Unseen, αόρατα, αφανή, αυτός είναι ο τίτλος της έκθεσης των έργων του Φρανκ Άουερμπαχ στη Newlands House Gallery, στο West Sussex, που θα διαρκέσει έως τις 14 Αυγούστου. Το βάθος, η υφή και η αίσθηση του χώρου σε έναν πίνακα ζωγραφικής του Άουερμπαχ κάνει τον θεατή που στέκεται μπροστά στο έργο του να βιώνει μια μοναδική και αξέχαστη εμπειρία.
«Αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να καταγράψω τη ζωή που μου φαινόταν παθιασμένη και συναρπαστική και εξαφανιζόταν διαρκώς», λέει ο 90χρονος σήμερα Άουερμπαχ, που ζούσε και εργαζόταν επί μισόν αιώνα στο ίδιο στούντιο στο Κάμπντεν, εκεί που ζωγράφιζε 365 ημέρες τον χρόνο τον κόσμο του με λαμπρό και συγκλονιστικό τρόπο, δίνοντας μια καθημερινή μάχη με τον χρόνο, το χρώμα και την πραγματικότητα, χαρίζοντάς μας έργα μοναδικής έντασης, στα οποία αποτυπώνει τη δύναμη της ζωής αλλά και της ανθρώπινης φύσης.
Η έκθεση διατρέχει πάνω από 60 χρόνια της παραγωγικής καριέρας του Γερμανοβρετανού καλλιτέχνη, εξερευνώντας την εξέλιξή του με μια συλλογή πάνω από 65 έργων ζωγραφικής, χαρακτικών, σχεδίων και εκτυπώσεων. Στο γεωργιανό κτίριο της Newlands House Gallery στην ιστορική πόλη του Petworth, τα έργα που προέρχονται από την Tate θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια μαζί με έργα που ανήκουν στον καλλιτέχνη. Ο ισχυρός και επαναστατικός χαρακτήρας των έργων του, οι απεικονίσεις των ανθρώπων και των αστικών τοπίων τον καθιστούν έναν από τους μεγαλύτερους εν ζωή ζωγράφους, γιατί αποτυπώνει τη δύναμη της ζωής με μια ωμή δύναμη, με τη δύναμη της ίδιας του της ψυχής.
Βλέποντας τα έργα του Φρανκ Άουερμπαχ, δεν μπορεί κανείς παρά να σκεφτεί ότι σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα η εβραϊκή μετανάστευση έφερε στη Βρετανία μεγάλα ταλέντα. Τον Λούσιαν Φρόιντ, τους γονείς του Λέον Κοσόφ, τον Άουερμπαχ. Ο θεατής επίσης σκέφτεται ότι ο γεννημένος στο Βερολίνο το 1931 Άουερμπαχ, αν και πολιτογραφημένος Βρετανός από το 1947, δημιούργησε με τα έργα του μια εικόνα που έχει πολλά κοινά με τους πίνακες της σύγχρονης ιστορίας που δημιουργούσαν ο Άνσελμ Κίφερ και ο Γκέοργκ Μπάζελιτς στη Γερμανία τη δεκαετία του 1970. Οι πίνακές του καταβροχθίζουν την πραγματικότητα αλλά εκρήγνυνται από αφαίρεση και φαντασία και συνδέεται λιγότερο με την λονδρέζικη σχολή της παραστατικής τέχνης της εποχής του. Στην τέχνη του διατήρησε την ωμότητα και τον ρεαλισμό του κεντροευρωπαϊκού μοντερνισμού, ενώ η ένταση του εξπρεσιονισμού ανιχνεύεται και σε άλλους Γερμανούς καλλιτέχνες, όπως ο Κίρχνερ ή ο αυστριακός Κοκόσκα. Αν και ο Άουερμπαχ έφτασε στη Βρετανία σε παιδική ηλικία, οι μορφές των έργων του έχουν πολύ μεγαλύτερη σχέση με τη γερμανική τέχνη παρά με την ομάδα π.χ. του Bloomsbury.
Στα έργα του Άουερμπαχ η μπογιά είναι τόσο παχιά και βαριά που μερικές φορές υπήρχε ο κίνδυνος να γλιστρήσει από τον καμβά μετά την ολοκλήρωση του πίνακα. Η μέθοδός του με τα χρόνια παρέμεινε αρκετά σταθερή και χρονοβόρα: αν δεν ήταν ικανοποιημένος με μια δουλειά στο τέλος της ημέρας, έξυνε όλη τη μπογιά σε έναν κάδο και ξεκινούσε ξανά.
