Ο Ντιέγκο Ριβέρα, ο σημαντικότερος τοιχογράφος του Μεξικού και ένας μεγάλος καλλιτέχνης του 20ού αιώνα, διατύπωσε μια επαναστατική αντίληψη για την Αμερική όταν εμπνεύστηκε το μνημειώδες έργο «Ο γάμος της καλλιτεχνικής έκφρασης του Βορρά και του Νότου σε αυτή την ήπειρο», μια τοιχογραφία μήκους 74 και ύψους 22 μέτρων που ζωγράφισε, ζωντανά μπροστά σε κοινό, για τη Διεθνή Έκθεση Golden Gate του Σαν Φρανσίσκο το 1940.
Γνωστή και ως «Παναμερικανική Ενότητα», η τοιχογραφία απεικονίζει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Αμερικής μέσα από ήρωες όπως ο Σιμόν Μπολιβάρ, ο Σάμιουελ Μορς και η ηθοποιός Πολέτ Γκόνταρ, και ήταν η ευκαιρία να διακηρύξει ο Ριβέρα την αντίληψή του για την ένωση της γενέτειράς του και των ΗΠΑ.
Κατά τη διάρκεια επτά μηνών, ο ίδιος και μια ομάδα βοηθών γέμισαν τα δέκα τσιμεντένια πάνελ με χαλύβδινο σκελετό με εικόνες από τις πυραμίδες των Αζτέκων και εικόνες φιλοσόφων, του Τόμας Έντισον και του Χένρι Φορντ και εργατών που μοχθούν σε εργοστάσια, ορυχεία και χωράφια. Αυτά τα σύμβολα της ιστορίας, της πολιτικής και της εργασίας και από τις δύο πλευρές των συνόρων ΗΠΑ - Μεξικού ενσάρκωναν το όραμα του Ριβέρα για την Αμερική, που ξεχωρίζει από την Ευρώπη μέσα από την κοινή ιστορία του πολιτισμού των ιθαγενών και του επακόλουθου αποικισμού. Η Αμερική του Ντιέγκο Ριβέρα προσκαλεί το κοινό να προβληματιστεί σχετικά με τις κοινές ιστορίες και προκλήσεις που μας συνδέουν, πέρα από τα πολιτικά σύνορα.
Ο Ντιέγκο Ριβέρα έφτασε για πρώτη φορά στο Σαν Φρανσίσκο το 1930, έναν χρόνο μετά τον γάμο του με τη Φρίντα Κάλο. Είχε αναλάβει να ζωγραφίσει τοιχογραφίες στο Luncheon Club του Χρηματιστηρίου του Σαν Φρανσίσκο και στη Σχολή Καλών Τεχνών της Καλιφόρνιας [το σημερινό Ινστιτούτο Τέχνης του Σαν Φρανσίσκο]. Μέσω του έργου τους, ο Ριβέρα και η σύζυγός του Φρίντα Κάλο συνδέθηκαν βαθιά με τις τοπικές προσωπικότητες του πολιτισμού. Το Σαν Φρανσίσκο ήταν επίσης το μέρος όπου ο Ριβέρα και η Κάλο ξαναπαντρεύτηκαν το 1940, μετά το σύντομο διαζύγιό τους. Στην έκθεση θα παρουσιαστούν πορτρέτα του μεγάλου κύκλου των φίλων τους στο Σαν Φρανσίσκο, και τρεις σημαντικοί πίνακες της Φρίντας Κάλο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο Σαν Φρανσίσκο, Ριβέρα και Κάλο έδειξαν τη δουλειά τους στην Έκτη Ετήσια Έκθεση της Εταιρείας Καλλιτεχνών του Σαν Φρανσίσκο.
Δυο χρόνια αργότερα, το 1932, μετακόμισαν στο Ντιτρόιτ, στην καρδιά της Μεγάλης Ύφεσης, για να ζωγραφίσει ο Ριβέρα τις περίφημες τοιχογραφίες που απεικονίζουν σε 27 πάνελ τη βιομηχανία Ford Motor Company, οι οποίες θεωρούνται από τα πιο επιτυχημένα έργα του.
