Πώς τα κατάφερε η Λαβίνια Φοντάνα;», αναρωτιέται ο Τζόναθαν Τζόουνς στον «Γκάρντιαν», ο οποίος γράφει για μια καλλιτέχνιδα της Αναγέννησης που οι πίνακές της σήμερα, κάτω από νέο φως, θα μπορούσαν να θεωρηθούν άσεμνοι και εξίσου εξωφρενικοί με αυτούς των ανδρών συναδέλφων της.
Ακόμα και πέντε αιώνες αργότερα μοιάζει αδιανόητο ότι έκανε γυμνό τον 16ο αιώνα μια γυναίκα που δεν είχε πρόσβαση σε γυμνά μοντέλα και το μόνο γυμνό που θα μπορούσε να δει ήταν ο εαυτός της στον καθρέφτη. Το σώμα της απεικονίζεται στο έργο της «Minerva Dressing» του 1613. Η απεικόνιση του γυμνού σώματος από μια γυναίκα της Αναγέννησης έχει αποτελέσει πεδίο αντιπαράθεσης πολλών ειδικών. Πώς το έκανε; Οι ειδικοί συμφωνούν ότι είχε πρόσβαση μόνο στον εαυτό της, ή στο στενό περιβάλλον της, στον σύζυγό της, που έχει αποδειχθεί μάλλον ανεκτικός για τα πρότυπα της εποχής.
Το 2019, το Μουσείο Πράδο της Μαδρίτης παρουσίασε την έκθεση «A Tale of Two Women Painters: Sofonisba Anguissola and Lavinia Fontana», αφιερώνοντας για πρώτη φορά μια μεγάλη έκθεση με περισσότερα από 60 έργα σε δυο γυναίκες της Αναγέννησης. Ήταν η πρώτη φορά που η περίπτωση της Λαβίνια Φοντάνα ερχόταν σε πρώτο πλάνο στα μάτια του κοινού, εν μέσω του κινήματος #metoo αλλά και της συζήτησης που έχει ξεκινήσει για την υποτίμηση των γυναικών καλλιτεχνών μέσα στους αιώνες.
Τα πορτρέτα της από μόνα τους αποτελούν ένα λαμπρό καλλιτεχνικό επίτευγμα. Έχει «μάτι» για την ανθρώπινη μοναδικότητα και αυτό κάνει τα μοντέλα της να μοιάζουν ζωντανά μετά από τόσους αιώνες. Αυτό δεν αφορά μόνο τις γυναίκες που ζωγραφίζει αλλά και τους άντρες.
Η έκθεση σημείωνε ότι αυτές οι ζωγράφοι έχουν προσφέρει περισσότερα στην κοινωνική ιστορία παρά στον αισθητικό ενθουσιασμό. Η Φοντάνα ήταν ικανή αλλά όχι μεταμορφωτική, τα έργα της δεν ήταν εκθαμβωτικής πρωτοτυπίας, η ζωγραφική της δεν ήταν πρωτοποριακή, ωστόσο αξίζει την ίδια και μεγαλύτερη ευγένεια από τις ιστορίες αμέτρητων αντρών καλλιτεχνών δεύτερης διαλογής.
Όπως οι περισσότερες γυναίκες καλλιτέχνες της εποχής της, η Λαβίνια ήταν κόρη ενός καθιερωμένου ζωγράφου. Ο πατέρας της, Πρόσπερο Φοντάνα, την εκπαίδευσε στο εργαστήριό του στην Μπολόνια να ζωγραφίζει με τη δική του καλλιτεχνική νοοτροπία, με τη μανιέρα του. Εκείνες τις μέρες, η ύπαρξη ενός πατέρα που ζωγράφιζε επέτρεπε σε μια νεαρή γυναίκα να αποκτήσει εμπειρία στο στούντιο –το παραδοσιακό σύστημα λειτουργίας τους ήταν ανοιχτό αποκλειστικά σε άνδρες μαθητευόμενους–, χωρίς να διακινδυνεύσει τη φήμη της. Ήταν ο μόνος τρόπος για να μάθει ένα κορίτσι τέχνη στην Ευρώπη χωρίς να κατηγορηθεί ως ελαφρών ηθών και να κλειστεί στο σπίτι της υπό την κηδεμονία του κράτους.
Ακόμη και μεταγενέστερες καλλιτέχνιδες, όπως η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι τον 17ο αιώνα και η Αντζέλικα Κάουφμαν τον 18ο αιώνα, εκπαιδεύτηκαν στα εργαστήρια του πατέρα τους.
