Είναι σχεδόν ανακουφιστικό –και σίγουρα τρομερά προνομιακό– το να επισκέπτεσαι τη Νέα Υόρκη για κάποιο συγκεκριμένο λόγο και με πρόγραμμα που σε μεγάλο βαθμό έχει προαποφασιστεί για σένα. Οι αντιφάσεις και οι επιλογές που παρέχει αυτή η πόλη είναι τόσο πολλές και τόσο αγχωτικά πιεστική η ανάγκη να τα προλάβεις όλα μέσα σε εικοσιτετράωρα που ποτέ δεν αρκούν, που όταν γνωρίζεις a priori για ποιον λόγο έχεις βρεθεί εκεί, χαλαρώνεις, κάνεις πιο εύκολα τα «γεμίσματα» στον χρόνο σου και απολαμβάνεις περισσότερο τις διαφορετικές όψεις της.
Έτσι, τουλάχιστον, ένιωσα εγώ κατά τη διάρκεια της προηγούμενης εβδομάδας ως μέλος της δημοσιογραφικής αποστολής που διοργάνωσε το Ίδρυμα Ωνάση με αφορμή το Φεστιβάλ Καβάφη που σάρωσε τη Νέα Υόρκη για δέκα μέρες. Η διοργάνωση προετοιμαζόταν για πάνω από δύο χρόνια σε μια πόλη όπου τα logistics για το στήσιμο ενός τέτοιου γιγαντιαίου εγχειρήματος είναι δύσκολα, με πολλές και τόσο διαφορετικές μεταξύ τους δράσεις να συγκλίνουν σε ένα στοιχείο: στο μεγαλείο και τη διαχρονικότητα του έργου του Κ.Π. Καβάφη.
Το ανεπίσημο αθηναϊκό kick-off του φεστιβάλ έγινε λίγες μέρες προτού προσγειωθούμε στο Nιούαρκ, όταν ο πρόεδρος του Ιδρύματος Ωνάση, Αντώνης Παπαδημητρίου, και η διευθύντρια Πολιτισμού Αφροδίτη Παναγιωτάκου καλωσόρισαν εμάς, τους επτά δημοσιογράφους της αποστολής, στην Ωνάσειο Βιβλιοθήκη που φιλοξενεί το αρχείο Καβάφη.
Αφού ξεναγηθήκαμε στο μεγαλοπρεπές νεοκλασικό της λεωφόρου Αμαλίας, παρουσία της εκτελεστικής διευθύντριας και διευθύντριας Παιδείας του Ιδρύματος Ωνάση, Έφης Τσιότσιου, η συντονίστρια Επικοινωνίας & Δράσεων Αρχείου Καβάφη, Μαριάννα Χριστοφή, μας μίλησε για το αρχείο που πέρασε στη διαχείριση του ιδρύματος το 2012, εξασφαλίζοντας έτσι την παραμονή του στην Ελλάδα, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο του κατακερματισμού του.
Έκτοτε ξεκίνησε το τιτάνιο έργο της ψηφιοποίησής του, με αποτέλεσμα να είναι πλέον διαθέσιμο στο σύνολό του στο διαδίκτυο, προσβάσιμο σε μελετητές και αναγνώστες από όλο τον κόσμο.
Η αναφορά της Robin Coste Lewis στους μαύρους queer φίλους της, που στον Σαν Φρανσίσκο των ’80s αποδεκατίζονταν από το AIDS, αλλά τα ποιήματα του Καβάφη, που συνήθως βρίσκονταν «στα πάνω ράφια της ντουλάπας τους», τους έδιναν ελπίδα, ήταν η πιο συγκινητική στιγμή του συμποσίου που περιλάμβανε ενότητες σχετικές με την ιστορικοπολιτική διάσταση της καβαφικής ποίησης, τις μεταφραστικές απόπειρες και, βέβαια, την κατηγορία των ερωτικών ποιημάτων του.