Το έργο του άσκησε βαθιά επιρροή στους καλλιτέχνες και τους τοιχογράφους σε όλη την Bay Area. Ίσως μια από τις μεγαλύτερες παρακαταθήκες του ήταν η επίδρασή του στην αντίληψη της Αμερικής για τη δημόσια τέχνη. Απεικονίζοντας σκηνές της αμερικανικής ζωής σε δημόσια κτίρια, ο Ριβέρα έδωσε την πρώτη έμπνευση για το πρόγραμμα WPA του Φραγκλίνου Ρούσβελτ. Από τους εκατοντάδες Αμερικανούς καλλιτέχνες που θα έβρισκαν δουλειά μέσω του WPA, πολλοί συνέχισαν να ασχολούνται με τις πολιτικές ανησυχίες που για πρώτη φορά είχε παρουσιάσει δημόσια ο Ριβέρα. Τόσο το πρωτότυπο ζωγραφικό του στυλ όσο και η δύναμη των ιδεών του παραμένουν σημαντικές επιρροές στην αμερικανική ζωγραφική.
Στο έργο αναγνωρίζονται η γυναίκα του, Φρίντα Κάλο, η σταρ του Χόλιγουντ Πολέτ Γκοντάρ, ο Στάλιν, ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι ως δικτάτορες της Ευρώπης, η ολυμπιονίκης καταδύτρια Χέλεν Κτλένκοβιτς, ο Έντισον και ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Χένρι Φορντ, το Αλκατράζ και τοποθεσίες του Σαν Φρανσίσκο, Μεξικανοί τεχνίτες και Αμερικανοί βιομήχανοι, ο Λίνκολν και ο Τζέφερσον, χειροτέχνες και αρχιτέκτονες, φίδια των Αζτέκων, ιερά σύμβολα και δεκάδες άλλες προσωπικότητες που συνέβαλαν στην ανάπτυξη της ηπείρου.
Το έργο «Δημιουργία» (1922-23), είναι η πρώτη παραγγελία στον Ριβέρα από την κυβέρνηση του Μεξικού μετά την επανάσταση. Ο καλλιτέχνης πίστευε ότι η τέχνη θα μπορούσε να βοηθήσει στη διαμόρφωση μιας νέας, περιεκτικής εθνικής ταυτότητας. Απεικονίζει τον Αδάμ και την Εύα, τις μούσες και τις κλασικές αρετές συγκεντρωμένες κάτω από ένα ουράνιο σύμβολο. Ωστόσο, θεωρήθηκε αποτυχημένο έργο γιατί βασίστηκε στις βυζαντινές, αναγεννησιακές και άλλες αισθητικές παραδόσεις που ο Ριβέρα είχε μάθει ζώντας στην Ευρώπη και όχι στον ντόπιο πολιτισμό που στόχευε να εξυψώσει.
Παίρνοντας το μάθημά του, ο Ριβέρα επινόησε το στυλ που τον έκανε διάσημο. Χρησιμοποιώντας απλουστευμένες μορφές, με στρογγυλεμένα σχήματα που μερικές φορές περιορίζονται σχεδόν σε περιγράμματα, και επιλέγοντας συχνά γήινα χρώματα, απεικόνιζε την καθημερινή ζωή, την εργασία, τις γιορτές και τις τελετουργίες των ιθαγενών και των μεστίζο με έργα απλά και ευαίσθητα. Σε πιο περίπλοκα έργα, όπως η «Αγορά» (1923-24), μια τοιχογραφία στην Πόλη του Μεξικού που σφύζει από πωλητές, αγοραστές και θεατές, ανακάλεσε την κυβιστική του περίοδο στο Παρίσι, ενώνοντας ελαφρώς διαφορετικές οπτικές γωνίες σε μια ενιαία εικόνα. Τότε κατοχύρωσε το ενδιαφέρον του για την αλληγορία, τη λαϊκή κουλτούρα, την οικογένεια, την εργασία και την προλεταριακή επανάσταση, θέματα που θα αποτελέσουν το επίκεντρο των διάσημων τοιχογραφιών του στο Σαν Φρανσίσκο, το Ντιτρόιτ και τη Νέα Υόρκη στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και που θα αντηχούν στους πίνακες και τα σχέδιά του μέχρι τη δεκαετία του 1940.
