Εδώ και μια περίπου δεκαετία, όλο και περισσότερο, με τη συζήτηση για τις γυναίκες και τη θέση τους στον κόσμο της τέχνης να έχει ενεργοποιηθεί ξανά, σχεδόν να γίνεται τάση και μόδα -ευτυχώς-, ανακαλύπτουμε κάθε τόσο γυναίκες καλλιτέχνιδες άδικα ξεχασμένες, υποτιμημένες, εξαιρετικά ταλαντούχες, που γνώρισαν τη δυσπιστία και την περιφρόνηση του ανδροκρατούμενου κόσμου της τέχνης και αγνοήθηκαν συστηματικά. Ομότεχνοί τους, γκαλερίστες, έμποροι, δημοπράτες, σύμβουλοι συλλεκτών έκαναν τα πάντα για να αγνοηθεί η περίπτωσή τους, για να μην επενδύσει κανείς στο όνομά τους. Πόσες είναι αυτές; Χιλιάδες. Σε όλο τον κόσμο.
Πόσες ξέρουμε; Λίγες αναλογικά. Ξεπηδά μέσα σε εκατοντάδες ανδρικά ονόματα ξεπηδά το όνομα της Τζεντιλέσκι ή της Φοντάνα, της Μοριζό ή της Κλοντέλ. Μέχρι να αποφασίσουν οι ακαδημίες τεχνών να δεχτούν γυναίκες σπουδάστριες, οι γυναίκες αυτές -αν είχαν την υποστήριξη των οικείων τους- έμαθαν τέχνη σε ιδιωτικές σχολές. Σε εργαστήρια ζωγράφων, δίπλα σε τεχνίτες ή ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση στα καλλιτεχνικά εργαστήρια των ανδρών μελών των οικογενειών τους.
Σε μια ιστορία που γράφτηκε κυρίως από λευκούς άντρες που έγραφαν για άλλους λευκούς άντρες, η ιδέα ότι οι γυναίκες έκαναν τέχνη σημαντική, με σημασία, σπάνια αναφέρθηκε ως πιθανότητα. Έχουν περάσει αιώνες από τότε που οι γυναίκες γύρισαν την πλάτη τους στη σύμβαση και έζησαν ζωές με μεγάλη αντοχή, δημιουργικότητα και γενναιότητα.
Όταν το 2021 η συγγραφέας, κριτικός τέχνης και συνεκδότρια του περιοδικού τέχνης Frieze, Jennifer Higgie, έγραψε το «Τhe Mirror and the Palette: Rebellion, Revolution and Resilience: 500 Years of Women's Self-Portraits» έφερε στο φως ιστορίες γυναικών καλλιτεχνών που εκτείνονται σε 400 χρόνια ιστορίας, παρακολουθώντας το ταξίδι τους για να γίνουν επαγγελματίες καλλιτέχνες. Από την εποχή των Tudor μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, καλλιτέχνιδες όπως η Mary Beale, η Angelica Kauffman, η Elizabeth Butler και η Laura Knight άνοιξαν ένα νέο καλλιτεχνικό μονοπάτι για γενιές γυναικών. Αμφισβήτησαν αυτό που σήμαινε να είσαι εργαζόμενη γυναίκα της εποχής, πηγαίνοντας ενάντια στις προσδοκίες της κοινωνίας – έχοντας εμπορική καριέρα ως καλλιτέχνες και συμμετέχοντας σε δημόσιες εκθέσεις.
Διευθυντές και διευθύντριες μουσείων σήμερα, επιμελητές και επιμελήτριες μουσείων και γκαλερί επιχειρούν να καταρρίψουν τα στερεότυπα γύρω από τις γυναίκες καλλιτέχνιδες της ιστορίας, που συχνά θεωρούνταν ερασιτέχνες. Η Μπιενάλε της Βενετίας το 2022 είχε στην κεντρική της έκθεση στο Αρσενάλε, που επιμελήθηκε η Cecilia Alemani 213 γυναίκες καλλιτέχνιδες από 58 χώρες με 1433 έργα αντικείμενα στην έκθεση. Το 2024 είναι η χρονιά που το ελληνικό Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης θα καταληφθεί εξ ολοκλήρου από γυναίκες καλλιτέχνιδες.
