Η μοναδική οπτική του Λουκά Σαμαρά, ενός σπουδαίου καλλιτέχνη που πέθανε σε ηλικία 87 ετών τον Μάρτιο του 2024, ηγετικής φυσιογνωμίας της αβανγκάρντ, μοναχικού παρατηρητή και δημιουργού που μπορούσε να συλλάβει την καινοτομία και την εξέλιξη της σύγχρονης τέχνης, κι έτσι να βρίσκεται σε πρώτο πλάνο διαρκώς, αιφνιδιάζοντας τον παραλήπτη κάθε μηνύματός του, παρουσιάζεται στο μουσείο Dia Beacon της Νέας Υόρκης.
Στην έκθεση παρουσιάζεται η ενότητα έργων Cubes and Trapezoids (1994-95) που δόθηκαν από τον καλλιτέχνη το 2013 και παρουσιάζονται για πρώτη φορά από τότε που έκαναν το ντεμπούτο τους το 1994 στην Pace Gallery, δίπλα σε ένα από τα χαρακτηριστικά δωμάτια του καλλιτέχνη, το Doorway (1966/2007), που πρόσφατα μπήκε στη συλλογή της DIA ως δώρο από το ίδρυμα που φέρει το όνομά του. Αυτή η έκθεση σηματοδοτεί την πρώτη ατομική έκθεση του καλλιτέχνη από τον θάνατό του και είναι η τελευταία στην οποία συνεργάστηκε άμεσα.
Για περισσότερα από 60 χρόνια, ο Λουκάς Σαμαράς δούλευε κινούμενος με ρευστότητα ανάμεσα σε μέσα, όπως performance, γλυπτική, ζωγραφική, σχέδιο, φιλμ και φωτογραφία, ξεφεύγοντας από την κατηγοριοποίηση και συγκροτώντας μια δική του, μοναδική οπτική γλώσσα.
«Αντί να γυαλίζω τα έργα μου, δίνοντάς τους μια υπόνοια τελειότητας, τα αφήνω να υπάρχουν σε διάφορους βαθμούς τραχύτητας. Όποια ακρίβεια κι αν υπάρχει στη δουλειά μου, είναι μάλλον στις σχέσεις, όχι στην εκτέλεση», είχε πει σε μια ομιλία που έδωσε το 1973 στο Μουσείο Whitney.
Τα εκκεντρικά και ασυνήθιστα αντικείμενα του καλλιτέχνη συχνά συνδυάζουν επίσημες όψεις του μινιμαλισμού –τον κύβο, το πλέγμα και τη μονοχρωμία– με μια σουρεαλιστική ευαισθησία με επιρροές από το Fluxus –το πρωτοποριακό καλλιτεχνικό ρεύμα που αναδείχθηκε με όλα τα διαθέσιμα εκφραστικά μέσα–, καλλιεργώντας την απτική υλικότητα των καθημερινών αντικειμένων, μεταξύ των οποίων κιβώτια και έπιπλα, και εμποτίζοντάς τα με φαντασμαγορία και προσωπικούς συμβολισμούς.
«Το έργο του Λουκά Σαμαρά εμποτίζει το λεξιλόγιο του μινιμαλισμού με μια ψυχολογική διάσταση μέσω της χρήσης άκρως συνειρμικού υλικού, επικεντρώνοντας την προσωπική αφήγηση και εμπλέκοντας τη σωματική αντίληψη και εμπειρία του θεατή, φέρνοντάς τον κοντά σε ριζικά πειραματικές πρακτικές που αναδύθηκαν τις δεκαετίες του 1960 και του '70», λέει η διευθύντρια της DIA Jessica Morgan.