Τι μπορεί να περιλαμβάνει όμως ένα φεστιβάλ στη Νέα Υόρκη αφιερωμένο στον Καβάφη, που μάλιστα ξεκινούσε συμβολικά στις 29 Απριλίου, ημερομηνία γέννησης και θανάτου του ποιητή; Κορυφαίοι διανοητές απ’ όλο τον κόσμο θα μπορούσαν να επιδοθούν σε συμπόσια, αναγνώσεις και αναλύσεις, αν η προσέγγιση ήταν πιο ακαδημαϊκή.
Όμως εδώ η δημιουργική οδηγία της Αφροδίτης Παναγιωτάκου ήταν εξαρχής ξεκάθαρη: η ιδέα ήταν να δοθεί χρόνος και χώρος σε σύγχρονους καλλιτέχνες διαφορετικών καταβολών να εμπνευστούν και να παρουσιάσουν σε διαφορετικά σημεία της Νέας Υόρκης νέα έργα που να συνομιλούν με την ποίηση και τη ζωή του Καβάφη.
Μουσική, street art, περφόρμανς, σινεμά, video art, ψηφιακές εγκαταστάσεις και βέβαια ποίηση, παλιά και νέα, κατάφεραν να μπουν κάτω από την ομπρέλα αυτής της ιδέας σε ένα αναπάντεχο ταίριασμα με το σήμερα και όσα αντιπροσωπεύει η πόλη και η καλλιτεχνική της σκηνή – μια ιδέα που, σημειωτέον, θα ήταν εκ των πραγμάτων δύσκολα υλοποιήσιμη χωρίς να έχει προηγηθεί η ψηφιοποίηση και η δωρεάν διαδικτυακή διάθεση του αρχείου.
Δυο ανάσες μόλις από την Times Square, στην καρδιά του Midtown, στην Πέμπτη Λεωφόρο, ανάμεσα στους 51 και 52 δρόμους, ο Olympic Tower που δημιούργησε ο Αριστοτέλης Ωνάσης στα ’70s στεγάζει το νεοϋορκέζικο παράρτημα του Ιδρύματος Ωνάση καθώς και το νεοσύστατο ONX, τον accelerator καινοτομίας που εγκαινιάστηκε το 2020, ένα hub όπου εξελίσσεται πραγματικά το μέλλον της (ψηφιακής) τέχνης και όπου έγινε η πρώτη στάση στην περιήγησή μας στις δράσεις του φεστιβάλ.
Μπορεί συχνά να φαίνεται δύσκολο να κατανοήσεις –πόσο μάλλον να γράψεις– τη σχέση της τεχνολογίας με την τέχνη, ακριβώς επειδή καλείσαι, εκτός από το να νιώσεις, να καταλάβεις όχι μόνο τι είναι αυτό που βλέπεις αλλά και πώς προκύπτει και σε τι εξυπηρετεί. Όμως, ειλικρινά, η επίσκεψή μου στο ONX μου επιβεβαίωσε πως το μέλλον της ψηφιακής τέχνης προβλέπεται συναρπαστικό, με τρόπους που δεν μπορούμε καν να συλλάβουμε.
Τα δύο έργα που είδαμε στο υπόγειο του πύργου, στους χώρους του ONX, και εντάσσονται στο φεστιβάλ ήταν η βιντεο-εγκατάσταση «Ekphrasis» των Mark da Costa και Matthew Niederhauser, που χρησιμοποίησε εργαλεία machine learning και αποτελέσματα από μηχανές αναζήτησης για να κατασκευάσει κινούμενες εικόνες με βάση μερικά από τα πιο γνωστά ποιήματα το Καβάφη, όπως η «Ιθάκη» και το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον»· αυτό ήταν το πρώτο «χτύπημα» σχετικό με την «αισθητική της μηχανής» και τον τρόπο που ο αλγόριθμος αντιλαμβάνεται –περισσότερο ή λιγότερο κυριολεκτικά, συχνά ως μια συλλογική φαντασίωση του μέσου όρου, ανάλογα με τα εργαλεία που θα του δώσεις– την ποίηση, τον ρυθμό, τις εικόνες, τα νοήματα.
