Ο Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ είναι ένας από τους λίγους Αμερικανούς ζωγράφους της γενιάς του που έγιναν γνωστοί και δημοφιλείς στην Ευρώπη. Σπούδασε στο Παρίσι και εγκαταστάθηκε αργότερα στο Λονδίνο, όπου έγινε περιζήτητος προσωπογράφος.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, θέλοντας να ξεφύγει από τον κλοιό των παραγγελιών με τις οποίες τον πολιορκούσαν οι κοσμικοί, άρχισε να κάνει συχνά ταξίδια σε διάφορα μέρη του κόσμου –Ιταλία, Γαλλία, Ελλάδα, Μέση Ανατολή, Αμερική– και να ζωγραφίζει έργα που τεκμηρίωσαν με συναρπαστικό τρόπο τις ταξιδιωτικές εμπειρίες του. Από αυτά τα ταξίδια προκύπτει μια εξαιρετική συλλογή υδατογραφιών του.
Αν και τα έργα του που δεν ήταν παραγγελίες είναι αισθητά πιο οικεία, πνευματώδη και ριζοσπαστικά, η έκθεση στην Tate Britain που θα διαρκέσει μέχρι τον Ιούνιο εξερευνά πώς δούλευε όχι μόνο ως ζωγράφος αλλά και ως στυλίστας για να δημιουργήσει την εικόνα των μοντέλων του, των γυναικών με τις οποίες είχε συχνά στενές σχέσεις.
Αυτή ήταν τότε η μόδα: Πλήθη νεαρών Αμερικανίδων συνέρρεαν στο Παρίσι για να αγοράσουν ρούχα και να κάνουν το κοινωνικό ντεμπούτο τους – και με λίγη τύχη να παντρευτούν ένα μέλος της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας. Άλλαζαν ρούχα τουλάχιστον τέσσερις φορές την ημέρα, κάτι που μοιάζει συναρπαστικό ακόμα και σήμερα.
Ο Σάρτζεντ χρησιμοποίησε τη μόδα ως ισχυρό εργαλείο για να εκφράσει την ταυτότητα και την προσωπικότητα των μοντέλων του. Επέλεγε τακτικά τα ρούχα των γυναικών που του πόζαραν ή τις κατηύθυνε σύμφωνα με το γούστο του. Η καινοτόμος χρήση των κοστουμιών ήταν κεντρική στο έργο του – για παράδειγμα, ένα βαρύ παλτό που είναι τυλιγμένο σφιχτά στο σώμα ενός άντρα για να τονίσει τη σιλουέτα του ή η τιράντα ενός φορέματος που γλιστράει αισθησιακά από τον ώμο μιας γυναίκας. Αυτές οι τολμηρές, ανεπαίσθητες κινήσεις, του επέτρεψαν να εκφράσει το όραμά του ως καλλιτέχνη.
Περίπου 60 από τους πίνακες του Σάρτζεντ παρουσιάζονται στην έκθεση «Fashioned by Sargent», συμπεριλαμβανομένων σημαντικών πορτρέτων που σπάνια ταξιδεύουν στην Tate Britain. Πολλά ρούχα εποχής θα παρουσιαστούν επίσης μαζί με τα πορτρέτα στα οποία οι γυναίκες τα φορούν. Η έκθεση εξετάζει πώς αυτός ο αξιόλογος ζωγράφος χρησιμοποίησε τη μόδα για να δημιουργήσει πορτρέτα τα οποία εξακολουθούν να γοητεύουν το κοινό και τον κόσμο της μόδας σήμερα.
Η τέχνη ισάξια και δίπλα στη μόδα
Η έκθεση σπάει ένα ταμπού: τοποθετεί τη μόδα δίπλα στην τέχνη, σχεδόν ισάξια. Μέχρι σήμερα, οι επιμελητές έδιναν ελάχιστη σημασία στα ρούχα, και οι κριτικοί τέχνης δεν τα ανέφεραν σχεδόν ποτέ. Η μόδα και τα κοστούμια αφηγούνται τις δικές τους μικρότερες και λιγότερο σημαντικές στιγμές κοινωνικής ιστορίας.
