Το ΕΜΣΤ μάς συστήνει τη Νοτιοαφρικανή, ελληνικής καταγωγής καλλιτέχνιδα Penny Siopis, ουσιαστικά εντελώς άγνωστη στο ελληνικό κοινό, εκτός ενδεχομένως από επιμελητές, συλλέκτες και γκαλερίστες οι οποίοι ταξιδεύουν ανά την υφήλιο, δίνουν το «παρών» σε διεθνείς μπιενάλε και επισκέπτονται μουσεία. Η αναδρομική έκθεση σε επιμέλεια της καλλιτεχνικής διευθύντριας του ΕΜΣΤ Κατερίνας Γρέγου φέρει τον τίτλο «For Dear Life», απλώνεται σε ολόκληρο το επίπεδο -1 του μουσείου και είναι αφιερωμένη στο πολυσύνθετο και πολυδιάστατο έργο της, καλύπτοντας τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 και φτάνοντας μέχρι σήμερα.
Άκρως πολιτικοποιημένη, η Penny Siopis θίγει μια σειρά από θέματα που άλλοτε συνδέονται με την αποικιοκρατία, το απαρτχάιντ και τον ρατσισμό και άλλοτε με τον σεξισμό, τα δικαιώματα των γυναικών και το φύλο. Θέματα όχι αυτονόητα για την εποχή και τη γενιά της, που στην ωριμότητά της είδε το απολυταρχικό παλιό καθεστώς να καταρρέει και μια νέα δημοκρατική διακυβέρνηση να αναδύεται.
Ζωγραφικά έργα μεγάλης κλίμακας, μικρότερα, μελάνια, εγκαταστάσεις, μέχρι και φιλμ 8 και 16 χιλιοστών απαρτίζουν αυτήν τη σημαντική παρουσίαση, η οποία αφηγείται ταυτόχρονα τους αγώνες και τις εξελίξεις της πατρίδας της, με απόλυτη συνείδηση περιεχομένου και φόρμας, καθώς η Penny Siopis έδινε ανέκαθεν σημασία στη διαδικασία της δημιουργίας και στα υλικά της σε σχέση με το περιεχόμενο, την έννοια, το μήνυμα. Δεν είναι τυχαίο ότι έχει χρησιμοποιήσει, εκτός από λαδομπογιά και μελάνια, οτιδήποτε της πρόσφερε τη δυνατότητα να εκφραστεί, όπως ζάχαρη, μπαχαρικά, τσάι, ναφθαλίνη, το ίδιο της το αίμα, εφημερίδες, πρόσφατα και κόλλα.
Γεννημένη το 1953 στην πόλη Βράιμπεργκ, σε μια βορειοδυτική επαρχία της Νότιας Αφρικής, από Έλληνες γονείς προερχόμενους από τη Θεσσαλονίκη και την Άνδρο, δεν έμαθε ελληνικά ως παιδί και σήμερα μετά βίας αρθρώνει μερικές λέξεις, ενώ η λαχτάρα να συνδεθεί με τη χώρα καταγωγής της είναι ολοφάνερη σε κάθε επαφή μαζί της. Τι είναι άραγε αυτό που την κάνει να επιστρέφει όλο και πιο συχνά στον τόπο των δικών της, αναζητώντας τις ρίζες της; Πολλά από τα έργα της έχουν σαφείς αναφορές στην ελληνική ιστορία. Σε μια από τις προθήκες της έκθεσης, μια φωτογραφία με τον γιο της σε παραλία της Άνδρου, όπου με βότσαλα γράφουν τη λέξη «φωτιά», προδίδει την αγωνία της για σύνδεση με το νησί των προγόνων της.
Συχνά φαίνεται να επιμένει στις ελληνικές της ρίζες, οδηγώντας το κινηματογραφικό της σύμπαν σε μια στοχαστική καταβύθιση στα μεγάλα θέματα της διασποράς, της εξορίας, της πολιτικής ρήξης.
