Αν και όλοι μας έχουμε δει το χάλκινο κεφάλι του Έλληνα ιστορικού Νίκου Σβορώνου που βρίσκεται στο προαύλιο του Πολυτεχνείου, ελάχιστοι γνωρίζουμε ότι το φιλοτέχνησε και το δώρισε «προς τιμήν των θυμάτων» της εξέγερσης του 1973 ο σπουδαίος Έλληνας γλύπτης Μέμος Μακρής. Στη μικρή του αναγνωρισιμότητα έχει συντελέσει το γεγονός ότι ο γλύπτης δημιούργησε τη συντριπτική πλειονότητα των έργων του στην Ουγγαρία, όπου κατέφυγε το 1950, καταφέρνοντας, στη συνέχεια, να ασκήσει τεράστια επιρροή στην ουγγρική τέχνη.
Ο Μέμος Μακρής γεννήθηκε στην Πάτρα το 1913 και ξεκίνησε τις σπουδές του στην ΑΣΚΤ το 1934. Δάσκαλοί του ήταν ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης και ο Μιχάλης Τόμπρος, ωστόσο θα επηρεαστεί ιδιαίτερα από τον Θανάση Απάρτη, το εργαστήριο του οποίου παρακολούθησε κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ενώ παράλληλα συμμετείχε στην Αντίσταση. Μετά την Απελευθέρωση, το ΕΑΜ του αναθέτει να οργανώσει τον μορφωτικό τομέα και παρουσιάζει μία έκθεση με φωτογραφίες και σχέδια από την Κατοχή και την Αντίσταση.
Από τα χαρακτηριστικότερα γλυπτά του είναι η συγκλονιστική σύνθεση του Μαουτχάουζεν που δεσπόζει έξω από το ναζιστικό στρατόπεδο στη Αυστρία: μία σειρά από δεσμώτες με υψωμένες γροθιές.
Τον Δεκέμβριο του 1945 επιβιβάζεται μαζί με καλλιτέχνες και διανοούμενους στο Ματαρόα, καθώς, ως μέλος του ΚΚΕ, η ζωή του αντιμετώπιζε άμεσο κίνδυνο. Στο Παρίσι συνεχίζει την πολιτική του δράση στρατολογώντας Έλληνες φοιτητές για να πολεμήσουν με τον Δημοκρατικό Στρατό, ενώ παράλληλα συνεχίζει τις σπουδές του με δασκάλους τον Μαρσέλ Ζιμόν και τον Ανρί Λοράν (Henri Laurens). Γράφει στην Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ τον Απρίλιο του 1947: «Πάντως, δουλεύω όχι τόσο παραγωγικά όσο αποθηκεύοντας γνώσεις. Τα γαλλικά μου, που είναι πολύ καλύτερα, με βοηθάνε να παίρνω μέρος στη γενικότερη πνευματική κίνηση της Γαλλίας. Κάθε μέρα και κάτι καινούργιο ξανοίγεται μπροστά μου∙ όλα έχουν ένα καινούργιο ενδιαφέρον. Ο κυριότερος γλύπτης που βλέπω και που είναι πολύ καλός μαζί μου, πηγαίνω στο ατελιέ του τακτικά και καθόμαστε και αργά τα βράδια κουβεντιάζοντας και του πάω πότε-πότε δουλειά μου και βλέπει είναι ο Laurens. Είναι άνθρωπος απλός (τον έχεις δει άλλωστε) και δείχνει να μ' αγαπάει».
Το καλοκαίρι του 1950, στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου, οι γαλλικές Αρχές θα συλλάβουν και θα απελάσουν τον Μακρή λόγω της συμμετοχής του στο Συνέδριο της Ειρήνης και της γενικότερης πολιτικής του δράσης. Μαζί με τη σύζυγό του, τη Σερβογαλλίδα Ζιζή Σίρνιτς, θα καταφύγουν στην Ουγγαρία, που είναι η μοναδική χώρα που τους προσφέρει βίζα και άσυλο.
