Τον Σεπτέμβριο του 2021 βγήκε σε δημοπρασία ένα έργο του Ζαν-Σιμεόν Σαρντέν, του αποκαλούμενου και «Γάλλου Βερμέερ». Στο έργο απεικονίζεται μια γυναίκα να σκύβει για να γεμίσει ένα κανάτι νερό από μια οικιακή «δεξαμενή», ένα μεγάλο δοχείο, ενώ στο βάθος μια άλλη γυναίκα σκουπίζει το πάτωμα.
Αυτή είναι μια από τις πιο δημοφιλείς συνθέσεις του Σαρντέν, που θεωρείται ο μεγάλος ζωγράφος της μεσαίας τάξης και απεικόνισε μοναδικά σκηνές του καθημερινού βίου και νεκρές φύσεις. O πίνακας ανήκε σε ιδιώτες για 200 χρόνια και η εκτίμηση της αξίας του ήταν πέντε εκατομμύρια δολάρια. Πουλήθηκε για έξι εκατομμύρια, τιμή-ρεκόρ για έργο του Σαρντέν, κάνοντας χαρούμενη την οικογένεια του συλλέκτη Φρανσουά Μαρσίγ, στην οποία ανήκε.
Το όνομα του Σαρντέν ήρθε ξανά στην επικαιρότητα όταν στον οίκο δημοπρασιών Artcurial στο Παρίσι δημοπρατήθηκε το έργο του «Καλάθι με άγριες φράουλες», μια ήσυχη και ανεπιτήδευτη νεκρή φύση. Ο πίνακας πουλήθηκε σε άγνωστο αρχικά αγοραστή που εκ των υστέρων αποκαλύφθηκε ότι ήταν το Μουσείο Τέχνης Kimbell στο Τέξας.
Το έργο, που ζωγραφίστηκε το 1761, είναι το μοναδικό του Σαρντέν με θέμα τις φράουλες. Ανακαλύφθηκε εκ νέου έναν αιώνα αργότερα και στη συνέχεια επανεμφανίστηκε σε αναδρομικές εκθέσεις του 20ού αιώνα στο Παρίσι. Η περιγραφή του οίκου Artcurial το χαρακτηρίζει «μια από τις πιο διάσημες και εμβληματικές εικόνες του γαλλικού 18ου αιώνα».
Οι σκηνές των έργων του, που σήμερα θεωρούνται μοναδικές, απεικονίζουν υπηρέτριες σε κουζίνες, ταπεινές δραστηριότητες, απλές και καθημερινές, που λειτουργούν ως ντοκιμαντέρ για την καταγραφή της της γαλλικής κοινωνίας, οι οποίες μέχρι τότε δεν θεωρούνταν θέματα άξια να ζωγραφιστούν.
Και ενώ η αγορά είχε ολοκληρωθεί, το Λούβρο ζήτησε να χαρακτηριστεί το έργο τέχνης «εθνικός θησαυρός» και να παγώσει η εξαγωγή του για 30 μήνες, όπως προβλέπει η γαλλική νομοθεσία, μέχρι να μπορέσει να συγκεντρώσει από χορηγίες το ποσό των 22 εκατομμυρίων που έδωσε το αμερικανικό μουσείο.
Το γιατί το Λούβρο δεν μπήκε στη δημοπρασία είναι σαφές: δεν υπήρχαν τα χρήματα για να «χτυπήσει» το έργο, αλλά, όπως δήλωσε η Laurence des Cars, πρόεδρος και διευθύντρια του Λούβρου: «Είναι απόλυτη προτεραιότητά μας να το εντάξουμε στην εθνική συλλογή».
Στην ιστοσελίδα του Λούβρου εμφανίζονται 53 έργα του Σαρντέν, 41 πίνακες και δώδεκα χαρακτικά. «Καταλαβαίνω απόλυτα γιατί το Λούβρο εμποδίζει την πώληση, αλλά αν ένα μουσείο έχει 41 πίνακες του Σαρντέν, χρειάζεται πραγματικά 42; Αυτό θα ήταν μια μεγάλη διαφήμιση για τη γαλλική τέχνη του 18ου αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες», λέει ο έμπορος τέχνης Άνταμ Γουίλιαμς που πρόσθεσε ότι ο αγοραστής του έργου, για τον οποίο πλειοδοτούσε, προσφέρθηκε να δανείσει τον πίνακα στη Γαλλία για μελλοντικές εκθέσεις.
Το αμερικανικό μουσείο αποφάσισε να αγοράσει τον πίνακα όταν στάλθηκε από μια ιδιωτική συλλογή στην γκαλερί Adam Williams Fine Art της Νέας Υόρκης στο Upper East Side. Οι άνθρωποι του μουσείου γνώριζαν ότι μπορεί να μην ήταν σε θέση να λάβουν άδεια εξαγωγής, αλλά αποφάσισαν ότι ο πίνακας άξιζε το ρίσκο και την αναμονή και ότι δεν θα έπρεπε να είναι κρυμμένος σε μια ιδιωτική συλλογή αλλά να γίνει διαθέσιμος στο κοινό.
