Ένας μικρός πίνακας του Βαν Γκογκ με ύψος 33 εκατοστά που απεικονίζει ένα ζευγάρι εραστών πουλήθηκε για δέκα εκατομμύρια στερλίνες σε μια δημοπρασία του οίκου Sotheby's.
Το έργο A Pair of Lovers (Eglogue en Provence) που ο Βαν Γκογκ ζωγράφισε τον Μάρτιο του 1888, είναι το πιο σημαντικό μέρος ενός πολύ μεγαλύτερου έργου που εγκατέλειψε.
Ο Βαν Γκογκ έκανε ένα σκίτσο του αρχικού πίνακα σε μια επιστολή του προς το φίλο του καλλιτέχνη Εμίλ Μπερνάρ στις 18 Μαρτίου 1888. Ο αρχικός πίνακας απεικόνιζε ένα τοπίο του καναλιού που εκτείνεται μεταξύ της Αρλ και της Μεσογείου, με έναν μεγάλο ήλιο να βυθίζεται στον ορίζοντα.
Ο Βαν Γκογκ δεν ήταν ικανοποιημένος με τη σύνθεση του πίνακα και κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος του μια ημέρα αργότερα. Το μόνο που κράτησε από την αρχική σύνθεση ήταν το κομμάτι με τους δυο εραστές που περπατούν κατά μήκος του καναλιού. Ο άντρας φορά ψάθινο καπέλο και είναι ένας τυπικός αγρότης όπως τον έχει εικονογραφήσει και σε άλλες συνθέσεις του ή θα μπορούσε να είναι και ο ίδιος ο Βαν Γκογκ που φορά το ίδιο ψάθινο καπέλο σε έξι αυτοπροσωπογραφίες του και η γυναίκα με τα φλογερά κόκκινα μαλλιά και τα ζωηρόχρωμα ρούχα ακουμπά τρυφερά το χέρι της στους ώμους του καθώς γέρνει με αγάπη προς το μέρος του. Στον πίνακα αυτό -αν πρόκειται για τον Βαν Γκογκ, ο άνδρας είναι ντυμένος παρόμοια με τη φιγούρα του έργου του «The Artist on the Road toTarascon», έναν πίνακα που πιθανώς καταστράφηκε σε αλατωρυχείο στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ζωγράφισε τουλάχιστον τέσσερα τοπία με τη γέφυρα και όταν περιέγραψε το τοπίο στον Μπερνάρ του ανέφερε τα ζητήματα που τον απασχολούσαν στη σύνθεση, η οποία απεικόνιζε ναυτικούς που επιστρέφουν με τους αγαπημένους τους προς την πόλη, ενώ προβάλλει η σιλουέτα της κινητής γέφυρας απέναντι σε έναν τεράστιο κίτρινο ήλιο.
Το πλήρες τοπίο, όπως περιγράφεται στην επιστολή προς τον Μπερνάρ, έδειχνε μια άποψη της κινητής γέφυρας Langlois, που χτίστηκε τη δεκαετία του 1830 στα νότια προάστια της Αρλ και στο βάθος διακρίνονταν οι πύργοι της εκκλησίας και οι καπνοδόχοι της πόλης. Η γέφυρα Langlois ήταν ένα αγαπημένο μοτίβο για τον Βαν Γκογκ, εν μέρει επειδή του θύμιζε τις κινητές γέφυρες της Ολλανδίας. Ζωγράφισε τουλάχιστον τέσσερα τοπία με τη γέφυρα και όταν περιέγραψε το τοπίο στον Μπερνάρ του ανέφερε τα ζητήματα που τον απασχολούσαν στη σύνθεση, η οποία απεικόνιζε ναυτικούς που επιστρέφουν με τους αγαπημένους τους προς την πόλη, ενώ προβάλλει η σιλουέτα της κινητής γέφυρας απέναντι σε έναν τεράστιο κίτρινο ήλιο. Ο καιρός χάλασε και ο Βαν Γκογκ δε μπορούσε να ζωγραφίζει σε εξωτερικούς χώρους.
