Ο Χρυσός Λέων για την καλύτερη συμμετοχή στη διεθνή έκθεση «Το γάλα των ονείρων» στην Μπιενάλε απονεμήθηκε στην Αμερικανίδα καλλιτέχνιδα Σιμόν Λι. Η επιβλητική γυναικεία φιγούρα που φιλοτέχνησε, με τίτλο «Brick House», δεσπόζει στο πιο σημαντικό κομμάτι της έκθεσης στη Βενετία.
Η Σεσίλια Αλεμάνι, καλλιτεχνική διευθύντρια της 59ης Μπιενάλε, ως επιμελήτρια έργων τέχνης της High Line στη Νέα Υόρκη, εντυπωσιασμένη από τα έργα της Λι, της έδωσε το 2016 την πρώτη της μεγάλη παραγγελία και 250.000 δολάρια για να φτιάξει το πρώτο της έργο σε μπρούτζο. Μετά από τριάντα χρόνια που δούλευε με πηλό, η Λι έκανε για πρώτη φορά ένα έργο μεγάλης κλίμακας με άλλο υλικό.
Την άνοιξη του 2019 η δεκαέξι ποδιών μπρούτζινη προτομή μιας μαύρης γυναίκας εμφανίστηκε στη High Line της Νέας Υόρκης. Τα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε μακριές πλεξούδες και ο κορμός της είχε μια αρχιτεκτονική διάσταση, η οποία απηχούσε το παραδοσιακό οικοδομικό στυλ του λαού Mousgoum του Καμερούν. Το μνημειώδες γλυπτό της High Line ήταν παραστατικό και αφηρημένο, μια μυστηριώδης και μεγαλοπρεπής θεά της μαύρης γυναικείας φύσης.
Τα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε μακριές πλεξούδες και ο κορμός της είχε μια αρχιτεκτονική διάσταση, η οποία απηχούσε το παραδοσιακό οικοδομικό στυλ του λαού Mousgoum του Καμερούν. Το μνημειώδες γλυπτό της High Line ήταν παραστατικό και αφηρημένο, μια μυστηριώδης και μεγαλοπρεπής θεά της μαύρης γυναικείας φύσης.
Η Λι, που γεννήθηκε το 1967 στο Σικάγο, εκπροσωπεί στην 59η Διεθνή Έκθεση Τέχνης τις Ηνωμένες Πολιτείες με την έκθεση «Sovereignty» στο αμερικανικό περίπτερο.
Σε όλη τη διάρκεια του έργου της αναλύει μέσα από τη γλυπτική, το βίντεο ή την περφόρμανς την κατασκευή της υποκειμενικότητας της μαύρης γυναίκας.
Τα μεγάλης κλίμακας γλυπτικά έργα της ενώνουν μορφές που προέρχονται από τη λαϊκή αρχιτεκτονική και το γυναικείο σώμα, αποδίδοντάς τα μέσω υλικών και διαδικασιών που σχετίζονται με τις καλλιτεχνικές παραδόσεις της Αφρικής και της αφρικανικής διασποράς, επαναπροσδιορίζοντας τις έννοιες του χώρου, του χρόνου και της ύπαρξης.
Το έργο «Sovereignty» για την Μπιενάλε αναμειγνύει διαφορετικές ιστορίες και αφηγήσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με τις τελετουργικές παραστάσεις των λαών Baga στη Γουινέα, τον πρώιμο υλικό πολιτισμό των μαύρων Αμερικανών από την περιοχή Edgefield της Νότιας Καρολίνας και την Αποικιακή Έκθεση του 1931 στο Παρίσι. Με μια σειρά από νέα χάλκινα και κεραμικά, η Λι παρεμβαίνει ευφάνταστα για να καλύψει τα κενά στο ιστορικό αρχείο προτείνοντας νέες υβριδικότητες.
Με τη Σόνια Μπόις να κερδίζει το Χρυσό Λιοντάρι για το Εθνικό Περίπτερο της Μεγάλης Βρετανίας και τη Σιμόν Λι το Χρυσό Λιοντάρι για τη συμμετοχή της στο Αρσενάλε, η Μπιενάλε της Βενετίας έζησε μια ιστορική στιγμή, με δυο μαύρες καλλιτέχνιδες να τιμώνται την ίδια χρονιά, δυο δημιουργούς που κινούνται και επεξεργάζονται την ίδια προβληματική στα έργα τους, η οποία σχετίζεται με τη γυναικεία φύση και παρουσία.