Οι τοιχογραφίες του Ριβέρα θεωρούνται οι πιο ριζοσπαστικές συνθέσεις του. Είναι ένας καλλιτέχνης ακτιβιστής που χρησιμοποιεί τη δημόσια τέχνη για να εκθέσει τις πολιτικές κρίσεις και τις ηθικές αποτυχίες της εποχής του. Οι τοιχογραφίες του, αρνούμενες εντελώς την αναγεννησιακή προοπτική, εξετάζουν την ιστορία και τον πολιτισμό από διαφορετικές οπτικές γωνίες σε διαφορετικές στιγμές, που θα ήταν αδύνατο να παρατηρηθούν στην πραγματική ζωή.
Ο Ριβέρα και ο δίδυμος αδελφός του γεννήθηκαν το 1886 στο Γκουαναχουάτο του Μεξικού. Ο δίδυμος αδελφός του πέθανε σε ηλικία δύο ετών. Οι γονείς του ενθάρρυναν το καλλιτεχνικό ταλέντο του Ντιέγκο, εγγράφοντάς τον στην Ακαδημία Καλών Τεχνών San Carlos όταν ήταν περίπου 12 ετών. Εκεί σπούδασε παραδοσιακές τεχνικές ζωγραφικής και γλυπτικής υπό τη διδασκαλία μιας συντηρητικής σε μεγάλο βαθμό σχολής. Μεταξύ των συμφοιτητών του στην ακαδημία ήταν και ο Χεράρδο Μουρίγιο, ένας καλλιτέχνης που θα γινόταν κινητήριος μοχλός του μεξικανικού κινήματος των τοιχογραφιών στις αρχές του 20ού αιώνα, στο οποίο συμμετείχε και ο Ριβέρα. Το 1905, οι δύο φοιτητές συμμετείχαν σε μια ομάδα άλλων ανερχόμενων καλλιτεχνών σε μια έκθεση που διοργάνωσαν οι συντάκτες του περιοδικού «Savia Moderna».
Ο Ριβέρα ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1905 και το 1907 έλαβε κυβερνητική χορηγία για να σπουδάσει στην Ευρώπη. Πρώτος σταθμός του καλλιτέχνη ήταν η Μαδρίτη, όπου σπούδασε με τον ρεαλιστή ζωγράφο Eduardo Chicharro Aguera στη Βασιλική Ακαδημία του Σαν Φερνάντο. Εκεί, ο Ριβέρα δημιούργησε πίνακες όπως η «Νυχτερινή σκηνή στην Αβίλα», ένα έργο που περιέχει στοιχεία ρεαλισμού και ιμπρεσιονισμού. Στο Μουσείο Prada της Μαδρίτης εξοικειώθηκε με τους πίνακες Ισπανών δασκάλων όπως ο Ελ Γκρέκο, ο Φρανσίσκο Γκόγια και ο Ντιέγκο Βελάσκεθ, οι οποίοι θα επηρέαζαν την καλλιτεχνική του εξέλιξη.
Από τη Μαδρίτη μετακόμισε στο Παρίσι, όπου έζησε κατά διαστήματα για αρκετά χρόνια ανάμεσα σε άλλους εμιγκρέδες καλλιτέχνες της πρωτοπορίας, μεταξύ των οποίων ο Μοντριάν και ο Μοντιλιάνι. Το ύφος του επηρεάστηκε από τον κυβισμό, ο οποίος γνώριζε την ακμή του στην Ευρώπη τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα. Επηρεασμένοι από τον Πάμπλο Πικάσο και τον Πολ Σεζάν, οι πίνακες του Ριβέρα έγιναν σταδιακά πιο αφηρημένοι. Από το 1916 και μετά η καλλιτεχνική του εξέλιξη κατευθύνθηκε προς μια νέα κατεύθυνση, καθώς επικεντρώθηκε σε πρόσφατα πολιτικά γεγονότα, όπως η Μεξικανική Επανάσταση και η Ρωσική Επανάσταση του 1917, φέρνοντας στο προσκήνιο τις ιδεολογικές του απόψεις.