Προφανώς το να περπατά κάποιος ανάμεσα στις τουαλέτες που φορούσαν οι γυναίκες που ζωγράφιζε και στους πίνακες του Σάρτζεντ δημιουργεί μια απίστευτη αίσθηση. Γίνεται αφορμή για αποκαλυπτικές συζητήσεις που αφορούν την «Εποχή της Χλιδής», το τέλος του 19ου αιώνα και την αρχή του 20ού, όταν ο Σάρτζεντ δούλευε με πλούσιους, διασημότητες και στενούς του φίλους. Κάθε έργο του προκαλούσε αίσθηση, πολλές φορές όχι με τον τρόπο που θα ήθελαν οι πελάτες του. Στόχος του ήταν να συλλάβει κάτι για το μοντέλο που θα ήταν σύγχρονο αλλά και διαχρονικό, βάζοντάς το σε ένα ιστορικό πλαίσιο.
Υπάρχει κάτι εξαιρετικά αξιόλογο στην υπέροχη τεχνική με την οποία αποτυπώνει τις υφές, το χρώμα και τη ροή των φορεμάτων. Το σχεδόν ανεπαίσθητο θρόισμα του μεταξιού, τις βαριές πτυχές του σατέν, το φτερούγισμα του σιφόν, τη βαθιά αφή του βελούδου που πλάθει. Ο Σάρτζεντ δούλευε το ύφασμα όπως οι παλαιοί δάσκαλοι, ο Βελάσκεθ, ο Φρανς Χαλς, ο Γκένσμπορο. Θεωρούσε ότι η ζωγραφική του ήταν παρόμοια με την τέχνη του μόδιστρου, ιδιαίτερα όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο στερέωνε και δίπλωνε τα φορέματα που φορούν οι γυναίκες.
Ενεργούσε ως στυλίστας και συντάκτης μόδας. Στην πρώτη συνάντηση μαζί του οι γυναίκες έφερναν ένα κουτί με διαφορετικά φορέματα για να διαλέξουν μαζί. Αυτές οι υπέρ-πλούσιες Αμερικανίδες είχαν τεράστια γκαρνταρόμπα, που συχνά έφτανε από το Παρίσι. Αυτή ήταν τότε η μόδα: Πλήθη νεαρών Αμερικανίδων συνέρρεαν στο Παρίσι για να αγοράσουν ρούχα και να κάνουν το ντεμπούτο τους – και με λίγη τύχη να παντρευτούν ένα μέλος της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας. Άλλαζαν ρούχα τουλάχιστον τέσσερις φορές την ημέρα, κάτι που μοιάζει συναρπαστικό ακόμα και σήμερα.
Όπως λέει ο επιμελητής της έκθεσης James Finch, οι παρεμβάσεις του Σάρτζεντ δεν έβρισκαν πάντα σύμφωνες τις πελάτισσές του. Ωστόσο πολλοί πίνακες σήμερα μοιάζουν με κοινωνικό ντοκιμαντέρ για τα όψιμα βικτοριανά ρούχα.
Ένα φόρεμα σκάνδαλο
Ο Σάρτζεντ επρόκειτο να κριθεί σε εκθέσεις όπως το Paris Salon ή η Royal Academy στο Λονδίνο. Όταν έδειξε τη «Madame X», στο Παρίσι το 1884, κυριολεκτικά «κάηκε». Το έργο προσέλκυσε τέτοια αρνητική κριτική εξαιτίας της μιας τιράντας του φορέματος που έπεφτε στο μπράτσο της, που αναγκάστηκε να το ξαναζωγραφίσει με την τιράντα στη θέση της. Αυτός είναι ο λόγος, υποτίθεται, που άφησε το Παρίσι και πήγε να ζήσει στο Λονδίνο. Το έργο παρουσιάζει μια λαμπερή, δυνατή, εκπληκτικά μοντέρνα σιλουέτα και είναι αναμφισβήτητα ο προάγγελος του μικρού μαύρου φορέματος που η Σανέλ επρόκειτο να φτιάξει αρκετές δεκαετίες αργότερα.