Παραδίπλα, το έξυπνο διαδραστικό παιχνίδι «Walls» του Ali Santana προσωπικά με ενθουσίασε. Μέσα από μια διαδικασία που θύμιζε το επιτραπέζιο Twister και συνδύαζε ήχο και video projection, ο συμπαθής εικαστικός από το Μπρούκλιν νοηματοδότησε με έναν δικό του τρόπο τα «Tείχη», ξεκινώντας από την προσωπική ελευθερία και την ανάγκη για έκφραση και καταλήγοντας στην απομόνωση εν καιρώ πανδημίας, στο σαρωτικό gentrification που συντελείται αυτήν τη στιγμή στη γενέτειρά του αλλά και στο συμπέρασμα πως τα τείχη σπάνε μόνο με συνεργασία.
Έχοντας παραδεχτεί ότι δεν γνώριζε από πριν τον Αλεξανδρινό ποιητή, σε ερώτησή μου για τις πρώτες σκέψεις του όταν γκούγκλαρε για το έργο του, μου έκανε μια σύνδεση με τον ράπερ Elucid, η φωνή του οποίου ακούγεται στην εγκατάσταση·‒ ιδανική αρχή και πρώτη μεγάλη απόδειξη για τη διαχρονικότητα και τις αναπάντεχες ατραπούς στις οποίες μπορούν να οδηγήσουν σήμερα οι στίχοι του Καβάφη.
Το ίδιο βράδυ, εν μέσω συνεχούς βροχόπτωσης, περάσαμε απέναντι, στο Μπρούκλιν, και βρεθήκαμε στο National Sawdust του Γουίλιαμσμπεργκ, μια ανεξάρτητη κοιτίδα πολιτισμού που εστιάζει στις σύγχρονες μουσικές και ηχητικές αναζητήσεις και αναδείχθηκε πολύτιμος αρωγός του φεστιβάλ, καθώς curator του ήταν η συνιδρύτριά του και συνθέτρια Paola Prestini. Εκεί είδαμε κάποιες από τις πιο ενδιαφέρουσες δράσεις του φεστιβάλ, αρχής γενομένης από την αξέχαστη «Constantinopoliad» της Sister Sylvester, μιας περφόρμερ και new media artist που μας επιφύλαξε μια πραγματικά καινοτόμα προσέγγιση στο καβαφικό έργο.
Στον εντυπωσιακό συναυλιακό χώρο του κτιρίου ο φωτισμός ήταν υποβλητικός, είχαν στηθεί τραπεζάκια με τέσσερις θέσεις το καθένα και πάνω τους βρίσκονταν κάποια αινιγματικά βιβλία που αρχίσαμε να περιεργαζόμαστε με περιέργεια. Αυτό που ακολούθησε δύσκολα περιγράφεται ή κατατάσσεται, καθώς ήταν μία ώρα που περιλάμβανε μουσική, ηχητικό σχεδιασμό, περφόρμανς, ανάγνωση, σκίτσο, βιντεο-προβολή και τραγούδι – ο ορισμός της mixed media καλλιτεχνικής προσέγγισης.
Με την καθοδήγηση της Sister Sylvester και της Αιγύπτιας μουσικού Nadah El Shazly ξεφυλλίζαμε ανά ζευγάρια το παράξενο βιβλίο που περιλάμβανε έξι ενότητες από τη ζωή του Καβάφη, από τα ημερολόγια της εφηβείας ως την ωριμότητά του, ένα λαβυρινθώδες θαύμα χειροποίητης βιβλιοδεσίας γεμάτο κρυφά μηνύματα, σύγχρονα σχόλια που εκτείνονταν μέχρι τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, αναδιπλούμενες σελίδες και υπέροχα σκίτσα από την queer εικονογράφο efrîn nowar.