Οι γονείς του τον έστειλαν στη Βρετανία το 1939 για να γλιτώσει από τις διώξεις των ναζί, στο πλαίσιο του προγράμματος Kindertransport που έφερε σχεδόν 10.000 παιδιά, κυρίως Εβραίων, στη Βρετανία.
Ήταν 7 ετών όταν έφτασε στο Σαουθάμπτον. Έχει πολύ λίγες αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία πριν πάει στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά θυμάται ότι του έδωσαν ένα βιβλίο ζωγραφικής και μερικές ακουαρέλες όταν ήταν τριών ή τεσσάρων ετών και «την αίσθηση ότι το βρεγμένο πινέλο μπαίνει στο χρώμα και μετά στη σελίδα».
Δεν είδε ποτέ ξανά τους γονείς του. Οι σποραδικές, εξαιρετικά λογοκριμένες επιστολές τους που του παραδίδονταν μέσω του Ερυθρού Σταυρού σταμάτησαν να φτάνουν το 1943 και αργότερα έμαθε ότι και οι δύο είχαν πεθάνει εκείνη τη χρονιά στο Άουσβιτς.
Διέπρεψε από νεαρή ηλικία όχι μόνο στα μαθήματα ζωγραφικής αλλά και στα μαθήματα θεάτρου. Αν και έπαιξε έναν μικρό ρόλο στο έργο του Πίτερ Ουστίνοφ «House of Regrets», τον κέρδισε η ζωγραφική και φοίτησε στη St Martin's School of Art από το 1948 έως το 1952 και στο Royal College of Art από το 1952 έως το 1955, ενώ με τον συμμαθητή του, επίσης ζωγράφο Λεόν Κοσόφ, έκαναν μαθήματα με τον Ντέιβιντ Μπόμπεργκ.
Θυμάται ότι ήταν ουσιαστικά μόνος του στο Λονδίνο. «Ντρεπόμουν πολύ να μιλήσω γιατί είχα έντονη ξενική προφορά και επίσης ήμουν εξαιρετικά φτωχός, οπότε ένιωθα ότι ήμουν λίγο ξένος. Αλλά οι άνθρωποι ήταν πολύ καλοί μαζί μου και, αν πήγαινες στον κινηματογράφο ή σε μια παμπ, κάποιος θα σου έλεγε για ένα δωμάτιο που θα μπορούσες να νοικιάσεις. Υπήρχε ένα περίεργο συναίσθημα ότι τα φράγματα είχαν σπάσει και ήμασταν όλοι μαζί γυμνά, ξυπόλητα ζώα, άνθρωποι που είχαν επιζήσει από τον πόλεμο».
Περνούσε πολύ χρόνο έξω στους δρόμους και βρέθηκε να ζωγραφίζει τα ερείπια από τις βόμβες και τα εργοτάξια σε όλη την πόλη. «Νόμιζα ότι θα ήμουν μοντέρνος ζωγράφος που θα έκανε εντυπωσιακούς καμβάδες με υπέροχα σχήματα και χρώματα. Η δουλειά στους δρόμους δεν ήταν αυτό που είχα σχεδιάσει, αλλά συνειδητοποίησα χρόνια αργότερα ότι είχε έναν συγκεκριμένο συμβολισμό. Είχα περάσει τον πόλεμο, όλοι είχαμε επιβιώσει. Αυτό πρέπει με κάποιο τρόπο να με επηρέασε και φαίνεται ότι ήταν μάλλον επείγον να προσπαθήσω να το καταλάβω».
Το 1954 δούλευε στο αρτοποιείο της οικογένειας Kossoff στην Brick Lane, ενώ ήταν και δάσκαλος καλλιτεχνικών μαθημάτων σε σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και αργότερα σε σχολεία τέχνης. Έκανε την πρώτη ατομική του έκθεση στην Beaux Arts Gallery του Λονδίνου το 1956. Δεν σταμάτησε να εκθέτει έργα του, και το 1986 εκπροσώπησε τη Βρετανία στην Μπιενάλε της Βενετίας, κερδίζοντας τον Χρυσό Λέοντα. Η δουλειά του έχει εκτεθεί στις μεγαλύτερες γκαλερί και μουσεία σε όλο τον κόσμο.
