ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ Μάτσης Χατζηλαζάρου προς τον Ανδρέα Εμπειρίκο (βλ. «Γράμματα από το Παρίσι στον Ανδρέα Εμπειρίκο 1946-1947», Άγρα 2013), δεν είναι πολλά – μόλις έξι. Ωστόσο, φτάνουν και περισσεύουν για να φωτιστεί η ποιότητα του ερωτικού δεσμού τους, η διάρκεια της πνευματικής τους σχέσης, οι ποιητικές τους συνομιλίες, το κλίμα μιας κρίσιμης εποχής.
Ως το 2013 είχαμε την εντύπωση ότι η επικοινωνία ανάμεσά τους είχε σταματήσει με τη διάλυση του γάμου τους, λίγο μετά την κατοχή. Ακόμα και ο επιμελητής του βιβλίου, Χρήστος Δανιήλ, φιλόλογος, πανεπιστημιακός και βιογράφος της πρώτης Ελληνίδας υπερρεαλίστριας, ήταν ανύποπτος για την ύπαρξη αυτών των γραμμάτων.
Στο αρχείο της Χατζηλαζάρου, στο Μουσείο Μπενάκη, ο ίδιος δεν είχε εντοπίσει άλλα ίχνη του Εμπειρίκου, πέρα από τις φωτογραφίες από το γαμήλιο ταξίδι τους και τη συστατική επιστολή που είχε δώσει ο Ανδρέας στη Μάτση για τις υποτροφίες του Γαλλικού Ινστιτούτου, οι οποίες έμελλε να γλιτώσουν από τη φρίκη του εμφυλίου δεκάδες φωτισμένα μυαλά.
Κάποια στιγμή εν τούτοις, ο γιος του ποιητή, Λεωνίδας Εμπειρίκος, πληροφόρησε τον Δανιήλ πως η πρώτη σύζυγος του πατέρα του, η Μάτση Χατζηλαζάρου, διατηρούσε επί μακρόν φιλικές σχέσεις και με τους δύο γονείς του, ενώ και στον ίδιο είχε μεγάλη αδυναμία· τη θυμόταν ιδιαίτερα τρυφερή.
Αμέσως μετά, ο Χρήστος Δανιήλ, μ' ένα «ανέλπιστο δώρο» στα χέρια του, τα αντίγραφα των παρισινών επιστολών προς επιμέλεια και δημοσίευση, βυθίστηκε ξανά στο αυθεντικό σύμπαν της Χατζηλαζάρου, με τον Λεωνίδα Εμπειρίκο να του εμπιστεύεται όλο και περισσότερο ανέκδοτο υλικό. Ώσπου το 2013, «το κέλυφος του παρελθόντος έσπασε» και το «γήπεδον» της αγάπης των δύο ποιητών απλώθηκε μπροστά μας «μ' όλα τα πετράδια του».
Ο Χρήστος Δανιήλ προσεγγίζει το θέμα με πολλή διακριτικότητα. Η αίσθηση που φαίνεται να έχει αποκομίσει είναι πως η Μάτση Χατζηλαζάρου εγκατέλειπε τους αγαπημένους της όταν τα πράγματα σοβάρευαν κι εκείνοι ήθελαν να κάνουν οικογένεια, επειδή η ίδια δεν μπορούσε να κάνει παιδιά.
«Αγαπητέ μου Ανδρέα, εφθάσαμε. Η ταλαιπωρία στα τραίνα τα ιταλικά δεν περιγράφεται - ας είναι! Από τον Τάραντο και πέρα, εγώ τουλάχιστον, εταξίδευα σαν μέσα σ' έναν εφιάλτη, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα ότι θα δω ποτέ το Παρίσι (...). Είμαι ακόμη τελείως σαστισμένη, ζω έναν καινούριο έρωτα με το Παρίσι, χωρίς να 'χω ακόμη προσαρμοστεί στον ρυθμό και στην ατμόσφαιρα του καινούριου εραστή (...). Δεν έχω μεταχειριστεί κανένα από τα γράμματα που μου 'δωσες, ούτε και των αλλωνών. Δεν έχω προς το παρόν θέση, μέσα μου, για καμμιά ανθρώπινη γνωριμία (...) Η Βιβίκα τι κάνει; Πώς θα 'θελα όλοι οι άνθρωποι που αγαπώ να ήσανε εδώ...»