Οι γυναίκες έχουν κάνει μια μεγάλη, μοναδική διαδρομή στην ιστορία της τέχνης.
Υπερασπίστηκαν την ίση πρόσβαση στην καλλιτεχνική εκπαίδευση και τη συμμετοχή σε ακαδημίες, σπάζοντας τα όρια και ξεπερνώντας πολλά εμπόδια για να καθιερώσουν τη σημασία του να είσαι γυναίκα στον κόσμο της τέχνης. Ήταν αποφασισμένες να τα καταφέρουν, αρνήθηκαν πολλές φορές να εγκλωβιστούν σε θέματα που επέβαλλε η «ευπρέπεια», και αποφασιστικά, ζωγράφισαν τολμηρά αυτά που θεωρούνταν συνήθως ως θέματα «αντρικά»: ρωμαλέα ζωγραφική με κομμάτια ιστορίας, σκηνές μάχης και γυμνό.
Οι γυναίκες καλλιτέχνιδες από τη Φρίντα Κάλο μέχρι τη Σουζάν Βαλαντόν και την Πόλα Μόντερσον Ντέκερ είναι οι φεμινίστριες που δούλευαν μέρα και νύχτα στα στούντιό τους, «καίγοντας τους κορσέδες τους», αρνούμενες να ζήσουν κάτω από τη σκιά των αντρών τους παρά τα τεράστια εμπόδια στο δρόμο τους. Σε μια ιστορία που γράφτηκε κυρίως από λευκούς άντρες που έγραφαν για άλλους λευκούς άντρες, η ιδέα ότι οι γυναίκες έκαναν τέχνη σημαντική, με σημασία, σπάνια αναφέρθηκε ως πιθανότητα. Έχουν περάσει αιώνες από τότε που οι γυναίκες γύρισαν την πλάτη τους στη σύμβαση και έζησαν ζωές με μεγάλη αντοχή, δημιουργικότητα και γενναιότητα.
Είναι η εποχή που η πολιτισμική ιστορία αναθεωρεί και εμπλέκει ιστορίες γυναικών, τις αφηγήσεις τους και περισσότερους τρόπους για να κατανοήσουμε την τέχνη και τη ζωή. Σε μια τέτοιου είδους ανασκαφή ανατρέχει η νέα έκθεση της Tate Britain “Now you see us” με έργα από βρετανίδες καλλιτέχνιδες από το 1520 μέχρι το 1920 και προσκαλεί το κοινό να γνωρίσει τις γυναίκες που χάραξαν έναν δρόμο για τις επόμενες γενιές για να προσδιορίσουν το ρόλο τους στον κόσμο της τέχνης. Αμφισβήτησαν αυτό που σήμαινε να είσαι εργαζόμενη γυναίκα της εποχής, πηγαίνοντας ενάντια στις προσδοκίες της κοινωνίας – έχοντας εμπορική καριέρα ως επαγγελματίες και συμμετέχοντας σε δημόσιες εκθέσεις.
Με πάνω από 100 καλλιτέχνιδες, η έκθεση τιμά γνωστά ονόματα όπως η Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι, η Αντζέλικα Κάουφμαν, η Τζούλια Μάργκαρετ Κάμερον, η Γουέν Τζον μαζί με πολλές άλλες που μόλις τώρα ανακαλύπτονται ξανά. Η σταδιοδρομία τους ήταν τόσο ποικίλη όσο και τα έργα που παρήγαγαν: ορισμένα επικράτησαν των ειδών που κρίθηκαν «κατάλληλα για γυναίκες», όπως τοπία με ακουαρέλα και οικιακές σκηνές. Άλλες τόλμησαν να ασχοληθούν με θέματα στα οποία κυριαρχούσαν άνδρες. Η έκθεση της Tate Britain παρουσιάζει πάνω από 200 έργα, ελαιογραφίες, ακουαρέλες, παστέλ, γλυπτική, φωτογραφία για να αφηγηθεί την ιστορία αυτών των πρωτοποριακών καλλιτεχνών.