Σύντομα πολλές γυναίκες ήθελαν αντίγραφα ή εκδοχές του φορέματος της Madame X. Αν και το όνομα της γυναίκας έχει ίσως ξεχαστεί και το σκάνδαλο χάθηκε στον χρόνο, ο Σάρτζεντ δημιούργησε μια μεγάλη, διαχρονική avant-garde στιγμή μόδας. «Υποθέτω ότι είναι το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει ποτέ», έγραψε όταν πούλησε τον πίνακα στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης το 1916. Τη Virginie Gautreau, το μοντέλο του που πέρασε στην αθανασία, ο Σάρτζεντ την κυνήγησε πολύ και χρειάστηκε να την πείσει για να του ποζάρει. Ήταν μια «επαγγελματίας καλλονή» και όχι μια από τις πλούσιες γυναίκες που του ζητούσαν να ζωγραφίσει το πορτρέτο τους. Ο Σάρτζεντ, του οποίου η σεξουαλικότητα έχει συζητηθεί πολύ, ελκόταν από αντισυμβατικά άτομα όλων των φύλων. Σήμερα μπορεί να οριστεί ως queer καλλιτέχνης.
Σε ένα άλλο έργο του πρωταγωνιστεί ο Γκράχαμ Ρόμπερτσον, φίλος του Όσκαρ Ουάιλντ, με ένα αυστηρό, σκούρο παλτό Chesterfield το οποίο φορούσε μέσα στο καλοκαίρι για να ποζάρει και υπέφερε. Ο Ρόμπερτσον πρέπει να γκρίνιαζε μέσα σε ένα τόσο αποπνικτικό ρούχο, αλλά ο Σάρτζεντ δεν δεχόταν λέξη: «Το παλτό είναι η εικόνα» του έλεγε. Μπορούμε σχεδόν να νιώσουμε την πυκνή υφή του μαλλιού Melton, που περιγράφεται με τις μακριές, επίπεδες πινελιές του Σάρζεντ.
Τα πορτρέτα του Σάρτζεντ έπαιζαν τον δικό τους ρόλο σχεδόν μόλις στέγνωνε το χρώμα, σαν γέφυρα μεταξύ της τέχνης και των τάσεων της μόδας. Αυτό που έκανε, δημιουργώντας ανεξίτηλες δημόσιες εικόνες διασημοτήτων και μοντέλων με εξωφρενικά, μερικές φορές σοκαριστικά ρούχα είναι ακόμα πιο οικείο σήμερα.
Συμβαίνει κάθε χρόνο στο ΜΕΤ γκαλά, με τις σταρ να διαγκωνίζονται για να ανέβουν τα σκαλιά της κοινωνικής και κοσμικής ζωής της Νέας Υόρκης. Και με κάθε εμφάνιση να έχει αναφορές σε προηγούμενους σχεδιαστές, όπως γίνεται εδώ και δεκαετίες στην ιστορία της μόδας: το New Look του 1947 του Ντιορ θύμιζε την Belle Époque. Η διάσημη φωτογραφία του 1948 του Σεσίλ Μπίτον με τα μοντέλα μέσα στις σατέν τουαλέτες τους σε ένα κοσμικό σαλόνι μοιάζει απίστευτα με το σκηνικό της υψηλής κοινωνίας και της μόδας που δημιούργησε ο Σάρτζεντ για τα μοντέλα του.
Με πληροφορίες από Tate Britain Vogue, Guardian, NYT, WSJ, MFABoston