Ο Προυστ στο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» αναφέρει τον Σαρντέν όταν περιγράφει έναν μελαγχολικό νεαρό άνδρα που κάθεται στο τραπέζι του πρωινού και αναζητά την ιδέα της ομορφιάς που απεικονίζουν τα μεγάλα αριστουργήματα του Λούβρου σε φανταχτερά παλάτια και πλούσιους πρίγκιπες. Ο συγγραφέας λέει στον νεαρό να τον ακολουθήσει σε ένα άλλο τμήμα του Λούβρου όπου βρίσκονται οι εικόνες του Ζαν-Σιμεόν Σαρντέν. Εκεί θα έβλεπε την ομορφιά στη νεκρή φύση, στο σπίτι και στις καθημερινές δραστηριότητες όπως το ξεφλούδισμα των γογγυλιών.
Ο Σαρντέν γεννήθηκε στο Παρίσι, ήταν γιος επιπλοποιού και σπάνια εγκατέλειψε την πόλη του. Έζησε στην Αριστερή Όχθη κοντά στο Saint-Sulpice μέχρι το 1757, όταν ο Λουδοβίκος XV του παραχώρησε στούντιο και διαμερίσματα στο Λούβρο. Πολύ νωρίς πούλησε τον πρώτο του πίνακα και το 1728 έγινε δεκτός στη Βασιλική Ακαδημία Ζωγραφικής και Γλυπτικής. Ζούσε μια μετρημένη ζωή αναλαμβάνοντας παραγγελίες και έκανε αποκαταστάσεις τοιχογραφιών όπως αυτή στην Galerie François I στο Fontainebleau το 1731. Τα έργα του εκτίθεντο συχνά και ήταν δημοφιλής λόγω των αναπαραγωγών των χαρακτικών και ζωγραφικών του έργων από καλλιτέχνες της εποχής.
Μέχρι το 1770 ο Σαρντέν ήταν ο «Πρώτος βασιλικός ζωγράφος» και η σύνταξή του ήταν η υψηλότερη στην Ακαδημία. Η τελευταία γνωστή ελαιογραφία του καλλιτέχνη χρονολογήθηκε το 1776. Πέθανε στο Παρίσι στις 6 Δεκεμβρίου, σε ηλικία 80 ετών.
Το έργο του είχε ελάχιστα κοινά με τους ροκοκό πίνακες που κυριάρχησαν στη γαλλική τέχνη τον 18ο αιώνα. Σε μια εποχή που τα ιστορικά θέματα θεωρούνταν υψηλή τέχνη και «μεγάλη ζωγραφική», τα θέματα που επέλεγε ο Σαρντέν χαρακτηρίζονταν δευτερεύουσας κατηγορίας. Προτιμούσε απλές αλλά όμορφες νεκρές φύσεις και χειρίστηκε με ευαισθησία εσωτερικούς χώρους και οικιακά αντικείμενα, ενώ είχε την εκπληκτική ικανότητα να απεικονίζει την αθωότητα των παιδιών.
Σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος, ο Σαρντέν επηρεάστηκε πολύ από τον ρεαλισμό και τη θεματολογία των δασκάλων του Low Country του 17ου αιώνα. Αν και απεικόνισε την άνοδο της αστικής τάξης, υπήρξε προστατευόμενος της γαλλικής αριστοκρατίας και του Λουδοβίκου XV.
Οι σκηνές των έργων του, που σήμερα θεωρούνται μοναδικές, απεικονίζουν υπηρέτριες σε κουζίνες, ταπεινές δραστηριότητες, απλές και καθημερινές, που λειτουργούν ως ντοκιμαντέρ για την καταγραφή της γαλλικής κοινωνίας, οι οποίες μέχρι τότε δεν θεωρούνταν θέματα άξια να ζωγραφιστούν. Τα έργα του είναι αξιοσημείωτα για τη δομή και την εικονογραφική τους αρμονία. Ο Σαρντέν είχε πει κάποτε για τη ζωγραφική: «Ποιος είπε ότι ζωγραφίζει κανείς με χρώματα; Χρησιμοποιεί χρώματα, αλλά ζωγραφίζει με την αίσθηση».
Η επίδρασή του στους επόμενους ζωγράφους είναι εντυπωσιακή. Επηρέασε τον Μανέ και τον Σεζάν, ο Ματίς θαύμαζε το έργο του, μάλιστα έκανε τέσσερα αντίγραφα έργων του στο Λούβρο, όσο ήταν φοιτητής. Οι νεκρές φύσεις του Σουτίν είχαν τον Σαρντέν για έμπνευση, όπως και οι πίνακες του Μπρακ, και αργότερα του Τζόρτζιο Μοράντι. Το 1999 ο Λούσιαν Φρόιντ ζωγράφισε και χάραξε αρκετά αντίγραφα του έργου «The Young Schoolmistress» που βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου.