Μπαίνοντας στο ΕΜΣΤ, δεν μπορεί να μη σου τραβήξει την προσοχή· σηκώνεις το βλέμμα, καθώς μια πολύχρωμη τοιχογραφία σε κατακόκκινο φόντο καλύπτει περιμετρικά το μπαλκόνι τού μεσοπατώματος. Δυνατά και λαμπερά χρώματα, περίπλοκα σχήματα που θυμίζουν εξωτική βλάστηση, φρούτα αλλά και ανθρώπινα μέλη, ένας κρυμμένος ερωτισμός που σου αποκαλύπτεται σταδιακά καθώς παρατηρείς κομμάτι-κομμάτι αυτή την έκρηξη χαράς και αισιοδοξίας, ένα περίτεχνο έργο που έχει τον τίτλο «Επικούρειος Εδέμ».
Η πανδαισία χρωμάτων και σχημάτων συνεχίζεται στον χώρο εκπαίδευσης του ημιώροφου, στις κολόνες και στους τοίχους, προσφέροντας μια αναπάντεχη αίσθηση ευφρόσυνου ηδονισμού, ενώ μελλοντικά θα στρωθούν και χαλιά με ανάλογη θεματική. Όλη αυτή η εικαστική επέμβαση υλοποιείται από τη φιλοξενούμενη Ολλανδή καλλιτέχνιδα Hadassah Emmerich.
Μεγαλωμένη στο νότιο Λίντμπουργκ της Ολλανδίας, περιοχή που κάποτε αποτελούσε προορισμό οικονομικών μεταναστών που αναζητούσαν την τύχη τους στα ορυχεία, στην οικογενειακή της ιστορία είναι σαν να αποτυπώνεται η πορεία της χώρας της, μιας κάποτε παγκόσμιας αποικιοκρατικής δύναμης.
«Ξεκίνησα κι εγώ αναζητώντας περιγραφικές εικόνες, όπως τα κορίτσια των ημερολογίων της Ινδονησίας ή η οικειοποίηση της ζούγκλας, αλλά έχω καταλήξει σε πιο στυλιζαρισμένες και αφηρημένες φόρμες. Εν τέλει, αναμειγνύω τον παλιό με τον πιο πρόσφατο εαυτό μου».
Με πατέρα μισό Ινδονήσιο και μισό Γερμανοκινέζο, ο οποίος χωρίς προφανή λόγο τής έδωσε εβραϊκό όνομα, και μητέρα Γερμανίδα, της οποίας ο πατέρας μετανάστευσε για να εργαστεί στα ορυχεία, μεγάλωσε ως μοναχοπαίδι χωρισμένων γονιών που βρήκε διέξοδο στη ζωγραφική. Σπούδασε αρχικά στις ακαδημίες καλών τεχνών του Μάαστριχτ και της Γάνδης. Αργότερα έκανε μεταπτυχιακό στο Goldsmiths College του Λονδίνου, και μέσα στα χρόνια ανέπτυξε μια δική της τεχνική που συνδυάζει τη ζωγραφική με τη χαρακτική, και την εφαρμόζει τόσο σε μεγάλες επιφάνειες όσο και σε μικρές φόρμες.
Σχεδιάζει αρχικά τις εικόνες της στο χαρτί και στη συνέχεια χρησιμοποιεί λωρίδες στένσιλ, τις οποίες κόβει από λινοτάπητα. Επιλέγει διαφορετικά χρώματα-μελάνια με τα οποία καλύπτει κάθε τμήμα της σύνθεσής της και τα αποτυπώνει στον τοίχο. Αφού συμπληρώσει τα «παζλ» της χρησιμοποιεί μια σειρά εργαλείων με τα οποία επεξεργάζεται τα κομμάτια βινυλίου (πριν το αφαιρέσει) και τα χρώματα – η διαδικασία την κάνει να μοιάζει περισσότερο γλύπτρια παρά ζωγράφος. Θέλοντας να κάνει ανακύκλωση τα υλικά που περισσεύουν από μεγάλες αναθέσεις, τα επαναχρησιμοποιεί σε καμβάδες και χαρτιά, δίνοντάς τους νέα μορφή.
