Από τα μέσα περίπου του 19ου και μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, οι πάντες προσκυνούσαν στον βωμό της Σάρα Μπερνάρ. Ήταν μια ηθοποιός της σκηνής σε μια εποχή που το θέατρο ήταν το ισοδύναμο ενός σύγχρονου σταδίου, η πρώτη που εισήγαγε την έννοια της παγκόσμιας διασημότητας.
Γεννημένη στο Παρίσι το 1844, η μικρή Σάρα ήταν ένα ασθενικό παιδί που η μητέρα της προτιμούσε να αγνοεί. Ως ενήλικας όμως, επέμενε να ξεχωρίζει αιχμαλωτίζοντας τους θεατρόφιλους με την υπνωτική φωνή της (την οποία ο Βίκτωρ Ουγκώ είχε χαρακτηρίσει «χρυσή») και την εκρηκτική ερμηνεία της. Κανένας ρόλος και καμιά ιδιότητα δεν ήταν πάνω από τις φιλοδοξίες της: εκτός από ηθοποιός, ήταν συγγραφέας, ζωγράφος, γλύπτρια, σκηνοθέτρια, επιχειρηματίας, φιλάνθρωπος. Οι εφημερίδες της εποχής ενίσχυσαν σημαντικά τον μύθο της «θεϊκής Σάρας», όπως και οι διάφοροι καλλιτέχνες και συγγραφείς που την θεωρούσαν μούσα τους.
Ο φανατισμός που την περιέβαλλε είναι συγκρίσιμος με εκείνον που ενέπνεαν οι Beatles έναν αιώνα αργότερα – οι φανατικοί θαυμαστές της συγκεντρώνονταν κάτω από το παράθυρο του ξενοδοχείου της, οι δημοσιογράφοι παρακολουθούσαν διαρκώς τις κινήσεις της σαν παπαράτσι.
Ως πρωτοπόρος στη δημιουργία ενός προσωπικού brand, θα της φαινόταν οικεία η σημερινή ισχύ των κοινωνικών μέσων. Σε αντίθεση όμως με τους σύγχρονους influencers, πολλοί από τους οποίους φαίνεται να είναι αποφασισμένοι να δημιουργήσουν μια ψευδαίσθηση αυθεντικότητας, εκείνη αρνήθηκε να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από «μεγαλύτερη από τη ζωή».
Μπορεί να ήταν ένα αντικείμενο τεράστιου θαυμασμού, τίποτα πάνω της όμως δεν ήταν παθητικό. Έπαιζε για την κάμερα, δημιουργώντας τη δημόσια εικόνα της με τους δικούς της όρους, με δυναμισμό και πυρετώδη πρωτοτυπία. Η Μπερνάρ αναδημιουργούσε τον εαυτό της ακατάπαυστα –γεμίζοντας τα απομνημονεύματά της με παραμύθια για την καταγωγή της, ζώντας τη ζωή της σε μια κλίμακα που ταίριαζε με τα έπη στα οποία πρωταγωνιστούσε– ως πράξη αντίστασης. Μόνο η ίδια μπορούσε να ορίζει τον εαυτό της, και ακόμη και σήμερα, 100 χρόνια μετά το θάνατό της, μας προκαλεί να προσπαθήσουμε να την ερμηνεύσουμε.
Η Σάρα Μπερνάρ θάμπωνε το κοινό επειδή ήταν ελεύθερη. «Έκανε ό,τι ήθελε και δεν την ένοιαζε τι σκέφτονταν οι άλλοι», δηλώνει η Annick Lemoine, διευθύντρια του Petit Palais στο Παρίσι και συν-επιμελήτρια της μεγάλης έκθεσης “Sarah Bernhardt: And the Woman Created the Star” που φιλοξενείται εκεί μέχρι τις 27 Αυγούστου. «Αγαπούσε τους άνδρες και τις γυναίκες. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο. Απέκτησε έναν γιο εκτός γάμου και τον μεγάλωσε με τον τρόπο που εκείνη ήθελε. Δεν φοβόταν τίποτα».