Η αφήγηση συνοδευόταν από εικαστικές λεπτομέρειες που προβάλλονταν σε video walls, ντυνόταν με μουσική σύγχρονη της Αιγύπτου των αρχών του προηγούμενου αιώνα και ολοκληρώθηκε με ένα ανατριχιαστικό live από την El Shazly. Μια ώρα απόκοσμου, συνωμοτικού, λοξού, queer καλλιτεχνικού οργασμού.
Είχαν προηγηθεί, λίγη ώρα νωρίτερα, το καλωσόρισμα της Αφροδίτης Παναγιωτάκου, της Paola Prestini και της Karen Brooks Hopkins, εκτελεστικής παραγωγού του φεστιβάλ και senior advisor του Onassis Foundation USA, καθώς και τα επίσημα αποκαλυπτήρια του πολύχρωμου, ανοιχτού σε αναγνώσεις mural «Lit» που φιλοτέχνησαν οι Nick Cave και Bob Faust στην πρόσοψη του κτιρίου, χρησιμοποιώντας ως οδηγό τους τον στίχο «Later, in a more perfect society, someone else made just like me is certain to appear and act freely» («Κατόπι — στην τελειοτέρα κοινωνία — / κανένας άλλος καμωμένος σαν εμένα / βέβαια θα φανεί κι ελεύθερα θα κάμει», από το ποίημα «Κρυμμένα»).
Η ανάθεση αυτή ταίριαξε με τα χαρακτηριστικά κοκκινωπά μπρουκλινέζικα τούβλα του κτιρίου, σε μια περιοχή της Νέας Υόρκης όπου μέχρι πριν από μερικά χρόνια οργίαζαν καλλιτεχνικές κολεκτίβες, μικρές γκαλερί και χώροι σύγχρονης τέχνης, αλλά πλέον βιώνει ένα ραγδαίο gentrification και, όπως υποστηρίζουν παλιοί και νέοι κάτοικοι και επισκέπτες, χάνει σταδιακά τον αβανγκάρντ χαρακτήρα της.
Στον ίδιο χώρο, του National Sawdust, ξαναβρεθήκαμε την τελευταία βραδιά της αποστολής γι’ αυτό που έμελλε να αποδειχθεί άλλο ένα αδιαφιλονίκητο highlight του φεστιβάλ: η πολυβραβευμένη ποιήτρια Robin Coste Lewis, η πρώτη Αφροαμερικανίδα της οποίας το ντεμπούτο «Voyage of the sable Venus and other poems» τιμήθηκε με το National Book Award of Poetry, στίχος της οποίας έδωσε τον τίτλο του φεστιβάλ («Archive of Desire» - Αρχείο του Πόθου), είχε ετοιμάσει μια δική της, πανούργα προσέγγιση, απαγγέλλοντας σε τέσσερα μέρη ένα νέο, δικό της έργο που περιλάμβανε καβαφικούς στίχους, απεύθυνση στον ποιητή, σελίδες που εμπνέονταν από τη ζωή και τα ημερολόγιά του και ένα άλλο κομμάτι που αντλούσε υλικό από άλλους ποιητές.
Η προσεκτική παρακολούθηση του ειρμού της περφόρμανς της και οι συνακόλουθες υποδηλώσεις μπορεί να ήταν ομολογουμένως hard task, αλλά η ίδια η περσόνα της, η αισθαντική φωνή και ο ρυθμός της, και βέβαια η μουσική που έπαιζαν live ο Vijay Iyer (πιάνο) και ο Jeffrey Zeigler (τσέλο), δύο σολίστ που, όπως αντιληφθήκαμε, δεν διέθεταν συγκεκριμένη παρτιτούρα αλλά κινήθηκαν μεταξύ μιας αρχικής κατευθυντήριας γραμμής και ενός αυτοσχεδιασμού που υπαγορευόταν από τα γκάζια και τα ξεσπάσματα της φωνής της Lewis και τη γενικότερη ατμόσφαιρα, έδωσαν ένα μαγικό αποτέλεσμα.