Γραμμένη σ' επιστολόχαρτα του Hotel Lutecia, η πρώτη επιστολή της Μάτσης Χατζηλαζάρου αναφέρεται στο θρυλικό ταξίδι του «Ματαρόα» με τις απίστευτες κακουχίες, που έχει μόλις ολοκληρωθεί. Ανάμεσα στους συνταξιδιώτες, ο τότε σύζυγός της Ανδρέας Καμπάς, ο μετέπειτα σύντροφός της Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Κώστας Αξελός, η Μιμίκα Κρανάκη, ο Νίκος Σβορώνος, ο Μέμος Μακρής, ο Αριστομένης Προβελέγγιος, ο Κώστας Κουλεντιανός, ο Μάνος Ζαχαρίας και δεκάδες άλλοι.
Έκθαμβη μπροστά στην ομορφιά και την οργάνωση της γαλλικής πρωτεύουσας, η νεαρή ποιήτρια έχει αρχίσει πια να αντιλαμβάνεται τι έθελγε το «gougouchaki» της, όπως προσφωνεί χαϊδευτικά τον Εμπειρίκο, σ' αυτή τη χώρα όπου εκείνος μεταξύ 1927 και 1931 είχε κάνει ψυχανάλυση με τον Ρενέ Λαφόργκ.
Χάρη στην ψυχανάλυση, θυμίζουμε, είχαν γνωριστεί οι δυο τους. Ο Εμπειρίκος ασκούσε το επάγγελμα στην Αθήνα από το 1935, σ' αυτόν είχε καταφύγει η Μάτση με τους δύο ήδη αποτυχημένους γάμους, κι όπως θα έγραφε λίγο αργότερα ο ποιητής στο «Γήπεδον» (που δημοσιεύτηκε 30 χρόνια μετά, στα «Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία»), «το τραύμα σου το είχα επουλώσει και οι λέξεις που λέγαμε μας πλησιάσανε τόσο, που και η σιγή και το διάκενο των ημερών πριν γνωρισθούμε χαθήκαν ολοτελώς»...
«Αγαπητό μου gougouchaki», επανέρχεται η Χατζηλαζάρου στις 16/2/46, «γνώρισα τον Tzara και τσακωθήκαμε από την πρώτη στιγμή αγρίως. Εκείνος με είπε σχεδόν ταγματαλήτισσα και collaboratrice και εγώ τον είπα περίπου ηλίθιο και αφελή να πιστεύει κατά λέξη την προπαγάνδα του Κ.Κ. Στο τέλος, όταν κάπως καλμάραμε, μου λέει: "Έχω γνωρίσει έναν συμπαθέστατο Έλληνα, τον Εμπειρίκο". "Μάλιστα", του λέω, "πρώην άντρας μου". "Ah oui?", με ύφος λέει, "ε τότε, κυρία μου, ίσως να μην είστε και τόσο φριχτή" (...)».
Η Μάτση δεν κρύβει πόσο την τρομάζουν πολιτικές διενέξεις σαν την παραπάνω, με τον ρουμανικής καταγωγής Τριστάν Τζαρά, πρωτεργάτη του ντανταϊσμού.
«Βλέπω ότι όλοι είναι παθιασμένοι και εντεταγμένοι αριστεροί. Εμείς που δεν είμαστε, τι παρασταίνουμε μες στην εποχή μας; Τους Αλεξανδρινούς; Τους decadents; Όσο πάει η πολιτική μού γίνεται πιο αδιάφορη και μισητή, όλο βρωμιά και ψέματα και ανηθικότης. Αλλά φαίνεται ότι άμα έχεις πίστη δε θα ερευνάς. Σε λίγο όλοι οι καλλιτέχνες θα κάνουνε μια ορισμένη τέχνη, όπως άλλοτε όλοι κάνανε χριστιανική τέχνη. Ευτυχώς που εμείς είμαστε στο μεταίχμιο κι έτσι προφταίνω να είμαι με τους Αλεξανδρινούς. Νομίζω ότι αν γίνει κομμουνισμός σ' όλη την Ευρώπη, θα προτιμήσω να μπαρκάρω για την Αμερική. Μια ζωή είναι αυτή, θα κοιτάξω να τη ζήσω σύμφωνα με τον εαυτό μου. Δεν έχω δυστυχώς ταμπεραμέντο πιστού...»