Η έκθεση ξεκινά με τη Levina Teerlinc, πολλές από τις μινιατούρες της οποίας συγκεντρώνονται για πρώτη φορά μετά από τέσσερις δεκαετίες, και την Esther Inglis, της οποίας τα χειρόγραφα περιέχουν τις πρώτες γνωστές αυτοπροσωπογραφίες της Βρετανίας από γυναίκα καλλιτέχνη. Η Teerlinc που γεννήθηκε το 1510 και ήταν Φλαμανδή υπηρέτησε ως ζωγράφος από το 1546 στην αγγλική αυλή του Ερρίκου Η', του Εδουάρδου ΣΤ', της Μαρίας Α' και της Ελισάβετ Α'.
Ήταν η πιο σημαντική μινιατουρίστρια στην αγγλική αυλή των Τυδόρ μεταξύ των ανδρών συναδέλφων της, όπως ο Χανς Χόλμπαϊν ο Νεότερος από τον οποίο αμειβόταν με μεγαλύτερο μισθό και του Νίκολας Χίλιαρντ. Υποθέτουμε ότι εκπαιδεύτηκε και εργαζόταν στο εργαστήριο του πατέρα της που την εκπαίδευσε ως ζωγράφο χειρόγραφων. Το 1559 η Teerlinc διορίστηκε δασκάλα ζωγραφικής της κόρης του βασιλιά στην Ισπανική Αυλή. Ο ιστορικός της Φλωρεντίας του δέκατου έκτου αιώνα Lodovico Guicciardini θεωρούσε την Teerlinc ως την καλύτερη από τις γυναίκες ζωγράφους που ασκούνταν εκείνη την εποχή.
Η Esther Inglis υπήρξε ειδικευμένη μικρογράφος, με δεξιότητες σε τομείς όπως η καλλιγραφία, η γραφή και το κέντημα γεννήθηκε το 1571 ήταν από τις πρώτες γυναίκες που υπέγραφαν τα έργα τους και από τις πρώτες που παρουσίασαν αυτοπροσωπογραφίες τους. Το συναντάμε αυτό συχνά σε γυναίκες ζωγράφους που μη έχοντας άλλα μοντέλα χρησιμοποιούσαν τον εαυτό τους για να ασκηθούν απέναντι σε έναν καθρέφτη. Κατά τη διάρκεια της ζωής της, η Inglis συνέθεσε περίπου εξήντα βιβλία μινιατούρες που επιδεικνύουν την καλλιγραφική της ικανότητα με πίνακες, πορτρέτα και κεντημένα εξώφυλλα.
Φυσικά, κεντρικό ρόλο στη έκθεση κατέχει το έργο μιας από τις πιο διάσημες γυναίκες στην ιστορία της τέχνης, της Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι «Susanna and the Elders» (Σωσσάνα και οι Πρεσβύτεροι) που ανήκει στη βασιλική Συλλογή και δανείζεται για πρώτη φορά. Είναι το παλαιότερο γνωστό υπογεγραμμένο και χρονολογημένο έργο της.