Η Σμυρνιά γιαγιά της άσκησε μεγάλη επιρροή επάνω της, ενώ ο ιδιόρρυθμος φούρνος που διατηρούσαν οι γονείς της αποτέλεσε για εκείνη το πρώτο εργαστήρι πειραματισμού και καλλιτεχνικής έκφρασης. Ως εκ τούτου, δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη της ολοκληρωμένη σειρά, τα «Cake Paintings» των αρχών της δεκαετίας του ’80, στην οποία έχει χρησιμοποιήσει παχιά στρώματα χρώματος που εφάρμοσε με εργαλεία ζωγραφικής με την τεχνική του impasto, θυμίζουν διακόσμηση γαμήλιας τούρτας με γλάσο. Πρόκειται για έργα υψηλής σημασίας για τη συναισθηματική μνήμη, αλλά δεν συνδέονται απαραιτήτως αθώα με το παρελθόν. Οι «αφράτες» τούρτες της συνδέονται και με το γυναικείο σώμα, καθώς μέσα στα χρόνια τα χρώματα «ξεφουσκώνουν», υπενθυμίζοντάς μας ότι το σφριγηλό νεανικό σώμα με τη σειρά του γερνάει, αποκτάει ρυτίδες, μαραίνεται.
Στην αναδρομική μεγάλη βαρύτητα έχει μια σειρά έργων της ίδιας περίπου περιόδου, 1985-1995, η οποία αποτελείται από υπερμεγέθη ταμπλό, τα περίφημα «History Paintings», μια εναλλακτική εφαρμογή της τεχνοτροπίας του ευρωπαϊκού 17ου-19ου αιώνα όπου, σε αντίθεση με τα έργα αναφοράς της, χάρη στην τρομερά λεπτομερή αποτύπωση των καταστάσεων αποκαλύπτεται η άκριτη εκμετάλλευση των ντόπιων πληθυσμών από τους Ευρωπαίους αποικιοκράτες και η πραγματική προέλευση του πλούτου: εξουθενωτικές τακτικές, μαύροι εργάτες γης/σκλάβοι, ορυχεία.
Μπολιασμένη από τις νέες ιδέες με τις οποίες ήρθε σε επαφή κατά τη διάρκεια των σπουδών της στην Αγγλία και στο Πόρτσμουθ, στράφηκε από νωρίς σε μια στρατευμένη τέχνη με σαφή πολιτικά μηνύματα. Στους ιστορικούς αυτούς πίνακες είναι σαν να «ξαναγράφει» την ιστορία από την πλευρά των καταπιεσμένων μαύρων, όπως δεν το έκανε ποτέ πριν η λευκή κυρίαρχη αφήγηση στην Ευρώπη και στην Αφρική.
Ωστόσο δεν στέκεται μόνο στους άντρες εργάτες, αναζητεί τη γυναικεία ταυτότητα, αναπαράγει τη γυναίκα μέσα στον ορυμαγδό και την εξαντλητική εργασία, όπως στο «Patience on a Monument: A History Painting», όπου επάνω σε έναν σωρό από πολιτιστικά συντρίμμια −κολάζ από έντυπα του καθεστώτος του απαρτχάιντ− κάθεται μια γυναίκα με φτωχικά και κουρελιασμένα ρούχα. Ακόμα πιο αποκαλυπτικό είναι το «Έκθεμα: Εξ Αφρικής» στο επίκεντρο του οποίου διακρίνεται η εμβληματική κακοποιητική εικόνα της «Μαύρης Αφροδίτης» Σάρα Μπάρτμαν με τα μεγάλα οπίσθια, μιας γυναίκας που εκτέθηκε κατά τον 19ο αιώνα ως ατραξιόν στις διεθνείς εκθέσεις ανά την Ευρώπη.