Η Μάτση Χατζηλαζάρου είναι φουρκισμένη για έναν επιπλέον λόγο. «Αισθάνομαι πιασμένη στη φάκα, γιατί τώρα ξέρω ότι αν πρέπει να ζήσω όλη μου τη ζωή έξω από την Ελλάδα θα αισθάνουμαι πάντα εξόριστη. Τι τα θέλεις, εγώ είμαι Ρωμιά. Αλλά πάλι δεν αντέχω ν' αντιμετωπίσω πολιτικές φουρτούνες άλλες στον τόπο μου...» Όσο περνούν οι μέρες, πάντως, το «ρωμέικο» εξακολουθεί να της λείπει, αλλά «λιγότερο έντονα, λιγότερο υστερικά».
Στο επόμενο γράμμα αναφέρει στον Εμπειρίκο τη γνωριμία της με τον ανιψιό του Πικάσο, τον Ισπανό ζωγράφο Ξαβιέ Βιλατό, τον εραστή που θα διαδεχτεί τον Καμπά και με τον οποίο θα συζήσει ως το 1954, ενώ πλέκει και το εγκώμιο της νυν κυρίας Εμπειρίκου: «Η Βιβίκα μού έγραψε ένα γλυκύτατο γράμμα. Είσαι τυχερός - και αυτή συνδυάζει έναν κόσμο τετραδίου μικρού κοριτσιού με μια Μεσόγεια ωριμότητα και μια ρέμβη εις το βλέμμα όπως του Σηκουάνα. Βλέπω ότι αυτή η τελευταία φράση για το βλέμμα της Βιβίκας θα με βοηθήσει να τελειώσω το ποίημά μου για τον Σηκουάνα, που μέρες τώρα με παιδεύει».
Κάτι άλλο που δηλώνεται στο γράμμα της 16/2/46 είναι η περηφάνια της Μάτσης για το ότι της είναι αφιερωμένη η «Ενδοχώρα»: «Ας τη βλέπουνε οι νέοι την "Ενδοχώρα" και ας μάθουνε ότι αξίζει κανείς να γράφει μονάχα αν έχει αυτό το ποιητικό περίσσευμα που ξεχειλάει στο χαρτί...».
Υπάρχουν όμως και νύξεις για την ψυχική της «κακοκαιρία», μολονότι η ίδια εμφανίζεται καθησυχαστική: «Μην τρομάζεις με τα περί καημού», γράφει στον Εμπειρίκο. «Καθένας μας έχει κατά καιρούς απελπισίες. Ποιος ξέρει, αν δεν με παίδευε αυτό, σίγουρα θα 'χα κανέναν άλλον ψυχοφάγο. Νόστιμο αυτό με τον ψυχοφάγο, ε;»
Τι ακριβώς παιδεύει τη Χατζηλαζάρου; Στο «Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης», την παρθενική ποιητική της συλλογή, την πρώτη στη νεοελληνική γλώσσα, όπου μια γυναίκα συζητά τα του έρωτα και της ζωής χωρίς ενοχές, μ' εντυπωσιακή αμεσότητα κι ελευθερία, η Μάτση φωνάζει: «Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης».
Απ' ό,τι φαίνεται, όμως, σιγά σιγά η βεβαιότητα της τεκνοποιίας ακυρώνεται μέσα της. Στο «Ετούτος είναι ο τόπος της ζωγραφικής», που συνθέτει το '46 στο Παρίσι, εκτός από τα ζητήματα της σχέσης της με την Ελλάδα και το νέο τόπο που γνωρίζει, διαβάζει κανείς και τα εξής: «Μα εμένα με κυνηγάει ο τόπος μου/ εμένα που δεν ξέρω ν' αγκαλιάσω/ με κυνηγάει το παιδί/ εκείνο που θα 'πρεπε να 'χω γεννήσει...».
Ο Χρήστος Δανιήλ προσεγγίζει το θέμα με πολλή διακριτικότητα. Η αίσθηση που φαίνεται να έχει αποκομίσει είναι πως η Μάτση Χατζηλαζάρου εγκατέλειπε τους αγαπημένους της όταν τα πράγματα σοβάρευαν κι εκείνοι ήθελαν να κάνουν οικογένεια, επειδή η ίδια δεν μπορούσε να κάνει παιδιά.
Όλοι οι σύντροφοί της έκαναν στη συνέχεια οικογένειες. Κι απ' τη μεριά της διατηρούσε μ' όλους καλές σχέσεις, και με τις γυναίκες και με τα παιδιά τους. Να λοιπόν που η στερεότυπη εικόνα της ελευθεριάζουσας Μάτσης των πολλών, επώνυμων εραστών ανατρέπεται. «Ήταν ελευθεριάζουσα, αλλά για λόγους πιο βαθείς».