Η εγκατάστασή του στη Βουδαπέστη του δίνει τη δυνατότητα να δημιουργήσει μνημειακά έργα σε ανοιχτούς και κλειστούς χώρους, κυρίως από χαλκό, που ήταν το υλικό που προτιμούσε. Αρχικά ακολούθησε το δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, σύντομα όμως άρχισε να εκφράζει τις προσωπικές του ανησυχίες, όπως αυτές είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται την εποχή του Παρισιού, χωρίς ποτέ να ενδιαφερθεί για την αφηρημένη τέχνη.
Τα έργα του, που διακρίνονται για τον ανθρωποκεντρισμό τους, δημιούργησαν «σχολή» στην Ουγγαρία και τον καθιέρωσαν ως έναν από τους σημαντικότερους «Ούγγρους» γλύπτες του 20ού αιώνα. Από τα χαρακτηριστικότερα γλυπτά του είναι η συγκλονιστική σύνθεση του Μαουτχάουζεν που δεσπόζει έξω από το ναζιστικό στρατόπεδο στη Αυστρία: μία σειρά από δεσμώτες με υψωμένες γροθιές. Το 1964 του αφαιρείται η ελληνική ιθαγένεια και χωρίς ποτέ να ζητήσει ουγγρική υπηκοότητα την επανακτά το 1975, όταν πια η δημοκρατία στην Ελλάδα έχει αποκατασταθεί.
Το 1979 πραγματοποιείται μια μεγάλη αναδρομική έκθεση με έργα του στην Εθνική Πινακοθήκη και ο ίδιος θα πει συγκινημένος: «Από το 1975, που απόχτησα ξανά την ιθαγένειά μου, έρχομαι κάθε χρόνο στην Ελλάδα. Ωστόσο, τώρα νιώθω πως έρχομαι για πρώτη φορά, γιατί ήρθα με τα έργα μου μαζί. Πριν, είχα το αίσθημα του τουρίστα. Τώρα ήρθα με την "ταυτότητά μου" και να δούμε ποια εντύπωση θα κάνει αυτή η ταυτότητα...».
Καλλιτέχνης που στο προσωπικό του ύφος συγκέρασε την ελληνική του καταγωγή, τις εμπειρίες από την παραμονή του στο Παρίσι και τη Βουδαπέστη, καθώς και το ύφος των δασκάλων του, ο Μέμος Μακρής δούλεψε με χαλκό, μολύβι, πέτρα, μάρμαρο και τερακότα, έχοντας πάντα ως αφετηρία την ανθρώπινη μορφή. Στο τέλος της ζωής του δημιούργησε μια σειρά από κάκτους, το μοναδικό μη ανθρωπομορφικό θέμα στη μακρά του πορεία, εξακολουθώντας ωστόσο να εκφράζει ανθρώπινες καταστάσεις.
Γράφει ο Άγγελος Δεληβορριάς το 1992 στον κατάλογο που συνόδευε την παρουσίαση αυτών των έργων: «Δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία ότι οι κάκτοι του Μέμου Μακρή δεν είναι γεννήματα ανάπαυλας ή εκτονωτικές στιγμές κάποιου παροδικού παιχνιδιού, φανερώματα τυχαία και ασύνταχτα μέσα στη λογική συνέπεια της συνοχής που χαρακτηρίζει το σύνολο της δουλειάς του. Ότι δεν υποδηλώνουν μια μεταστροφή των ενδιαφερόντων του, των εντοπισμένων ως τώρα στην ευμετάβλητη δυναμική του έμψυχου κόσμου, ή μια τάση συνειδησιακής φυγής προς τη σιγουριά του άψυχου φυσικού περιβάλλοντος, αλλά τη συνειδητή συνέχιση του ίδιου πάντοτε αγώνα της έκφρασης, ο οποίος διεξάγεται με την ίδια πάντοτε ορμή της αντίστασης για την ύπαρξη και τη ζωή». Ο Μέμος Μακρής θα πεθάνει στις 26 Μαΐου 1993 σε ηλικία ογδόντα ετών, έχοντας ζήσει με συνέπεια απέναντι σε όσα πίστευε, καθώς, όπως έλεγε χαρακτηριστικά: «Η τέχνη οφείλει να συμβάλει στην υπεράσπιση των αξιών της ζωής».
σχόλια