Το έργο δείχνει μια τρομαγμένη Σωσσάνα με δύο ηλικιωμένους άντρες να κρύβονται από πάνω της ενώ είναι στο μπάνιο, μια σκηνή δημοφιλής την εποχή του μπαρόκ, μια αναπαράσταση μιας βιβλικής αφήγησης με την Σωσσάνα να μη υποκύπτει στις σεξουαλικές τους ορέξεις, να εκβιάζεται, να απειλείται με καταστροφή της φήμης της μέχρι που ο Δανιήλ, ένας σοφός νεαρός Εβραίος αποκάλυψε το ψέμα τους. Το θέμα ήταν σχετικά κοινό στην ευρωπαϊκή τέχνη από τον 16ο αιώνα, με τη Σωσσάνα να αντιπροσωπεύει τις αρετές της σεμνότητας και της πιστότητας. Στην πράξη, ωστόσο, επέτρεψε στους καλλιτέχνες την ευκαιρία να επιδείξουν την ικανότητά τους στην απεικόνιση του γυναικείου γυμνού, συχνά προς τέρψιν των ανδρών πελατών τους.
Η Τζεντιλέσκι συμπεριλαμβάνεται στην έκθεση των βρετανίδων καλλιτεχνών γιατί το έργο αυτό είναι ζωγραφισμένο στο Λονδίνο για τη βασίλισσα Henrietta Maria. Μόλις το 2023, αναγνωρίστηκε ως έργο της, ενώ υπήρχε πολλά χρόνια στη βασιλική Συλλογή υποβιβασμένο, σχεδόν απαρατήρητο. Υπάρχει και ένα δεύτερο έργο της Τζεντιλέσκι η Αυτοπροσωπογραφία της ως η Αλληγορία της Ζωγραφικής. Δημιουργήθηκε κατά την παραμονή του Τζεντιλέσκι στην Αγγλία. Η σκηνή απεικονίζει την Τζεντιλέσκι να ζωγραφίζει τον εαυτό της, ένα φεμινιστικό θέμα σε μια εποχή που οι γυναίκες σπάνια είχαν δικό τους επάγγελμα και ήταν ελάχιστες οι περιπτώσεις που μπορούσαν να γίνουν γνωστές από αυτό. Αν και ο πίνακας επισκιάζεται σήμερα από πιο ωμές και δραματικές σκηνές σε άλλα έργα της που αντικατοπτρίζουν τα ανήσυχα χρόνια της νεότητάς της σε αυτό τον πίνακα φαίνεται η απροσδόκητη δύναμή της, η θαρραλέα στάση της, είναι μια τρομερή παρουσία, μια πρόδρομος όλων των αποφασισμένων γυναικών να θριαμβεύσουν με την τέχνη τους.
Στην έκθεση συναντάμε έργα της Mary Beale, της Αγγλίδας προσωπογράφου που γεννήθηκε το 1633, υπήρξε μέλος μιας ομάδας γυναικών επαγγελματιών καλλιτεχνών που εργάζονταν στο Λονδίνο και ήταν η οικονομική πάροχος της οικογένειάς της μέσω της καριέρας της επί είκοσι χρόνια.
Η Beale ήταν επίσης συγγραφέας, το χειρόγραφό της "Παρατηρήσεις" του 1663 σχετικά με υλικά και τεχνικές της ελαιογραφίας, είναι το παλαιότερο γνωστό εκπαιδευτικό κείμενο στα αγγλικά γραμμένο από γυναίκα ζωγράφο. Μια άλλη αξιοσημείωτη περίπτωση είναι αυτή της πορτρετίστας Joan Carlile που αρχικά δούλευε ως πλύστρα της βασίλισσας Henrietta Maria και στη συνέχεια χρησιμοποίησε την εξοικείωσή της με τα μετάξια και τους ταφτάδες για να ζωγραφίσει γυναίκες με ωραία φορέματα. Τόσο αυτή όσο και η Maria Verelst άνοιξαν νέους δρόμους ως επαγγελματίες ζωγράφοι πορτρέτων σε λάδι.