Στα 18 της εντάχθηκε στον διάσημο θίασο του θεάτρου Comédie Française, στο Παρίσι, δεν θα έμενε όμως εκεί για πολύ. Ένας καυγάς που ξέσπασε ανάμεσα στη ζωηρή ενζενί και σε μια βετεράνο ηθοποιό οδήγησε στην απόλυση της Μπερνάρ – άλλη μια αναταραχή στην ήδη πολυκύμαντη ζωή της. Ο πατέρας της είχε προ πολλού εξαφανιστεί από το προσκήνιο και η μητέρα της, μια παρισινή εταίρα, έστελνε διαρκώς την κόρη της σε διάφορα ιδρύματα ανά τη Γαλλία – σε οικοτροφείο, σε παιδικό σταθμό στην εξοχή, σε μοναστήρι.
Λίγο καιρό αφότου την έδιωξαν από την Comédie Française, αποπειράθηκε με μεγάλη επιτυχία μια αναβίωση του έργου του Αλέξανδρου Δουμά «Κην ή Αταξία και μεγαλοφυία» το 1868. Από πρωτοεμφανιζόμενη σε ολοκληρωμένη πρωταγωνίστρια, ανέλαβε τολμηρούς ρόλους όπως η Κλεοπάτρα, η Ιωάννα της Λωραίνης και ο Άμλετ – χαρακτήρες που τους κατοίκησε σαν άγριο πνεύμα, αντί να τους υποδυθεί απλώς. Έκανε περιοδείες με τις μεγαλύτερες επιτυχίες της και έδωσε παραστάσεις σε όλη την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Γνωστή για τις υπερβολικές σκηνές θανάτου στις παραστάσεις της, η Μπερνάρ είχε ταλέντο στο μελόδραμα, ενώ στην ιδιωτική της ζωή ήταν επίσης εκκεντρική με ιδιαίτερη προτίμηση στο μακάβριο. Ένα από τα πολλά καπέλα της ήταν διακοσμημένο με μια ταριχευμένη νυχτερίδα ενώ είχε επίσης φωτογραφηθεί μέσα σε ένα φέρετρο να παριστάνει τη νεκρή.
Πάνω από εκατό προσωπικά της αντικείμενα από ιδιωτικές συλλογές και δημόσια ιδρύματα από όλο τον κόσμο εκτίθενται στο Petit Palais, μαζί με έργα τέχνης από και για την Μπερνάρ, κοστούμια, αξεσουάρ, διαφημιστικές καμπάνιες, φωτογραφίες, αποσπάσματα από βωβές ταινίες και φωνογραφικές ηχογραφήσεις. (Φυσικά, ήταν από τους πρώτους που εκμεταλλεύτηκαν τις νέες τεχνολογίες της εποχής για την αυτοπροβολή της). Οι σπουδαιότεροι ρόλοι της Μπερνάρ έμοιαζαν με τις περσόνες του Ντέιβιντ Μπόουι. Δεν ζωντάνεψε, ας πούμε, την αυτοκράτειρα Théodora ή την καταδικασμένη τραγουδίστρια Floria Tosca, τις απορρόφησε μέσα της. Στο δεύτερο μισό της καριέρας της, βαριεστημένη από τους τραγικούς γυναικείους ρόλους που έχτισαν τη φήμη της, υποδύθηκε εφήβους και άντρες.
Ως πρωτοπόρος στη δημιουργία ενός προσωπικού brand, θα της φαινόταν οικεία η σημερινή ισχύ των κοινωνικών μέσων. Σε αντίθεση όμως με τους σύγχρονους influencers, πολλοί από τους οποίους φαίνεται να είναι αποφασισμένοι να δημιουργήσουν μια ψευδαίσθηση αυθεντικότητας, εκείνη αρνήθηκε να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από «μεγαλύτερη από τη ζωή». Γι' αυτό, όπως ο Κιάνου Ριβς ή ο Νίκολας Κέιτζ λόγου χάρη, έπαιζε πάντα μια αναβαθμισμένη εκδοχή του εαυτού της. Η ένταση μεταξύ της πανίσχυρης ατομικότητάς της και της δραματικής της δεινότητας παρήγαγε κάτι σπάνιο για την εποχή της: μια μεγάλη σταρ.
Με στοιχεία από The New York Times