπίο» στο Εργοστάσιο «Δρυάς» στην Αθήνα. Το 1988 αποφάσισε να ξαναεκθέσει σε εμπορικούς χώρους. Συνεργάστηκε με την γκαλερί «Μέδουσα» και την γκαλερί «7». Στις 28 Μαΐου 1992, σε συνεργασία με την γκαλερίστα Μαρία Δημητριάδη, παρουσίασε την εγκατάσταση «Φωτιά στο νερό» στον λόφο του Πάρκου Ελευθερίας.
Το 2010 το Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς φιλοξένησε την αναδρομική της έκθεση με τίτλο «Night and Day», σε επιμέλεια της Μαρίας Μαραγκού. Το Σάββατο 18 Μαΐου 2013, μαζί με τη Ρένα Παπασπύρου, παρουσίασε τη δράση «Ελένη», που διοργάνωσε το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στο πλαίσιο του εορτασμού της Διεθνούς Ημέρας Μουσείων. Την ίδια χρονιά συμμετείχε στην 4η Μπιενάλε της Αθήνας «AGORA». Πρόσφατες συμμετοχές: «Ρεμπέτικο», ΟΠΑΝΔΑ, 2022· «Μεταπολίτευση», Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, 2024· «Το ποίημα επιστρέφει σε ηχώ: Διάλογοι με την Theresa Hak Kyung Cha», ΕΠΜΑΣ/ΙΣΕΤ, 2024.
Πατησίων 65, Αθήνα 104 33
Διάρκεια: 26-30 Ioυνίου, 2024
Ώρες: Τετάρτη-Παρασκευή 16:00-22:00, Σάββατο-Κυριακή 12:00-22:00