Κι αν το αποτέλεσμα της εργασίας της συχνά θυμίζει εικόνες της pop art και της διαφήμισης, παράλληλα σε ταξιδεύει στον κόσμο του ναΐφ ζωγράφου Ανρί Ρουσό, όπως και στο έργο της Τζόρτζια Ο’Κιφ, καθώς πολλές εικόνες της επικεντρώνονται στο γυναικείο σώμα, αντικείμενο έλξης αλλά και απώθησης, αποπλάνησης και κριτικής αποτίμησης.
Συναντηθήκαμε Κυριακή μεσημέρι στον ημιώροφο του μουσείου, όπου οι εργασίες ολοκλήρωσης των τοιχογραφιών της συνεχίζονταν με ταχείς ρυθμούς εν όψει των εγκαινίων τους. «Αγαπούσα τη χαρακτική από τον καιρό που σπούδαζα και αργότερα την εξέλιξα με τη βοήθεια του λινοτάπητα, όπου μπορείς να επαναλάβεις δέκα και είκοσι φορές παρεμφερείς εκδοχές της ίδιας εικόνας. Νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον να συνδυάζεις τις δύο τεχνικές, τη ζωγραφική και τη χαρακτική.
Παλιότερα ζωγράφιζα κανονικά, με το πινέλο, αλλά έχω εξελίξει πια σε τέτοιο βαθμό την προσωπική μου τεχνική που αποτελεί τον δικό μου τρόπο ζωγραφικής, μέσα στα χρόνια έχω αποκτήσει μια μηχανική δεξιοτεχνία. Θεωρώ ότι έτσι βγαίνουν υπέροχα λαμπερά χρώματα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ζωγραφίζω με έναν έμμεσο τρόπο. Το στούντιό μου είχε γεμίσει με τόσο πολλά κομμάτια από τον λινοτάπητα που χρησιμοποιώ, που σκέφτηκα να τα ανακυκλώσω, έτσι άρχισα να τα επαναχρησιμοποιώ δημιουργώντας κολάζ ή ανσαμπλάζ. Όποτε χρειάζεται, όχι συχνά, προσθέτω χρώμα».
Ποιες είναι οι επιρροές της μέσα στα χρόνια; «Οπωσδήποτε υπάρχουν οι προσωπικοί/-ές ήρωες/ηρωίδες σε αυτά που βλέπεις, αλλά νομίζω ότι η μεγαλύτερη μου επιρροή είναι ο Αφροαμερικανός Κέρι Τζέιμς Μάρσαλ, ο οποίος συνδυάζει ζωγραφική με χαρακτική. Ωστόσο, είναι πολύ πιο παραστατικός, κάτι που εγώ δεν είμαι, καθώς το έργο μου σήμερα είναι πολύ πιο αφηρημένο απ’ ό,τι παλιότερα. Ξεκίνησα κι εγώ αναζητώντας περιγραφικές εικόνες, όπως τα κορίτσια των ημερολογίων της Ινδονησίας ή η οικειοποίηση της ζούγκλας, αλλά έχω καταλήξει σε πιο στυλιζαρισμένες και αφηρημένες φόρμες. Εν τέλει, αναμειγνύω τον παλιό με τον πιο πρόσφατο εαυτό μου».
Οπότε η Ινδονησία, η κουλτούρα της οποίας αποτελεί μέρος της οικογενειακής παράδοσης και την επηρέασε καθοριστικά, κυριαρχείται από χρώματα, όπως τα σχέδιά της; «Όχι τόσο, αυτό το συναντάς περισσότερο στην Καραϊβική, όπου επίσης έχω ταξιδέψει, η οποία, όπως η Ινδονησία, υπήρξε ολλανδική αποικία.