Όπως ο ίδιος αφηγείται στο βιβλίο της Κάθριν Λάμπερτ «Frank Auerbach: Speaking and Painting»: «Λοιπόν, αρχίζεις να συνειδητοποιείς ότι η ζωγραφική δεν είναι τόσο εύκολη όσο νόμιζες. Στην αρχή χρειάστηκε να παλέψω για να βρω χρόνο για να δουλέψω, και στη συνέχεια, όταν είχα λίγο χρόνο, μου φάνηκε απολύτως ενοχλητικό να μην τον χρησιμοποιήσω για τη ζωγραφική. Μία ή δύο φορές όταν ήμουν νέος προσπάθησα να φύγω για μερικές μέρες, στο Μπράιτον ή στην Οξφόρδη, για ένα διάλειμμα, και απλά δεν ήξερα τι διάολο να κάνω με τον εαυτό μου. Ένιωσα ανυπόμονος και βαριεστημένος. Αλλά μπορώ να είμαι μόνος μου, δουλεύοντας στο Λονδίνο για μέρες και να νιώθω απόλυτα ευτυχισμένος.
Όσο περισσότερο συνειδητοποιούσα πόσο δύσκολο ήταν να ζωγραφίσω, τόσο περισσότερο ήξερα ότι ήταν μια πρόκληση, ότι θα ένιωθα ότι είχα σπαταλήσει τη ζωή μου αν δεν προσπαθούσα να το αντιμετωπίσω».
Στα έργα του Άουερμπαχ η μπογιά είναι τόσο παχιά και βαριά που μερικές φορές υπήρχε ο κίνδυνος να γλιστρήσει από τον καμβά μετά την ολοκλήρωση του πίνακα. Η μέθοδός του με τα χρόνια παρέμεινε αρκετά σταθερή και χρονοβόρα: αν δεν ήταν ικανοποιημένος με μια δουλειά στο τέλος της ημέρας, έξυνε όλη τη μπογιά σε έναν κάδο και ξεκινούσε ξανά. «Είμαι ακόμα αρκετά αυστηρός με τον εαυτό μου. Αν δεν έχει ολοκληρωθεί κάτι, το καταστρέφω και ξαναρχίζω. Παρόλο που χρησιμοποιώ πολύ λιγότερη μπογιά τώρα από ό,τι όταν δεν μπορούσα πραγματικά να αντέξω οικονομικά, το 95% της εξακολουθεί να καταλήγει στον κάδο. Νομίζω ότι προσπαθώ να βρω έναν νέο τρόπο να εκφράσω κάτι. Οπότε κάνω πρόβες με όλους τους άλλους τρόπους μέχρι να εκπλήξω τον εαυτό μου με κάτι που δεν είχα σκεφτεί προηγουμένως».
Σήμερα ο Άουερμπαχ μαζί με τους φίλους του Φράνσις Μπέικον και Λούσιαν Φρόιντ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς ζωγράφους της Βρετανίας. Έχει ομολογήσει ότι ποτέ δεν του άρεσε η λαμπερή πτυχή του κόσμου της τέχνης. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της πρώτης του έκθεσης, εκμυστηρεύτηκε στον Μπέικον ότι δεν ήξερε τι να κάνει με αυτό, στο οποίο ο Μπέικον απάντησε: «Ήξερα ότι θα το έλεγες αυτό». «Όταν ξεκίνησα, όλα είχαν να κάνουν με την επιβίωση. Έτσι, ήμουν ενθουσιασμένος από την πρώτη μου έκθεση, καθώς ένιωσα ότι θα μπορούσα να επιβιώσω. Όταν διάβασα τις πρώτες καλές κριτικές, ένιωσα ότι θα μπορούσα να επιζήσω. Αλλά σύντομα κατάλαβα ότι η ενασχόλησή μου ήταν απλώς να συνεχίσω να δουλεύω». Λέει πώς όταν κάποιος κάνει τέχνη αντιμετωπίζει το να προσπαθήσει να κάνει κάτι που δεν έχει ξαναγίνει. Πιστεύει σε αυτό «που είπε ο Μπέκετ για όλους μας: "Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα"».