Η εισήγηση της Lewis ήταν, κατά τη γνώμη μου, η κορυφαία στιγμή του συμποσίου «Days of 2023» που είχε προηγηθεί σε χώρο του Columbia, σε διοργάνωση του καθηγητή του Τμήματος Ελληνικών Σπουδών του πανεπιστημίου Στάθη Γουργουρή και της καθηγήτριας του Princeton, Karen Emmerich.
Η αναφορά της Lewis στους μαύρους queer φίλους της, που στον Σαν Φρανσίσκο των ’80s αποδεκατίζονταν από το AIDS, αλλά τα ποιήματα του Καβάφη, που συνήθως βρίσκονταν «στα πάνω ράφια της ντουλάπας τους», τους έδιναν ελπίδα, ήταν η πιο συγκινητική στιγμή του συμποσίου που περιλάμβανε ενότητες σχετικές με την ιστορικοπολιτική διάσταση της καβαφικής ποίησης, τις μεταφραστικές απόπειρες και, βέβαια, την κατηγορία των ερωτικών ποιημάτων του.
Οι ριζοσπαστικές queer προσεγγίσεις νέων δημιουργών στον Καβάφη ήταν σίγουρα ένας κεντρικός πυρήνας και το πιο ενδιαφέρον, για μένα, κομμάτι του φεστιβάλ, γι’ αυτό και θα επανέλθω σε αυτό με ξεχωριστό άρθρο.
Ήταν κάτι που αντιλήφθηκα ήδη από τη δεύτερη μέρα, κατά τη διάρκεια του Cavafy Marathon στη St. Mark’s Church στο Ιστ Βίλατζ, όπου νεαροί, ως επί το πλείστον, εκπρόσωποι ενός μεγάλου φάσματος της σύγχρονης queer καλλιτεχνικής κοινότητας της Νέας Υόρκης έμπλεξαν στίχους καβαφικούς με δικούς τους ή παρουσίασαν μουσικές εμπνευσμένες από τον Αλεξανδρινό ποιητή.
Με περισσότερο και λιγότερο ενδιαφέρουσες προτάσεις, κάποιες λυρικές και κάποιες vulgar, ο τρίωρος μαραθώνιος συγκαταλέγεται στις πιο ιδιοσυγκρασιακές στιγμές του φεστιβάλ, όπως και η συναυλία που συμπλήρωσε το συμπόσιο και δόθηκε στο Miller Theater του Columbia.
Μεγαλειώδης ήταν, ωστόσο, και η βραδιά «Waiting for the Barbarians» στην παρακείμενη στον Olympic Tower, St. Thomas Church της Πέμπτης Λεωφόρου, που περιλάμβανε δύο από τα βαριά πυροβολικά του φεστιβάλ: ο Rufus Wainwright, άμεσος και εκφραστικός όπως πάντα, ερμήνευσε το νέο του κομμάτι «Chandelier», ανοίγοντας τη συναυλία, ενώ η Laurie Anderson επιβεβαίωσε τον θρύλο που συνοδεύει το όνομά της με μια ηλεκτρονική σύνθεση και spoken απόδοση του «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» και της «Ιθάκης» με τη ζεστή φωνή της – πού να φανταζόμασταν ότι οι πιο γνωστοί στίχοι του Καβάφη θα μπορούσαν, στην αγγλική τους μετάφραση, να αποτελέσουν ιδανικό υλικό για μπάσο και synths.
Στο μεταξύ, ο Πέτρος Κλαμπάνης είχε επίσης μια αξιομνημόνευτη παρουσία, μαζί με τη Helga Davis, καθώς ερμήνευσαν σε παράλληλη ελληνική και αγγλική βερσιόν στίχους από το «Επέστρεφε» και τους «Βαρβάρους», μαζί με το πρωτότυπο έργο τους «Cavafy Ghost» για άρπα, κοντραμπάσο και τις φωνές της Brooklyn Youth Chorus.