Υπάρχει φυσικά μια τάση προς την ανάδειξη των μαύρων καλλιτεχνών. Οι γκαλερί που γνωρίζουν την αγορά προσπαθούν να προσθέσουν μαύρους καλλιτέχνες στους καταλόγους τους και σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Kerry James Marshall, η Kara Walker, ο David Hammons, πετυχαίνουν τιμές-ρεκόρ στις δημοπρασίες. Οι ΗΠΑ σε επίπεδο πολιτιστικό τα πάνε καλύτερα από όσο στην καθημερινή ζωή όσον αφορά τα ζητήματα καταπίεσης και ρατσισμού κατά των μαύρων και τη χώρα έχουν εκπροσωπήσει δυο φορές Αφροαμερικανοί καλλιτέχνες – ο Mark Bradford το 2017 και ο Martin Puryear το 2019. Η Λι είναι η πρώτη μαύρη γυναίκα που έχει εκπροσωπήσει τις ΗΠΑ σε Μπιενάλε.
Γεννήθηκε στο Σικάγο από Τζαμαϊκανούς γονείς. Ο πατέρας της ήταν ιεραπόστολο και ζούσαν σε μια γειτονιά που όλοι ήταν μαύροι. Αργότερα έλεγε: «Όλοι ήταν μαύροι, οπότε μεγάλωσα νιώθοντας ότι το χρώμα μου δεν προκαθόριζε τίποτα για μένα. Ήταν πολύ καλό για την αυτοεκτίμησή μου. Ακόμα νιώθω τυχερή που μεγάλωσα σε αυτό το χωνευτήρι». Φοίτησε στο Earlham College στο Ρίτσμοντ και πήρε πτυχίο στις Καλές Τέχνες. Όταν έκανε την πρακτική της στο Εθνικό Μουσείο Αφρικανικής Τέχνης, και ενώ σχεδίαζε να γίνει κοινωνική λειτουργός, άρχισε να ενδιαφέρεται για την αφρικανική και αφροαμερικανική τέχνη και τις αναπαράστάσεις της στον δυτικό κόσμο.
Η Λι άργησε πολύ να καταλάβει ότι ήθελε να γίνει καλλιτέχνιδα. Άρχισε να φτάχνει κεραμικές φιγούρες, χρησιμοποιώντας αφρικανικά μοτίβα που τείνουν να έχουν μοντερνιστικά χαρακτηριστικά. Ποτέ δεν έφτιαξε χρηστικά αντικείμενα και το έγο της έχει περιγραφεί ως μέρος του επαναπροσδιορισμού της κεραμικής από μια γενιά σε διεπιστημονικό πλαίσιο. Δεν αποκάλεσε τον εαυτό της καλλιτέχνη μέχρι το 2001, όταν ήταν ανύπαντρη μητέρα και μεγάλωνε την κόρη της, Zenobia, στο Crown Heights του Μπρούκλιν, παλεύοντας με τον κόσμο της τέχνης που έβλεπε την κεραμική υποτιμητικά, ως υλικό για χομπίστες ή αγγειοπλάστες.
Δίδασκε τέχνη σε προγράμματα προσχολικής αγωγής. «Μου άρεσε να διδάσκω τέχνη σε παιδιά, είναι υπέροχοι καλλιτέχνες και δεν χρειάζονται έγκριση από κανέναν στα έργα τους», λέει. Όταν κατάφερε να κάνει την πρώτη της έκθεση, το 2001, στην γκαλερί Rush Arts Gallery, λίγο μετά την 11η Σεπτεμβρίου, τράβηξε την προσοχή του συλλέκτη A. C. Hudgins, που έγινε μέντορας και ένας από τους σημαντικότερους υποστηρικτές της μαζί με την Peggy Cooper Cafritz, τη συλλέκτρια και ακτιβίστρια των πολιτικών δικαιωμάτων στην Ουάσινγκτον, και την καλλιτέχνιδα και συγγραφέα Lorraine O'Grady.