Τον 18ο αιώνα, γυναίκες καλλιτέχνες συμμετείχαν στις πρώτες δημόσιες εκθέσεις τέχνης της Βρετανίας, συμπεριλαμβανομένων προσωπικοτήτων όπως η Katherine Read, η Mary Black και η γλύπτρια Anne Seymour Damer. Η Read υπήρξε για μερικά χρόνια καλλιτέχνης της μόδας στο Λονδίνο, δουλεύοντας με λάδια, κραγιόνια και μινιατούρες, έχοντας κάνει σπουδές με τον ζωγράφο Robert Strange στο Παρίσι και στη συνέχεια στη Ρώμη όπου μέλη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, συχνά της ανέθεταν να αναδημιουργήσει πίνακες ζωγραφικής σε λάδι ή παστέλ για όσους κατέχουν υψηλές θέσεις στον κλήρο. Αν και ποτέ δεν έγινε μέλος της εξέθετε στη Βασιλική Ακαδημία κάθε χρόνο όπως και στις Incorporated Society of Artists και Free Society of Artists. Το θέμα της ήταν πορτρέτα κυριών και παιδιών της αριστοκρατίας, τα οποία ζωγράφιζε με πολλή χάρη και φινέτσα.
Μια άλλη κορυφαία φυσιογνωμία στην εποχή της, αν και ελάχιστα ακούστηκαν για αυτήν ήταν η Margaret Sarah Carpenter, που ζωγράφιζε κυρίως πορτρέτα με τον τρόπο του Sir Thomas Lawrence, απέσπασε χρυσά μετάλλια για τα έργα της με έναν κριτικό να γράφει : «Πολύ σπάνια συμβαίνει ένα δείγμα τέχνης σαν αυτό να παράγεται από το χέρι μιας κυρίας: Εδώ είναι το χρώμα, το φως, η δύναμη και το αποτέλεσμα και το ανατομικό σχέδιο».
Στην έκθεση υπάρχουν δυο γυναίκες η Angelica Kauffman η Mary Moser, οι μόνες γυναίκες που περιλαμβάνονται στα Ιδρυτικά Μέλη της Βασιλικής Ακαδημίας Τεχνών. Χρειάστηκαν 160 χρόνια για να χορηγηθεί η ιδιότητα μέλους σε επόμενη γυναίκα. Η Kauffman ήταν Ελβετίδα, εκπαιδευμένη από τον ζωγράφο και τοιχογράφο πατέρα της έγινε βοηθός του και ήταν παιδί θαύμα. Γνώριζε τέσσερις γλώσσες, ήταν ταλαντούχα τραγουδίστρια και μουσικός και επέλεξε την τέχνη όταν ένας καθολικός ιερέας της είπε ότι η όπερα ήταν ένα επικίνδυνο μέρος γεμάτο με «άγνωστους ανθρώπους».
Με τον πατέρα της ταξίδευαν στην Ευρώπη και στην Ιταλία έγινε μέλος της Accademia di Belle Arti di Firenze. Μετακόμισε στη Ρώμη, συνδέθηκε με τη βρετανική κοινότητα και έστειλε τον πρώτο της πίνακα σε δημόσια έκθεση στο Λονδίνο. Καταξιώθηκε στην Ιταλία και έγινε δημοφιλής πορτρετίστα για τους Βρετανούς επισκέπτες στη Ρώμη. Μετακόμισε στην Αγγλία λίγο αργότερα και καθιερώθηκε ως κορυφαία καλλιτέχνης.
Περίπου την ίδια εποχή η κεντήστρα Mary Linwood, της οποίας η γκαλερί αποτελούσε σημαντικό τουριστικό αξιοθέατο κεντούσε πίνακες με θέματα από το φυσικό κόσμο και καταπληκτικές τεχνικές ενώ η μινιατουρίστρια Sarah Biffen, γεννημένη χωρίς χέρια και πόδια έμαθε να ζωγραφίζει κρατώντας το πινέλο στο στόμα της. Διοργάνωνε εκθέσεις, πουλούσε τους πίνακές της και εισέπραττε εισιτήριο για να τη βλέπουν οι άλλοι να ράβει, να ζωγραφίζει και να σχεδιάζει. Η Augusta Withers, άλκλη μια επαγγελματίας ήταν εικονογράφος φυσικής ιστορίας, γνωστή για την εικονογράφηση του περιοδικού Pomological του John Lindley και τη συνεργασία της με τη Sarah Drake στο μνημειώδες Orchidaceae of Mexico και Guest.
