Θα περίμενε ίσως κανείς ότι το θέαμα των επισκεπτών που στριμώχνονται διστακτικά ανάμεσα στο γυμνό νεαρό ζευγάρι που φρουρεί την πόρτα της γκαλερί στην έκθεση της Μαρίνα Αμπράμοβιτς στη Royal Academy του Λονδίνου, θα προκαλούσε κάποια αίσθηση υπέρβασης. Το γεγονός ότι δεν συμβαίνει αυτό –κάποια αμήχανα χαμόγελα, μια αόριστα καλοπροαίρετη αδιαφορία τριγύρω– κάτι μας λέει για το πόσο εξημερωμένο είναι αυτό το είδος performance art.
Η Αμπράμοβιτς έχει απολύτως κατοχυρώσει το στάτους μιας διεθνούς σταρ της τέχνης την τελευταία δεκαετία περίπου και η μεγάλη αναδρομική της έκθεση στο Λονδίνο μας δείχνει κάτι για το τίμημα αυτής της διασημότητας – πώς ένα είδος ακραίας, αντιφατικής τέχνης που κάποτε μπορούσε να εκληφθεί ως συγκρουσιακό, ακόμη και ριζοσπαστικό, έχει καταλήξει να είναι το αγαπημένο των mainstream γκαλερί. Και πώς η ίδια η Αμπράμοβιτς έχει μεταμορφωθεί στην πρωθιέρεια μιας πολύ σύγχρονης συγχώνευσης της βιωματικής τέχνης και της κουλτούρας θυματοποίησης, προσφέροντας τη δική της μορφή θείας κοινωνίας, μεταξύ του κοινού και της σχεδόν αγιοποιημένης μορφής του «καλλιτέχνη».
Η Αμπράμοβιτς έχει απολύτως κατοχυρώσει το στάτους μιας διεθνούς σταρ της τέχνης την τελευταία δεκαετία περίπου και η μεγάλη αναδρομική της έκθεση στο Λονδίνο μας δείχνει κάτι για το τίμημα αυτής της διασημότητας – πώς ένα είδος ακραίας, αντιφατικής τέχνης που κάποτε μπορούσε να εκληφθεί ως συγκρουσιακό, ακόμη και ριζοσπαστικό, έχει καταλήξει να είναι το αγαπημένο των mainstream γκαλερί.
Η ιστορία της performance art είναι φορτωμένη με χρήσεις και καταχρήσεις του σώματος, και η Αμπράμοβιτς έχει γίνει –αν μη τι άλλο, λόγω της καθαρής επιμονής της– η πιο διάσημη σύγχρονη εκπρόσωπος του είδους, παρότι όπως πολλοί performance artists που ξεκίνησαν την δεκαετίας του 1970, στην πραγματικότητα ακολουθούσε τα βήματα πρωτοπόρων όπως η Yoko Ono, η Carolee Schneemann ή άλλοι καλλιτέχνες της δεκαετίας του 1960 που έκαναν τα "happenings" τους πολύ πριν εφευρεθεί ο όρος "performance art".
Σε μια κοινωνία όπως η σημερινή στην οποία οι άνθρωποι αισθάνονται πιο απομονωμένοι, πιο ανήσυχοι, πιο ευάλωτοι – σ’ αυτή την εποχή της παραλυτικής ευπάθειας, υπάρχει μια ιδιότυπη δίψα για θεραπεία και υπέρβαση, και η Αμπράμοβιτς προσφέρει και τα δύο. Όχι στον ιδιωτικό χώρο του εξομολογητηρίου ή του γραφείου του ψυχαναλυτή, αλλά στη λάμψη του δημόσιου φόρουμ μιας γκαλερί. Το έργο της μεταφέρει παράξενους απόηχους από τον μυστικισμό της μεσαιωνικής Ευρώπης, όπως διαπιστώνει κανείς και από το τεράστιο πανό που κρέμεται πάνω από την αυλή της Ακαδημίας και δείχνει την ίδια σε διάφορες εκδηλώσεις τρέλας και έκστασης.
Ο μυστικισμός του 21ου αιώνα που πρεσβεύει η Αμπράμοβιτς είναι ένα συνονθύλευμα ανατολικού πνευματισμού, βουδισμού, ασκητικού χριστιανισμού, παγανισμού και, όταν φτάνει κανείς στα πιο πρόσφατα έργα, κρυστάλλων και ημιπολύτιμων λίθων, που διοχετεύουν όποια «ενέργεια» επιμένουν τα κείμενα της γκαλερί ότι προβάλλει η εικαστικός.
Για τους θαυμαστές της, αναμφίβολα, η Αμπράμοβιτς είναι μια γενναία προφήτης καλύτερων τρόπων ύπαρξης που μεταδίδει στο κοινό την μεσσιανική αύρα της, μια ενάρετη μαχήτρια κατά της αδικίας. Μεγάλο μέρος της δημοσιογραφικής κάλυψης της έκθεσης επανέλαβε τον ισχυρισμό (ο οποίος φαίνεται να ξέφυγε από την πρόσφατη συνέντευξη της στον Guardian) ότι είναι η πρώτη γυναίκα καλλιτέχνης που τιμάται με ατομική έκθεση στην 255χρονη ιστορία της Ακαδημίας, προκαλώντας έναν καταιγισμό σχολίων που καταφέρονται εναντίον της βαθιά ριζωμένης κουλτούρας του σεξισμού.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Ομολογουμένως, η Royal Academy δεν είναι, ιστορικά, το πιο προοδευτικό ίδρυμα σε ό,τι αφορά την έμφυλη ισορροπία. Όμως η πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση μιας εν ζωή γυναίκας καλλιτέχνιδας στο ίδρυμα ήταν της Βρετανίδας γλύπτριας Elisabeth Frink, το 1985. Στη Frink προσφέρθηκε μάλιστα η προεδρία της Ακαδημίας. (Η ίδια αρνήθηκε, εξηγώντας ότι ήταν πολύ απασχολημένη με τη γλυπτική).
Αλλά γιατί να αφήσουμε τα πραγματικά γεγονότα να μπουν εμπόδιο σε μια «καυτή» επικεφαλίδα; Η Αμπράμοβιτς έχει αναλάβει ακόμη και τον ρόλο της ειδικής πρέσβειρας στην Ουκρανία, μια διασημότητα ως σωτήρας – σαν τον Bono, αλλά για τον κόσμο των εικαστικών.
Αυτό συμβαίνει όταν ο καλλιτέχνης γίνεται διασημότητα και διαμορφώνεται πλέον από την ανάγκη μιας κουλτούρας για μια φιγούρα στην οποία θα μπορούσε να προβάλει την επιθυμία της για λύτρωση – ένα όλο και πιο κενό θέαμα ψεύτικων συναισθημάτων και κατασκευασμένης συντροφικότητας, με την γκαλερί τέχνης να μετατρέπεται σε ιερό βωμό.
Με στοιχεία από The Telegraph