Οι «Βάρβαροι» ήταν μάλλον το πιο δημοφιλές ποίημα όλης της διοργάνωσης, αυτό που επιλέχθηκε από πολλούς δημιουργούς, το πιο ανοιχτό σε αναγνώσεις, το πιο πρόσφορο για έμπνευση. Για μένα, η κορυφαία του προσέγγιση έγινε στο ομώνυμο βίντεο όπου ένας εκπληκτικός Taylor Mac, αυτός ο αεικίνητος, queer πολυκαλλιτέχνης, απλώς το απήγγειλε μπροστά σε ένα δικάμερο, καθιστός, με το πρόσωπό του και τη φωνή του να παίρνουν χίλιες διαφορετικές εκφράσεις μέσα σε λίγα λεπτά, ξεδιπλώνοντας τις drag καταβολές του. Αυτό το «… solution», ως κατακλείδα, ακόμα αντηχεί στα αυτιά μου.
Το ταινιάκι αυτό, σε σκηνοθεσία της Elena Park, ήταν κομμάτι του «Visual Cavafy», ενός συνόλου έξι ταινιών μικρού μήκους που έκαναν πρεμιέρα στο screening room του New Museum, όπου βρεθήκαμε λίγες ώρες προτού πάρουμε την πτήση της επιστροφής.
Το πρότζεκτ αυτό συμπεριλάμβανε και μια μάλλον αδιάφορη αφαιρετική οπτική δημιουργία, με τη φωνή της Τζούλιαν Μουρ να απαγγέλλει τις αγγλικές μεταφράσεις των «Μακριά» και «Θάλασσα του πρωιού», μια καίρια ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση στα «Τείχη» από τον Χρήστο Σαρρή, εστιασμένη στους τροφίμους του καταστήματος κράτησης της Νιγρίτας Σερρών, και, τέλος, τη νέα δημιουργία της βραβευμένης εικαστικού και σκηνοθέτιδας Εύης Καλογηροπούλου με τίτλο «Alexandria».
Αυτή η τελευταία μας εμπειρία έκλεισε με τον ιδανικότερο δυνατό τρόπο μια εβδομάδα γεμάτη ιδέες και ερεθίσματα, ταξιδεύοντάς μας στη σημερινή μεγαλούπολη της Αιγύπτου, στην κοσμοπολίτικη promenade όπου περπατούσε ο ποιητής, με τη διακριτή πλέον προσέγγιση της Καλογηροπούλου στο αστικό τοπίο και το φολκλόρ στοιχείο.
Με τη φωνή του Νέγρου του Μοριά να ραπάρει πάνω στο «Πρώτο Σκαλί» και της Λένας Κιτσοπούλου να απαγγέλλει το «Επέστρεφε», με street dance, λαϊκά αγόρια, χρώματα και κάδρα που φέρνουν στο μυαλό Γουές Άντερσον, με μια αποπνικτικά ζεστή σέπια που απέδωσε μοναδικά τις αγκυλώσεις της σύγχρονης αιγυπτιακής κοινωνίας σε λίγα μόλις λεπτά, η «Alexandria» είναι μια εξαιρετική ταινία μικρού μήκους από μια καλλιτέχνιδα που εξελίσσεται διαρκώς.
Το Αρχείο Καβάφη έχει ψηφιοποιηθεί και είναι ελεύθερα διαθέσιμο στο https://cavafy.onassis.org/.
Το Ίδρυμα Ωνάση θα ενεργοποιήσει το φθινόπωρο του 2023 νέους χώρους προβολής του έργου του ποιητή στην Αθήνα και στην Αλεξάνδρεια, που θα «συνομιλούν», καθώς θα αλληλοτροφοδοτούνται με περιεχόμενο και δράσεις: Στην οδό Φρυνίχου 16 θα στεγαστεί το αρχείο και η βιβλιοθήκη του, καθώς και η συλλογή με προσωπικά αντικείμενα του ποιητή και έργα τέχνης. Στην Αλεξάνδρεια το ίδρυμα ανακαινίζει την οικία Καβάφη.