Οι Κύβοι (Cubes) που παρουσιάζονται στην έκθεση, 24 τοτεμικοί ξύλινοι όγκοι, είναι επικαλυμμένοι με ανοιχτό γκρι laminate Nevamar και διαθέτουν εγκοπές διαφόρων γεωμετρικών σχημάτων, δημιουργώντας σχήματα ταυτόχρονα φουτουριστικά και αρχέγονα. Ο Σαμαράς τούς επεξεργάστηκε επιφανειακά με τρόπο πανομοιότυπο με τα φωτιστικά που είχε εγκαταστήσει στο σπίτι του.
«Αντί να γυαλίζω τα έργα μου, δίνοντάς τους μια υπόνοια τελειότητας, τα αφήνω να υπάρχουν σε διάφορους βαθμούς τραχύτητας. Όποια ακρίβεια κι αν υπάρχει στη δουλειά μου, είναι μάλλον στις σχέσεις, όχι στην εκτέλεση», είχε πει σε μια ομιλία που έδωσε το 1973 στο Μουσείο Whitney.
Όσο για το σπίτι του Λουκά Σαμαρά, αξίζει να σημειωθεί ότι εγκαταστάθηκε σε αυτό, στο Μανχάταν, όταν ήταν 28 ετών. Η μετακίνηση αυτή πυροδότησε και την καθοριστική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο έβλεπε την τέχνη και τα έργα του. Όλα συμβαίνουν στο διαμέρισμά του, σε ένα σκηνικό που έχει ετοιμάσει τελετουργικά και που μετατρέπεται σε ένα ακόμα κεφάλαιο του εσωτερικού του μονολόγου. Συγκρότησε μέσα σε αυτό ένα σύμπαν από το οποίο δεν απομακρύνθηκε ποτέ, έναν χώρο σαν προέκταση του εαυτού του, για να απογυμνωθεί τελικά μέσα σε αυτό. «Άλλοι μιλάνε για τον εαυτό τους όταν μιλάνε για αφηρημένα πράγματα. Εγώ μιλάω για τους άλλους όταν μιλάω για τον εαυτό μου», έλεγε.
Αυτοί οι Κύβοι συγχωνεύουν τον μινιμαλιστικό κυβισμό με την εσωτερική αρχιτεκτονική και την αυτοβιογραφία, δείχνοντας πώς ο Σαμαράς συνέθεσε στοιχεία της αφαίρεσης με το προσωπικό, το ψυχολογικό και το οικιακό. Με τον εαυτό του να είναι ο προσωπικός του εμψυχωτής, ο προσωπικός του σκηνοθέτης, το προσωπικό του κοινό, το έργο παρουσιάζεται σε διαμόρφωση πλέγματος, που καθορίστηκε από τον ίδιο τον καλλιτέχνη όταν επισκέφθηκε την Dia Beacon.
Τα αντίστοιχα Trapezoids (Τραπεζοειδή) είναι κατασκευασμένα από οκτώ ακανόνιστες τετράπλευρες φόρμες με λοξές γωνίες, ελαφρώς ένθετες σε ομοιόμορφες σανίδες μασονίτη και καλυμμένες με το ίδιο γκρι laminate με πρόσθετο φινίρισμα λάτεξ. Ενώ οι επιφάνειές τους είναι μη αντανακλαστικές, εντούτοις ανταποκρίνονται στο φως και συμπληρώνουν τα πάνελ με τους καθρέφτες στην παρακείμενη γλυπτική εγκατάσταση.
Η πύλη που συνδέει το ιδιωτικό με το δημόσιο
Το Doorway, που σχεδιάστηκε το 1966 και υλοποιήθηκε για πρώτη φορά το 2007, προέκυψε από μια γενεαλογία των περιβαλλόντων του Σαμαρά, όπου εξάλειψε το χάσμα μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, ιδιωτικού και δημόσιου.
Πριν αρχίσει να το φτιάχνει, είχε ήδη αρχίσει να ενδιαφέρεται για τη χρήση κουτιών και άλλων κοινών μορφών ως βάση των γλυπτών του, πολλά από τα οποία επένδυσε με βγαλμένα, αυτοβιογραφικά υλικά, όπως νήματα, βελόνες και μαλλιά.