Όταν δούλευα επάνω σε μια μεγάλη τοιχογραφία για την τράπεζα ING στην περιοχή Μπέλμαν του Άμστερνταμ, την οποία καθημερινά επισκεπτόμουν, ανακάλυψα ένα μέρος που έμοιαζε σαν να είναι άλλη χώρα· ήταν σχεδόν γκετοποιημένο, δεν θύμιζε καθόλου το υπόλοιπο Άμστερνταμ. Εκεί συναντιούνται οι παραδόσεις που έχουν φέρει μαζί τους οι άνθρωποι της Καραϊβικής και της Ινδονησίας».
Η σχέση με την πατρίδα του πατέρα της, ο οποίος μεγάλωσε στην Ιάβα, εκεί όπου βρίσκεται και η πρωτεύουσα, η Τζακάρτα, πέρα από κάποιες επισκέψεις, εμπεδώθηκε όταν το 2006 κλήθηκε να δημιουργήσει μια τοιχογραφία είκοσι μέτρων στην Πρεσβεία της Ολλανδίας. Ακόμα τότε χρησιμοποιούσε πινέλο και αφού πρώτα ψέκασε με διάφορα χρώματα το φόντο, δούλεψε εξοντωτικά με μόλις μία βοηθό.
Όταν, δώδεκα χρόνια αργότερα, το κτίριο ανακαινίστηκε την κάλεσαν εκ νέου να ζωγραφίσει το πίσω μέρος του ίδιου τοίχου. «Καθώς δεν τον έβλεπε ο ήλιος τα χρώματα ήταν ακόμα εκεί, χωρίς να έχουν ιδιαίτερα αλλοιωθεί. Υπάρχουν σημεία όπου η παλιά και η νέα τοιχογραφία συναντιούνται και το αποτέλεσμα είναι μαγευτικό, πολύ όμορφο».
«Σε ενοχλεί αν κάποιοι χαρακτηρίζουν τη δουλειά σου περισσότερο ως διακοσμητική;» «Όσο μεγαλώνω, τόσο περισσότερο αποδέχομαι όλες τις διαφορετικές μου πτυχές. Τρελαίνομαι να δουλεύω με όρους αρχιτεκτονικής, καθώς διευρύνει τα όριά μου. Είναι πολύ σπουδαίο για μένα το γεγονός ότι η δουλειά μου μπορεί να είναι είτε μικρών διαστάσεων και πιο προσωπική, οπότε ο κόσμος την αγοράζει και την κρεμάει στο σπίτι του, είτε υπάρχει σε έναν εσωτερικό ή εξωτερικό τοίχο, είτε οπουδήποτε αλλού. Είναι κρίμα να κάνουν διαχωρισμούς στην τέχνη, όλες οι διαφορετικές εκδοχές μπορούν να συνυπάρχουν, να πηγαίνουν χέρι-χέρι.
Εξάλλου, έχει πολιτικές διαστάσεις η δουλειά μου, δεν είναι μόνο χρώματα και λουλούδια, μολονότι ακόμα και τα χρώματα και τα λουλούδια μπορεί να έχουν πολιτική διάσταση – είναι παράλογο να αντιμετωπίζουν κάποιοι τα χρώματα με καχυποψία. Η δουλειά μου διαθέτει περισσότερο ερωτική διάσταση, αν την παρατηρήσεις με προσοχή. Μέσα στις αφηρημένες φόρμες θα βρεις και χείλια και γλώσσες και γυναικεία μέλη, όλα εκείνα που αποκαλούμε σύμβολα γονιμότητας διάσπαρτα σε ένα διεθνές πολιτιστικό κράμα.
Ένα διαρκώς επεκτεινόμενο σύμπαν του οποίου τα στοιχεία αναπαράγουν το ένα το άλλο, υμνώντας το ταυτόχρονα. Μου αρέσει το σημείο στο οποίο έχει οδηγηθεί σήμερα η τέχνη. Να προσθέσω εδώ ότι υπάρχουν καλλιτέχνες που είναι συγχρόνως κοινωνικοί λειτουργοί».