Ξεκίνησε να τελειώσει το έργο στο στούντιό του και έγραψε στον αδερφό του Τεό τον τρόπο με τον οποίο ήθελε να ολοκληρώσει το έργο χρησιμοποιώντας συμπαγή και φωτεινά χρώματα συμπληρωματικά ώστε να δείχνουν ακόμα και αυτά τη σχέση του ζευγαριού το μπλε σακάκι του άντρα δίπλα στο πορτοκαλί σάλι της συντρόφου του και τα κόκκινα ρούχα της γυναίκας δίπλα στο σμαραγδένιο πράσινο του νερού.
Ο Βαν Γκογκ προτιμούσε να δουλεύει στη φύση παρά στο στούντιό του, έτσι δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τη σύνθεση με τους εραστές και εγκατέλειψε το τοπίο. Ο καιρός περνούσε και καθώς έμπαινε χειμώνας είχε αλλάξει το φως, έτσι ξεκίνησε ένα νέο έργο, σε έναν άλλο καμβά, σε μια γκρίζα παλέτα χρωμάτων και χωρίς φιγούρες.
Ο Ολλανδός ζωγράφος πέταξε τον προηγούμενο καμβά αλλά έκοψε το κομμάτι με τις δυο αγκαλιασμένες φιγούρες που αντιπροσώπευε το ένα έκτο της αρχικής σύνθεσης. Ο πίνακας που ξεκίνησε αμέσως μετά είναι το The Langlois Bridge, που έχει το ίδιο μέγεθος με την εγκαταλειμμένη εικόνα που κατέστρεψε.
ο θραύσμα της εικόνας που κράτησε είχε σκοπό να το κρατήσει ως μελέτη για φιγούρες που θα έκανε σε άλλη εικόνα.
Αποτελεί μυστήριο το πώς διασώθηκε αυτό το κομμάτι και υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι οι ιδιοκτήτες του Café de la Gare κοντά στο Κίτρινο Σπίτι στην Αρλ, Μαρί και Ζοζέφ Ζινού ήταν αυτοί που το έσωσαν.
Ο πρώτος καταγεγραμμένος ιδιοκτήτης του έργου ήταν ο Παριζιάνος θεατρικός συγγραφέας Ανρί Μπερνστάιν ο οποίος πούλησε το κομμάτι το 1910. Σε αυτό το σημείο ονομάστηκε Eglogue en Provence, με τίτλο εμπνευσμένο από ένα σύντομο ποιμενικό ποίημα.
Από τα τέλη του 20ου αιώνα το κομμάτι έχει ήδη πουληθεί τρεις φορές από τον οίκο Sotheby's. Είναι καταπληκτική η άνοδος της τιμής του. 280.000 στερλίνες το 1986, 2.9 εκ. στερλίνες το 2001, 4.7 εκ. στερλίνες το 2013.
Αν και ολόκληρο το τοπίο καταστράφηκε, ήδη από το 1906 ένας Ελβετός καλλιτέχνης εμπνεύστηκε να προσπαθήσει να ανακατασκευάσει τον πλήρη πίνακα από το σκίτσο του Βαν Γκογκ, το οποίο περιλάμβανε τις σημειώσεις του για τα χρώματα που θα χρησιμοποιούσε.
Το όνομα του καλλιτέχνη είναι Τζιοβάνι Τζακομέτι και ήταν ο πατέρας του διάσημου γλύπτη Αλμπέρτο Τζακομέτι που ξεκίνησε να ανασυνθέσει το χαμένο τοπίο της γέφυρας Langlois από μια αναπαραγωγή του 1906 του γράμματος του σκίτσου σε ένα πρώιμο βιβλίο για τον Βαν Γκογκ από τον Γερμανό ιστορικό τέχνης Julius Meier-Graefe.
Η φανταστική ανακατασκευή του Τζιοβάνι Τζακομέτι μοιάζει ελάχιστα με Βαν Γκογκ, σε πινελιές και χρωματισμούς. Αλλά το 1906 δεν υπήρχαν ουσιαστικά χρωματικές αναπαραγωγές των πινάκων του Βαν Γκογκ και ελάχιστοι είχαν εκτεθεί στην Ελβετία.
Ο βαν Γκογκ ζωγράφισε το ζευγάρι των εραστών στο κανάλι μόλις ένα μήνα μετά την άφιξή του στην Αρλ και δεν είχε γνωριστεί ακόμα με κόσμο και δεν είχε κάνει φιλίες. Κάποιος μπορεί να δει το έργο ως έκφραση μιας ανάγκης του για μια ρομαντική σχέση.