Η Φοντάνα είναι η πρώτη Ιταλίδα επαγγελματίας ζωγράφος της οποίας έχουμε τόσο μεγάλο σύνολο έργου στη διάθεσή μας. Γεννήθηκε το 1552, γέννησε έντεκα παιδιά, από τα οποία έζησαν τα τρία, και έγινε γνωστή ζωγραφίζοντας ευγενείς της γενέτειράς της. Το φύλο της, που την εμπόδισε από μια καλύτερη καριέρα, τη βοήθησε να δημιουργήσει πιο εύκολα θερμές σχέσεις με τις πελατισσές της.
Αφού παντρεύτηκε τον Πάολο Ζάπι συνέχισε να ζωγραφίζει για να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά της, ενώ ο άντρας της ήταν ο βοηθός της και φρόντιζε για το νοικοκυριό. Η Φοντάνα ισχυριζόταν ότι ως βοηθό της δεν τον άφηνε να επέμβει στα έργα της, πάρα μόνο να γεμίζει χρώμα τις περιοχές. Αυτά ακούγονται πολύ προχωρημένα ακόμα και σήμερα. Με την οικογένειά της μετακόμισε στη Ρώμη ως προστατευόμενη του πάπα Κλήμη και δούλεψε ως παπική πορτρετίστα. Έζησε μέσα στην καλλιτεχνική αποδοχή και την οικονομική ευημερία, έχοντας πολλές παραγγελίες από μαικήνες και θαυμαστές του έργου της, που είναι το μεγαλύτερο που έχει αποδοθεί σε γυναίκα καλλιτέχνιδα πριν από το 1700.
Ζωγράφιζε στυλιζαρισμένα και πολλά έργα της μοιάζουν με εντιτόριαλ μόδας. Στο έργο της «Κυρία της οικογένειας Ruini» (1593) η αρχόντισσα που ποζάρει χαμογελά ήρεμα καθώς χαϊδεύει το σκυλάκι της. Το σκυλάκι φορά ένα σκουλαρίκι, δίνοντας στον πίνακα μια μεγάλη δόση από την εκκεντρικότητα της εποχής.
Στο «Άρης και Αφροδίτη», μια ερμηνεία του ελληνικού μύθου, κυριαρχεί ένας κρανοφόρος Άρης που ακουμπά τους ωχρούς γλουτούς μιας γυναίκας, μιας θεάς που μας ρίχνει ένα βλέμμα πίσω από την πλάτη της. Ηδονοβλεπτική και σκανδαλιστική εικόνα, αναιδής για την εποχή, με τη γυναίκα να συναινεί για όσα υπόσχεται η συνέχεια αυτής της συνεύρεσης, που συνοδεύεται από κρασί και έναν ερωτιδέα που έχει αποκοιμηθεί στην άκρη του κρεβατιού. Η Φοντάνα ζωγράφισε τον πίνακα περίπου το 1595. Δεν είναι γνωστοί άλλοι γυμνοί πίνακες της Αναγέννησης από γυναίκες πριν από αυτόν.
Η Μπολόνια, στην οποία έζησε η Φοντάνα, ήταν μια πόλη όπου οι γυναίκες μπορούσαν να επιδιώξουν περισσότερα. «Είναι πολύ εντυπωσιακό πόσο διαφορετικές ήταν οι ευκαιρίες μεταξύ αυτής και, ας πούμε, της Φλωρεντίας», λέει η Caroline Campbell, που διορίστηκε πρόσφατα ως διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης της Ιρλανδίας – η πρώτη γυναίκα σε αυτήν τη θέση. «Είναι ο τόπος του παλαιότερου πανεπιστημίου του κόσμου, το οποίο απένειμε διδακτορικά σε φοιτήτριες ήδη από τον 13ο αιώνα».