Υπάρχει ένα έργο στην έκθεση, Το Calling the Roll After An Engagement, Crimea, γνωστότερο ως The Roll Call, μια ελαιογραφία του 1874 από την Elizabeth Butler που ένας από τους πιο διάσημους βρετανικούς πίνακες του 19ου αιώνα. Ο πίνακας απεικονίζει μια ονομαστική κλήση στρατιωτών από τη Φρουρά των Γρεναδιέρων. Αυτό το έργο ώθησε τον κριτικό John Ruskin να ανακαλέσει τη δήλωσή του ότι «καμία γυναίκα δεν μπορούσε να ζωγραφίσει». Όπως και τα γυμνά της Henrietta Rae και της Annie Swynnerton, πυροδότησαν πολλές συζητήσεις.
Η έκθεση εξετάζει επίσης τη σύνδεση των γυναικών με τον ακτιβισμό, συμπεριλαμβανομένου του σατιρικού «Woman’s Work» της Florence Claxton: A Medley 1861 που εκτίθεται δημόσια για πρώτη φορά από τότε που ζωγραφίστηκε και μια εξερεύνηση της ζωής της Barbara Leigh Smith Bodichon, ενός μέλους της Εταιρείας Γυναικών Καλλιτεχνών που πιστώνεται με την εκστρατεία για την εισαγωγή των γυναικών στα Σχολεία της Βασιλικής Ακαδημίας. Υπήρξε σπουδαία εκπαιδευτικός και καλλιτέχνης, και κορυφαία φεμινίστρια και ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών στα μέσα του 19ου αιώνα και συνίδρυσε το Girton College, στο Cambridge.
Η έκθεση ολοκληρώνεται στις αρχές του 20ου αιώνα με το δικαίωμα ψήφου των γυναικών και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Γυναίκες καλλιτέχνες όπως η Gwen John, η Vanessa Bell και η Helen Saunders έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση του μοντερνισμού, της αφαίρεσης, αλλά άλλες, όπως η Anna Airy, η οποία επίσης εργάστηκε ως πολεμική καλλιτέχνιδα, συνέχισαν να εργάζονται σύμφωνα με τις συμβατικές παραδόσεις.
Οι τελευταίες καλλιτέχνιδες της έκθεσης, η Laura Knight και η Ethel Walker, προσφέρουν ισχυρά παραδείγματα φιλόδοξων, ανεξάρτητων επαγγελματιών με αυτοπεποίθηση που πέτυχαν να γίνουν μέλη της Βασιλικής Ακαδημίας. Η Knight εργάστηκε με λάδια, ακουαρέλες, χαρακτικά και ασπάστηκε τον αγγλικό ιμπρεσιονισμό και έγινε από τις πιο επιτυχημένες και δημοφιλείς ζωγράφους στη Βρετανία. Η επιτυχία της στο ανδροκρατούμενο βρετανικό καλλιτεχνικό κατεστημένο άνοιξε το δρόμο για μεγαλύτερη θέση και αναγνώριση για τις γυναίκες καλλιτέχνιδες. Το 1929 έγινε Dame, και το 1936 έγινε η τρίτη γυναίκα που εκλέχθηκε ως πλήρες μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας. H Knight υπήρξε σκηνογράφος και ζωγράφισε στα παρασκήνια, μερικούς από τους πιο διάσημους χορευτές μπαλέτου της εποχής από τα Ballets Russes του Sergei Diaghilev όπως την Anna Pavlova. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 αγόρασε ένα τυπογραφείο και άρχισε να χαράσσει. Παρήγαγε εκτυπώσεις και αφίσες για το London Transport καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας της. Ενδιαφερόταν επίσης πολύ και εμπνεύστηκε από περιθωριοποιημένες κοινότητες και άτομα, συμπεριλαμβανομένων των Ρομά και των καλλιτεχνών του τσίρκου. Η αναδρομική έκθεση των έργων της στη Βασιλική Ακαδημία το 1965 ήταν η πρώτη αφιερωμένη σε γυναίκα.