Η χρήση καθρεφτών σηματοδότησε μια περαιτέρω εξέλιξη στη γλυπτική του πρακτική. Διατηρώντας τον αυτοβιογραφικό του χαρακτήρα, το έργο φέρνει την εικόνα όχι μόνο του δημιουργού αλλά και όλων όσοι βλέπουν και βιώνουν ή κατοικούν το έργο. Ο Σαμαράς έφτασε στην ιδέα ενός κυριολεκτικά κατοπτρικού δωματίου γράφοντας ένα διήγημα το 1963, στο οποίο ο χαρακτήρας ζούσε σε ένα σπίτι με καθρέφτες.
Σε μια επιστολή του 1968 προς έναν επιμελητή, ο Σαμαράς εξηγούσε ότι οι καθρέφτες τον γοήτευαν από καιρό για το παιχνίδι τους, τις θρησκευτικές και ψυχολογικές τους προεκτάσεις και τη χρήση τους σε άλλα έργα τέχνης, σε παραμύθια, μύθους και σε παλάτια.
Το πρώτο δωμάτιο #1 του καλλιτέχνη (1964), μια ανανέωση του διαμερίσματός του στο Νιου Τζέρσεϊ μέσα στην Green Gallery στη Νέα Υόρκη, ακολούθησε το πρώτο περιβάλλον με καθρέφτη, το δωμάτιο #2, ένας κατοικήσιμος κύβος επιπλωμένος με ένα ανακλαστικό τραπέζι και μια καρέκλα στην Pace Gallery το 1966, την ίδια χρονιά που σχεδίασε το Doorway.
Ο Σαμαράς δημιούργησε το Doorway ως ένα ενσώματο περιβάλλον στο οποίο μπορεί κανείς να συμμετέχει τόσο ως υποκείμενο όσο και ως θεατής. Η δομή του πλαισιώνει έναν μικρότερο κύβο με καθρέφτη που προεξέχει από το κέντρο του, προσθέτοντας ένα άλλο επίπεδο παραμόρφωσης και ενισχύοντας το αποπροσανατολιστικό αποτέλεσμα τού να βλέπει κανείς την εικόνα του κατακερματισμένη και διασκορπισμένη.
Μέσα σε αυτή την τεράστια κρυσταλλική δομή που δεν έχει κορυφή, πυθμένα ή πλευρές, δημιουργείται η αίσθηση αιώρησης, η αίσθηση της κλειστοφοβίας ή ακροφοβίας, η αίσθηση πλαστότητας ή μοναξιάς, μια σύνθετη αίσθηση θαυμασμού, αισθησιασμού και απαισιοδοξίας ακόμα και απέναντι στην τέχνη.
«Αυτή η εστιασμένη παρουσίαση στο Dia Beacon προκαλεί υλικά και μεταφορικά το σώμα και τις εσωτερικές του λειτουργίες, διαστρέφοντας τις αναλυτικές γεωμετρίες του μινιμαλισμού με τις ακατάστατες πραγματικότητες της ταυτότητας και της εσωτερικότητας. Η στενή συνεργασία με τον Σαμαρά σε αυτή την εγκατάσταση αποκάλυψε σημαντικές αποχρώσεις στον ιδανικό προσανατολισμό των έργων του και είμαι ενθουσιασμένος που τα φέρνω όπως σκόπευε ο καλλιτέχνης στο κοινό μας στο Dia Beacon», δήλωσε ο επιμελητής Jordan Carter.
Όπως και με όλα τα έργα του, έτσι και εδώ ο Λουκάς Σαμαράς μάς άφησε ένα ανεπανάληπτο χρονικό που μας δείχνει πώς μπορούμε να δούμε κι εμείς, σε σχέση με τον χρόνο, τη φύση και την προσωπική ιστορία, κάτι αληθινά σαγηνευτικό, τη μεγάλη τέχνη.