Άρχισε να παίρνει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και residencies – προσκλήσεις για να εργαστεί σε κοινοτικούς χώρους όπως το Lower Manhattan Cultural Council και το Henry Street Settlement, όπου το έργο της είδαν άλλοι καλλιτέχνες και επιμελητές μουσείων. Τα καλοκαίρια τα περνούσε στην Αφρικη και ερχόταν σε επαφή με πολλούς Αφρικανούς επιμελητές και καλλιτέχνες, μαθαίνοντας την ιστορία της. Ήδη είχε αρχίσει να γίνεται γνωστή εκτός ΗΠΑ, αλλά στην πατρίδα της η αναγνώριση εξακολουθούσε να φαίνεται μακρινή και αβέβαιη.
Η Λι συνέχισε να δουλεύει, επιστρέφοντας πάντα σε μια εννοιολογική γλώσσα γύρω από τη γυναικεία φύση, τοποθετώντας τη στο πλαίσιο της αμερικανικής ιστορίας της τέχνης και αποτυπώνοντάς τη στη μορφή, στο υλικό, στο θέμα, στα αντικείμενα, ακόμα και στις λογοτεχνικές της εμπνεύσεις. Η αστείρευτη ενέργειά της, η υψηλή δεξιοτεχνία της και το διευρυνόμενο όραμά της την κράτησαν σε εγρήγορση, και η αναγνώριση, όταν ήρθε, ήταν τόσο αποφασιστική ώστε η πρόσκληση να εκπροσωπήσει τη χώρα της στην Μπιενάλε φάνηκε προδιαγεγραμμένη.
Αυτό την εκτίναξε στην πρώτη γραμμή και άρχισε να την εκπροσωπεί η γκαλερί Hauser & Wirth. Σε μια έκθεση στη Ζυρίχη, τα μεγάλα γλυπτά της κοστολογούνταν επτακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια και όλα πουλήθηκαν την πρώτη εβδομάδα. Όμως η Λι εγκατέλειψε τη μεγάλη και διάσημη γκαλερί, δημιουργώντας σάλο στον κόσμο της τέχνης, λέγοντας απλώς ότι «απλώς δεν είναι κατάλληλο για μένα. Δεν μου ταίριαζε». Διάλεξε την γκαλερί του Matthew Marks, στο ρόστερ του οποίου περιλαμβάνονται οι Robert Gober, Jasper Johns, Vija Celmins, Katharina Fritsch, Martin Puryear και Charles Ray.
Τα χάλκινα γλυπτά της, που παρουσιάζονται στο αμερικανικό περίπτερο, χυτεύτηκαν από πήλινα μοντέλα. Στο προαύλιο υπάρχει ένα μνημειώδες μπρούντζινο γλυπτό, ενώ η στέγη του περιπτέρου είναι αχυρένια, θυμίζοντας την αφρικανική καταγωγή της. Οι πέντε αίθουσες του περιπτέρου στεγάζουν αλληλένδετα έργα από πηλό, μπρούντζο και άχυρο, γεμίζοντας τον χώρο της γκαλερί με εικονιστικές αναπαραστάσεις για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια.
Αυτή την περίοδο, η Λι και η φίλη της Rashida Bumbray οργανώνουν μια συνάντηση μαύρων γυναικών καλλιτεχνών, συγγραφέων και ακαδημαϊκών, με τίτλο «Loophole of Retreat», η οποία θα πραγματοποιηθεί στην Μπιενάλε από τις 8 έως τις 11 Οκτωβρίου. Πρόκειται για τη συνέχεια μιας συνάντησης με τον ίδιο τίτλο στο Guggenheim το 2019, τη χρονιά που γινόταν εκεί έκθεση με τα έργα της Λι. Ο τίτλος παραπέμπει στο «Incidents in the Life of a Slave Girl» του 1861, την αυτοβιογραφία της Harriet Jacobs, η οποία πέρασε επτά χρόνια σε μια κρυψώνα στη σοφίτα της γιαγιάς της, κρυμμένη από τον κτηνώδη ιδιοκτήτη της. Το επόμενο σχέδιό της Λι είναι η δημιουργία ενός χώρου για τις μαύρες γυναίκες διανοούμενες.
«Χαρτογραφώ μια ιστορία αλλαγής και προσαρμογής», έχει γράψει, «μέσα από αντικείμενα και χειρονομίες και την ασταμάτητη κίνηση των μαύρων γυναικών προς τα εμπρός».