Υπάρχει ένα έργο στην έκθεση το οποίο εντοπίζει στον Guardian η Katy Hessel και αποτελεί έργο δηλωτικό της κατάστασης και της θέσης των γυναικών στην τέχνη: Αόρατες και ανώνυμες. Είναι το πιο διάσημο έργο της Emily Mary Osborn μιας ζωγράφου της βικτωριανής εποχής. Τιτλοφορείται «Nameless and Friendless» και έχει χαρακτηριστεί ως «ο πιο έξυπνος από όλους τους βικτοριανούς πίνακες που απεικονίζει μια χήρα». Απεικονίζει μια γυναίκα που πενθεί, ωχρή, να προσφέρει έναν πίνακα σε έναν έμπορο, ενώ δυο άντρες την αγνοούν. Η δημιουργία αυτού του έργου ήταν προϊόν που απεικόνιζε μια ολόκληρη εποχή. Στη δεκαετία του 1850 υπήρξε μια εισροή γυναικών της μεσαίας τάξης στο αστικό περιβάλλον του Λονδίνου. Οι γυναίκες άρχισαν πιο ελεύθερα να καταλαμβάνουν τους δρόμους και να ταξιδεύουν στην πόλη. Περπατούσαν ή έπαιρναν τα μέσα μαζικής μεταφοράς και αυτό το γεγονός δημιούργησε μια νέα κοινωνική δυναμική προκαλώντας συζητήσεις για τον τρόπο της αστικής ζωής. Ο πίνακας είναι ένας από τους λίγους που εκτέθηκαν δημόσια από μια γυναίκα που πραγματεύεται αυτή τη νέα αστική δυναμική κατά τη δεκαετία του 1850.
Είναι η εποχή που νομικά οι γυναίκες ήταν ιδιοκτησία του συζύγου ή του πατέρα τους και δεν είχαν ψήφο. Αν μια γυναίκα ήθελε να γίνει καλλιτέχνης, της απαγόρευαν να σπουδάσει γυμνό. Μετά από 20 χρόνια εκστρατείας, η Βασιλική Ακαδημία επέτρεψε τις γυναίκες σπουδάστριες να περάσουν τις πόρτες της από το 1893.
Η ιστορία της τέχνης ανήκε στους άντρες. Και μας στέρησε πολλά βλέμματα, όψεις και καλλιτέχνιδες για πολύ καιρό. Ωστόσο, υπήρξαν και δημιούργησαν έξω από τον κανόνα που τις αγνόησε. Οι έμποροι άλλαζαν τις υπογραφές τους με ανδρικά ονόματα που ήταν πιο εμπορικά, γιαυτό τόσες γυναίκες έρχονται σήμερα στο φως, χάρη στην τεχνολογία. Μόλις το 2023 η Βασιλική Ακαδημία, 166 χρόνια από την ίδρυσή της, διοργάνωσε και αφιέρωσε μια μεγάλη ατομική έκθεση σε όλες τις κύριες γκαλερί του μουσείου, στην Marina Abramović.
Αυτή είναι μια κορυφαία στιγμή για το βρετανικό ίδρυμα για να αποδείξει ότι οι γυναίκες ήταν πάντα δημιουργικές αλλά ανώνυμες και με ένα τρόπο να ξαναγράψει την ιστορία της βρετανικής και της παγκόσμιας σκηνής επανορθώνοντας για τις επόμενες γενιές που θα αντιληφθούν την ιστορία της τέχνης με την καλοκρυμμένη αλήθεια της ιστορίας των γυναικών δημιουργών να έρχεται στο φως.