Μπορεί η Φοντάνα να θεωρείται η πρώτη γυναίκα επαγγελματίας ζωγράφος, αλλά ήδη από τις αρχές του 16ου αιώνα ένα άλλο όνομα γυναίκας ζωγράφου κάνει την εμφάνισή του, αυτό της Προπέρτσια ντε Ρόσι, που κατηγορήθηκε ότι επιτέθηκε σε έναν άνδρα αντίπαλό της θέλοντας να του βγάλει τα μάτια και καταστρέφοντας τις μπογιές του. Η Φοντάνα ακολούθησε μια πιο παραδοσιακή διαδρομή: δικτυώθηκε με τις οικογένειες της ελίτ της Μπολόνια και έγινε η αγαπημένη τους πορτρετίστα. Η φιλία της με γυναίκες της ανώτερης τάξης είναι πολύ εμφανής στον ιστορικό πίνακα της, πλάτους άνω των τριών μέτρων, «Η Επίσκεψη της Βασίλισσας του Σαβά στον Βασιλιά Σολομώντα», που θεωρείται το αριστούργημά της. Καθώς η βασίλισσα του Σαβά χαιρετά τον Σολομώντα, συνοδεύεται από μια κομψή γυναικεία συνοδεία, όλες ντυμένες με αναγεννησιακά ρούχα, κάποιες να μας κοιτούν κατάματα, άλλες να ποζάρουν αγέρωχα ή ανέμελα. Είναι όλα προφανώς πορτρέτα. Ακριβώς όπως οι άντρες ζωγράφοι, από τον Βερονέζε έως τον Ζοφάνι, που γέμιζαν τις σκηνές πλήθους με άντρες φίλους τους ή αξιοσημείωτες προσωπικότητες, έτσι και η Φοντάνα έχει συμπεριλάβει τις φίλες της σε αυτήν τη θεαματική σκηνή.
Η έκθεση των έργων της Φοντάνα «Trailblazer, Rule Breaker» στην Εθνική Πινακοθήκη της Ιρλανδίας, στο Δουβλίνο, που θα διαρκέσει από τις 6 Μαΐου έως τις 27 Αυγούστου, είναι μια εντυπωσιακή πανδαισία πορτρέτων, μυθολογίας, σχεδίων που αναδεικνύουν τη Φοντάνα ως μια αληθινή γυναίκα της Αναγέννησης στην καλλιτεχνική και πνευματική αιχμή της εποχής της.
Τα πορτρέτα της από μόνα τους αποτελούν ένα λαμπρό καλλιτεχνικό επίτευγμα. Έχει «μάτι» για την ανθρώπινη μοναδικότητα και αυτό κάνει τα μοντέλα της να μοιάζουν ζωντανά μετά από τόσους αιώνες. Αυτό δεν αφορά μόνο τις γυναίκες που ζωγραφίζει αλλά και τους άντρες. Έχει την οικειότητα ενός ανατόμου της ανθρώπινης φύσης που δεν γνωρίζει φύλο, μας βλέπει ψύχραιμα και συνειδητά. Βάζει τον εαυτό της ανάμεσα στους άνδρες της Αναγέννησης, επιδεικνύοντας τη δική της διανόηση και τα επιτεύγματά της. Στην «Αυτοπροσωπογραφία» της δεν τονίζει την ευγένεια, αλλά αντιθέτως προβάλλει τον εαυτό της ως επαγγελματία καλλιτέχνη, σκιαγραφώντας τη συλλογή της με αγαλματίδια.
Έχει φτιάξει και ένα αριστουργηματικό έργο που δεν συμπεριλαμβάνεται στην έκθεση αυτή: την Antonietta Gonzalez, ένα μικρό παιδί με τριχωτό πρόσωπο. Είναι ένα θαυμάσιο ντοκουμέντο της εποχής της, όταν ανθρώπινα όντα που έμοιαζαν διαφορετικά ή τερατώδη γύριζαν σε περιοδείες στην Ευρώπη και εμφανίζονταν ως αξιοθέατα. Η ασθένεια της υπερτρίχωσης της Γκονζάλεζ, της οποίας η περίπτωση είναι η παλαιότερη αυτής της ασθένειας που περιγράφεται στην Ευρώπη, δεν την εμπόδισε να είναι μέλος της αυλής του βασιλιά Ερρίκου Β' της Γαλλίας, ενώ συμμετείχε τακτικά σε κοινωνικές δραστηριότητες. Προφανώς η Φοντάνα τη ζωγράφισε όταν στάλθηκε στην αυλή της Μαργαρίτας ντε Πάρμα.
Η Φοντάνα ως καλλιτέχνιδα μελετά με τόλμη το σώμα, τη φύση, τη διαφορετικότητα, τους άνδρες της εποχής της. Ως τέτοια παρατηρήτρια και μόνο αξίζει να την προσέξουμε και να ρίξουμε μια πιο επίμονη ματιά στην αφήγηση και στα έργα της.
Με πληροφορίες από Guardian, Prado, National Gallery Ireland