Υπάρχουν μοτίβα στη δουλειά της που παραπέμπουν ακόμα και στον κονστρουκτιβισμό, της λέω, και παίρνω την απάντηση: «Όπως και στον κυβισμό. Βλέπω μια πολλαπλή προοπτική στα πράγματα κι αυτό συνδέεται απόλυτα με αυτό που προσπαθώ να πετύχω, το όραμα της ανάμειξης των ειδών, έναν κρεολινισμό, μια αντίσταση στην αναβίωση των εθνικών αξιών στην Ευρώπη – οι Κρεολοί της Καραϊβικής έχουν μια ευρύτερη, οικουμενική διάσταση. Η προσωπική μου ιστορία είναι κάτι εντελώς αντίθετο, είμαι ένας συνδυασμός διαφορετικών προελεύσεων και παραδόσεων».
Ωστόσο η δουλειά της μπορεί εύκολα να εμπορευματοποιηθεί, να την καλέσουν λ.χ. για μια βιτρίνα πολυτελούς καταστήματος. Μου λέει γελώντας: «Ανυπομονώ! Ζώντας τα τελευταία χρόνια στις Βρυξέλλες, έχω συνεργαστεί ήδη με έναν βελγικό brand, το οποίο δανείστηκε μοτίβα μου για πουκαμίσες. Η δουλειά μου έχει αναμφίβολα στοιχεία pop. Το 2016 είδα στην Tate Modern μια συγκλονιστική έκθεση με τίτλο “The world goes pop”.
Ήταν καθοριστική για μένα, γιατί έτσι συνδέθηκα ακόμα περισσότερο με το επικοινωνιακό κομμάτι. Συμμετείχαν εκπληκτικές καλλιτέχνιδες, άγνωστες σ’ εμάς, γυναίκες από τη Λατινική Αμερική, την Ισπανία, το πρώην Ανατολικό Μπλοκ, την εποχή του Φράνκο στην Ισπανία. Οι περισσότεροι ξέρουμε μόνο τον Λίχτενσταϊν και τον Γουόρχολ κι όμως, όσοι και όσες συμμετείχαν ήταν απίστευτα ταλαντούχοι/-ες. Μου πήρε τα μυαλά, ήταν μια δυνατή και πλήρης έκθεση».
Στην Αθήνα, χάρη στην ανάθεση του ΕΜΣΤ, ασχολήθηκε με δύο πράγματα που δεν είχε καταπιαστεί ξανά, με κολόνες και μια οριζόντια τοιχογραφία που θυμίζει λίγο τη ζωφόρο των αρχαίων ναών και, βέβαια, του Παρθενώνα. Καθώς το έργο απαιτούσε αντοχή, είχε στη διάθεσή της τρεις βοηθούς, δύο νέους άντρες εξοικειωμένους με τη street art, που ανέβαιναν στη σκαλωσιά, και μια νέα γυναίκα η οποία ήταν πιο κοντά στη χαρακτική, που αναπαρήγαν με ενθουσιασμό τα σχέδιά της.
Εξηγεί για την αθηναϊκή της εμπειρία: «"Αρχιτεκτονική λωρίδα" δεν είχα ξανακάνει και καθώς σχετίζεται με τον κλασικισμό χαίρομαι πολύ που δούλεψα έτσι στην Αθήνα. Ήταν η πρώτη φορά που έκανα κάτι ανάλογο σε αυτό το ύψος, μου θύμισε μια επίσκεψή μου στην Πομπηία, όπου μπήκα σε ένα ρωμαϊκό πορνείο και είδα μια περιμετρική τοιχογραφία που διαφήμιζε τις υπηρεσίες που παρείχαν οι γυναίκες. Μου έδωσε πολλή έμπνευση, γιατί μου αποκάλυψε τον τρόπο που οι τοιχογραφίες μπορούν να μεταφέρουν μηνύματα από το παρελθόν».
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την εικαστική έκθεση εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.