Στην επιτοίχια εγκατάσταση «Charmed lifes» βλέπεις ατέλειωτα κρεμασμένα αντικείμενα, ένα συνονθύλευμα από στρατιωτικές στολές εκστρατείας, όπλα, χειροβομβίδες, παγούρια, σκεύη, αγιογραφίες, πέδιλα του πατινάζ, παιχνίδια, όπως ένα ιστιοφόρο, ένα ρολόι κούκος, ένας κροκόδειλος, και ανάμεσά τους μια προειδοποιητική ταμπέλα για τον κίνδυνο επανάστασης των ντόπιων. Στην προθήκη με τις αυτοβιογραφικές αναφορές, ανάμεσα στα ντοκουμέντα από διαδηλώσεις στο Γιοχάνεσμπουργκ, υπάρχει και ένα απόκομμα της εφημερίδας «Cape Times» με φωτογραφία του μισού Έλληνα και μισού Μοζαμβικανού Δημήτρη Τσαφέντα, εργαζόμενου ως κλητήρα στη Βουλή, ο οποίος τον Σεπτέμβρη του 1966 μαχαίρωσε τον πρωθυπουργό του απαρτχάιντ Χέντρικ Φέρβερντ. Αργότερα, θέλοντας να περιορίσουν την πολιτική διάσταση του εγκλήματος, τον χαρακτήρισαν ψυχοπαθή. Το πρόσωπο αυτό στοιχειώνει την Penny Siopis και συχνά επανέρχεται στο έργο της, όπως στην περίπτωση του φιλμ «Obscure White Messenger», χαρακτηρισμός που χρησιμοποίησε ο Νέλσον Μαντέλα όταν έμαθε για τη δολοφονία του Φέρβερντ από έναν άγνωστο λευκό εκτελεστή.
Μια σειρά από μικρά έργα με τίτλο «Σημειώσεις για το πένθος» που δημιούργησε όταν πέθανε ο σύζυγός της, κριτικός τέχνης και ζωγράφος, Κόλιν Ρίτσαρντς, κατέληξε να εκφράσει αλληγορικά το πένθος για την Αφρική. Άλλωστε στην κοινωνία της Νοτίου Αφρικής το πένθος είναι καθημερινό, όπως και οι γυναικοκτονίες, που αποτελούσαν ανέκαθεν συνηθισμένο, αν όχι σχεδόν αποδεκτό γεγονός.
Ένα τέτοιο περιστατικό που πήρε δημοσιότητα, η δολοφονία μιας νέας γυναίκας από τον σύντροφό της, ο οποίος δεν δίστασε να την κρεμάσει από ένα δέντρο, αποτέλεσε την έμπνευσή της για τη σειρά ζωγραφικών έργων «Shame» («Ντροπή»), όπου κυριαρχεί το κόκκινο χρώμα του αίματος. Η αναφορά πάντως δεν περιορίζεται στο φεμινιστικό αφήγημα αλλά παραπέμπει και στα αισθήματα ενοχής και ντροπής της περιόδου της Επιτροπής Αλήθειας και Συμφιλίωσης που συστήθηκε στα χρόνια της δημοκρατίας.
Είναι μια σημαντική ενότητα για την οποία η καλλιτέχνιδα τρέφει ιδιαίτερα συναισθήματα, όπως και εκείνη του αστικού μύθου «Pinky Pinky», όπως αποκαλούσαν στην εποχή της τον μπαμπούλα στη Νότια Αφρική. Ένα μικρό ροζ τερατάκι, μισό ζώο και μισό άνθρωπος, απροσδιορίστου φύλου και φυλής, υποδηλώνει το παιδικό τραύμα της γενιάς που μεγάλωσε στη μετα-απαρτχάιντ εποχή της μετάβασης στην επόμενη φάση, της ξενοφοβίας και της σεξουαλικής βίας.
Μεγάλο ενδιαφέρον έχει και το εν εξελίξει έργο «Will» το οποίο θα ολοκληρωθεί μόνο όταν πεθάνει η ίδια. Πρόκειται για τη συγκέντρωση 700 αντικειμένων που έχουν είτε πολιτική διάσταση είτε συναισθηματική, τα οποία θα καταλήξουν σε 700 διαφορετικούς αποδέκτες, φίλους και συγγενείς της καλλιτέχνιδας. Ανάμεσα στα εκατό που παρουσιάζονται στην έκθεση του ΕΜΣΤ περιλαμβάνονται σουβενίρ από ταξίδια στην Ελλάδα, μια κάσκα ορυχείων με την ελληνική σημαία, η μορφή του Μαντέλα. Η τελευταία και εξίσου ενδιαφέρουσα περίοδός της αποτελείται από αφαιρετικά εξπρεσιονιστικά έργα στα οποία εξερευνά τη συμπεριφορά των υλικών της, του μελανιού και της κόλλας.