Οι πίνακές του άρχισαν να απεικονίζουν την εργατική τάξη σε συνδυασμό με στοιχεία της μεξικανικής του κληρονομιάς. Ένα ταξίδι στην Ιταλία το 1920 είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον του καλλιτέχνη για τις αναγεννησιακές τοιχογραφίες και όταν επέστρεψε στο Μεξικό, τον επόμενο χρόνο, ασχολήθηκε με την τοιχογραφία.
Ο Ριβέρα εντάχθηκε σε μια ομάδα καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων ο τοιχογράφος Χοσέ Κλεμέντε Ορόσκο και ο Μεξικανός ρεαλιστής Νταβίντ Αλφάρο Σικέιρος, σε ένα πρόγραμμα τοιχογραφιών που χρηματοδοτούσε η κυβέρνηση. Η πρώτη απόπειρα του Ριβέρα ήταν η «Δημιουργία», την οποία ζωγράφισε σε έναν τοίχο στο αμφιθέατρο του Εθνικού Προπαρασκευαστικού Σχολείου στην Πόλη του Μεξικού, που απεικονίζει έναν ουράνιο οικοδεσπότη με αναγεννησιακά φωτοστέφανα.
Ο Ριβέρα ίδρυσε την Επαναστατική Ένωση Τεχνικών Εργατών, Ζωγράφων και Γλυπτών. Ξεκίνησε αργότερα, το 1922, μια σειρά τοιχογραφιών που επικεντρώνονταν στη μεξικανική κοινωνία και το επαναστατικό παρελθόν της χώρας, με τίτλο «Μπαλάντα της προλεταριακής επανάστασης», την οποία δεν θα ολοκλήρωνε μέχρι το 1928. Το ολοκληρωμένο έργο, που αποτελείται από περισσότερες από 120 τοιχογραφίες οι οποίες καλύπτουν περισσότερα από 5.200 τετραγωνικά μέτρα, είναι εγκατεστημένο στο κτίριο της Γραμματείας Δημόσιας Εκπαίδευσης της Πόλης του Μεξικού.
Μέχρι τα 30 του χρόνια το στυλ ζωγραφικής του είχε αποκτήσει τη δική του μορφή, με μεγάλες φιγούρες με απλουστευμένες γραμμές και πλούσια χρώματα. Πολλές από τις σκηνές του αφηγούνται τις ιστορίες εργατών, όπως ανθρακωρύχοι, βιομηχανικοί εργάτες και αγρότες. Όταν επισκέφθηκε η Μόσχα, γνώρισε τον Alfred H. Barr, Jr., ο οποίος θα γινόταν φίλος και προστάτης του, καθώς και διευθυντής του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης. Επιστρέφοντας στο Μεξικό πήρε διαζύγιο από την πρώτη του σύζυγο, τη Λούπε Μαρίν, και παντρεύτηκε τη συνάδελφό του Μεξικανή καλλιτέχνιδα Φρίντα Κάλο.
Η φήμη του αυξήθηκε στη Βόρεια Αμερική καθώς έγινε στη Νέα Υόρκη η έκθεση «Οι τοιχογραφίες του Ντιέγκο Ριβέρα». Ο Αμερικανός αρχιτέκτονας Timothy Pflueger έφερε τον καλλιτέχνη στο Σαν Φρανσίσκο με την προσφορά κάποιων αναθέσεων. Το ταξίδι του Ριβέρα στην Καλιφόρνια συνέπεσε με την πρώτη μεγάλη έκθεση του έργου του στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Ριβέρα ζωγράφισε τρεις τοιχογραφίες στο Σαν Φρανσίσκο από το 1930 έως το 1931. Μία από αυτές, που βρίσκεται στο κτίριο του Χρηματιστηρίου του Ειρηνικού, φέρει τον τίτλο «Η Αλληγορία της Καλιφόρνιας». Το έργο αυτό επικεντρώνεται γύρω από μια υπερμεγέθη γυναικεία φιγούρα που αντιπροσωπεύει την Καλιφόρνια και παρουσιάζει διάφορους εργάτες που ασκούν τα επαγγέλματά τους. «The Making of a Fresco Showing the Building of a City» είναι ο τίτλος της τοιχογραφίας που ζωγράφισε για τη Σχολή Καλών Τεχνών του Σαν Φρανσίσκο, η οποία παρουσιάζει ένα ανοιχτό κτίριο με διάφορα δωμάτια, το καθένα γεμάτο με ανθρώπους που καταπιάνονται με διάφορες εργασίες. Ο καλλιτέχνης ζωγράφισε μια τρίτη τοιχογραφία, την «Pan American Unity», που βρίσκεται τώρα στο θέατρο Diego Rivera του Σαν Φρανσίσκο. Πρόκειται για ένα επικό εγχείρημα πέντε τοιχογραφιών.