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον πάντως έχουν τα φιλμ 8 και 16 χιλιοστών που έχει δημιουργήσει, με κείμενα και ήχο επίσης πολιτικο-κοινωνικού χαρακτήρα. Ξεκινώντας με τα οικογενειακά φιλμ της μητέρας της, που γυρίστηκαν στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, και συνεχίζοντας με φιλμάκια αγνώστου προέλευσης που προμηθεύτηκε από flea markets όπως το Μοναστηράκι στην Αθήνα, παρεμβαίνει σε αυτά και τα μετατρέπει σε εικαστικής δύναμης και πολιτικής χροιάς κινηματογραφικά statement. Ιστορίες ανθρώπων με ψυχικά και κοινωνικά τραύματα, με φόντο πάντα το απαρτχάιντ και τη νοτιοαφρικανική κοινωνία, ιστορίες αποικιοκρατίας, μετανάστευσης, παγκοσμιοποίησης, νεωτερικότητας, ενώ πρόσφατα προστέθηκαν και οι προβληματισμοί της για το περιβάλλον και τις σχέσεις ανθρώπινου και μη ανθρώπινου παράγοντα.
Συχνά φαίνεται να επιμένει στις ελληνικές της ρίζες, οδηγώντας το κινηματογραφικό της σύμπαν σε μια στοχαστική καταβύθιση στα μεγάλα θέματα της διασποράς, της εξορίας, της πολιτικής ρήξης. Δεν είναι τυχαίο που, παρόλη την απόσταση που τη χωρίζει από την κοινωνική ζωή της σύγχρονης Ελλάδας, κάνει αναφορές στο 1922, που έδιωξε εκατομμύρια Ελλήνων από τις προγονικές τους εστίες για να καταλήξουν στα πέρατα του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της Νότιας Αφρικής, μιας χώρας με τα δικά της σοβαρά θέματα που οδήγησαν σε απελευθερωτικά κινήματα.
Ορισμένοι χαρακτηριστικοί τίτλοι έργων της είναι μεταξύ άλλων και οι «My Lovely Day» («Η όμορφή μου μέρα») του 1997, στο οποίο γίνεται χρήση φιλμ παλιότερων δεκαετιών και η μητέρα της τραγουδάει το ομώνυμο τραγούδι, «Obscure White Messenger» («Σκιώδης λευκός αγγελιαφόρος») του 2010 για τον Δημήτριο Τσαφέντα, «The Master is Drowning» («Ο αφέντης πνίγεται») του 2012, «The New Parthenon» («Ο νέος Παρθενώνας») του 2016 σχετικά με τη Μακρόνησο, «She Breathes Water» («Αναπνέει νερό») του 2019 και «Shadow Shame Again» («Η σκιά της ντροπής ξανά») του 2021, το οποίο σηματοδοτεί την επιστροφή της σε θέματα που συνδέονται με τη γυναικεία σεξουαλικότητα και την πατριαρχική αντίληψη γι’ αυτήν.
Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Κέιπ Τάουν από το 2010, επιφανής εικαστικός με δεκάδες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις τόσο στη Νότια Αφρική όσο και διεθνώς, η αναδρομική της του 2014 με τίτλο «Time and Again» στην Εθνική Πινακοθήκη της Νοτίου Αφρικής, η οποία ταξίδεψε έναν χρόνο αργότερα και στο Γιοχάνεσμπουργκ, επιβεβαίωσε τη συμβολή της στην ιστορία της σύγχρονης αφρικανικής τέχνης.
Το έργο της, παρόλη την έμφαση στην υλικότητα και τον παιγνιώδη χαρακτήρα του, δείγμα ενός τολμηρού φλερτ με τον πειραματισμό στη φόρμα και την ύλη, διακρίνεται από τη συνειδητοποιημένη πολιτική θέση σε εποχές που λίγοι επέμεναν να επανέρχονται ή ακόμα και να επικεντρώνονται σε αυτήν. Η Νοτιοαφρικανή Ελληνίδα Πηνελόπη Σιώπη - Penny Siopis δικαιώθηκε τόσο πολιτικά όσο και καλλιτεχνικά. Η έκθεση του ΕΜΣΤ είναι μια απολαυστική καταβύθιση στη σκέψη και τη δημιουργικότητα μιας ολόκληρης γενιάς καλλιτεχνών και σκεπτόμενων νέων της προ- και μετα-απαρτχάιντ εποχής.