Το 1932, ο καλλιτέχνης και η σύζυγός του κατευθύνθηκαν ανατολικά, όπου τους περίμενε μια παραγγελία στο Ινστιτούτο Τεχνών του Ντιτρόιτ. Εκεί, δημιούργησε 27 πίνακες που είναι συλλογικά γνωστοί ως «Detroit Industry Murals», οι οποίοι απεικονίζουν την εξέλιξη της Ford Motor Company. Ο Ριβέρα θεωρούσε αυτήν τη σειρά, την οποία ολοκλήρωσε το 1933, ως ένα από τα πιο επιτυχημένα έργα του.
Το επόμενο εγχείρημά του θα αποδεικνυόταν η πιο διαβόητη αποτυχία του. Έχοντας αναλάβει να ζωγραφίσει μια τοιχογραφία για το Κέντρο Ροκφέλερ στη Νέα Υόρκη, ο καλλιτέχνης άρχισε να εργάζεται πάνω στο έργο «Ο άνθρωπος στο σταυροδρόμι». Μια φιγούρα στεκόταν στο κέντρο της κύριας τοιχογραφίας και στα διάφορα τμήματα γύρω της εμφανίζονταν σκηνές από την επιστήμη, τη βιομηχανία, την πολιτική και την ιστορία. Δεξιά και αριστερά του κέντρου, ξεπρόβαλλαν γιγάντια αγάλματα του Δία και του Καίσαρα. Οι Ροκφέλερ εξέφρασαν την αντίρρησή τους για τη συμπερίληψη του Λένιν στην τοιχογραφία. Όταν ο Ριβέρα αρνήθηκε να τον αφαιρέσει, ακύρωσαν τις εργασίες και κατέστρεψαν την τοιχογραφία. Διατάχθηκε να φύγει από τις ΗΠΑ. Ένας από τους βοηθούς του κατάφερε να τραβήξει μερικές φωτογραφίες του έργου και έτσι μπόρεσε αργότερα να το αναδημιουργήσει σε μικρότερη κλίμακα στο Παλάτι Καλών Τεχνών κατά την επιστροφή του στην Πόλη του Μεξικού, χρησιμοποιώντας τις φωτογραφίες ως οδηγό.
Ταξίδεψε για άλλη μια φορά στο Σαν Φρανσίσκο για να ζωγραφίσει δέκα τοιχογραφίες για τη Διεθνή Έκθεση Golden Gate του 1940 και στη συνέχεια ολοκλήρωσε διάφορες παραγγελίες στη χώρα του κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών. Το 1949, ο Ριβέρα απόλαυσε μια επετειακή έκθεση για τον εορτασμό των 50 χρόνων του έργου του στο Μουσείο του Παλατιού των Καλών Τεχνών της Πόλης του Μεξικού.
Η Φρίντα Κάλο πέθανε το 1954 και τον επόμενο χρόνο ο Ριβέρα παντρεύτηκε την τρίτη του σύζυγο, την Έμμα Χουρτάδο. Έναν χρόνο αργότερα, ολόκληρη η χώρα του Μεξικού γιόρτασε τα 70ά γενέθλια του καλλιτέχνη. Ο Ριβέρα πέθανε από καρδιοπάθεια το 1957. Παρέμεινε κεντρική δύναμη στην ανάπτυξη της εθνικής τέχνης στο Μεξικό καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του.